14.7.12

better days: μ' όνειρο



Στην αρχαία Ελευσίνα, λίγες μέρες αργότερα, οι καλύτερες ημέρες δεν έχουν φθάσει ακόμα. Η συνειδητοποίηση της μακάβριας αυτής αλήθειας δε μας βαραίνει εκείνο το πρωϊνό πάντως.

Κάτω από έναν δυνατό ήλιο χαζεύουμε ερείπια για πολλοστή φορά σε τούτη τη σύντομη παρουσία μας στον στίβο της καθημερινότητας που ονομάζουν ζωή. Ονειρεύομαι τις μέρες που θα επισκέπτεσαι αρχαιολογικούς χώρους και τα αγάλματα θα βρίσκονται στην αρχαία θέση τους και κάτω από ένα γυάλινο θόλο που θα εξασφαλίζει την προστασία τους από τον φθοροποιό χρόνο. Αντ' αυτού, εισερχόμαστε έπειτα από λίγο μέσα σε ένα ορθογώνιο κουτί που στοιβάζονται αρχαιότητες με φόντο ένα κάπως παρακμιακό γαλάζιο στους τοίχους. Δεν επιχειρούμε μια επίσκεψη κατηγορίας Α' βαθμού σοβαρότητας· έξω το Ελληνικό καλοκαίρι οργιάζει, όπως πάντοτε άλλωστε, πιστό στο ετήσιο ραντεβού του, πυξίδα που δείχνει προς τη χαρά και την ευφορία.

Το ρίχνουμε στο κουτσομπολιό· μας απασχολούν κυρίως οι περιπέτειες του Αισχύλου. Η απόφαση του να μεταδώσει σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστικότητα τα νέα των Ελευσίνιων Μυστηρίων προφανώς και δεν άρεσε καθόλου σε κάποιους μιας και, όπως γνωρίζουμε, οδήγησε στην εξορία του.
Παιδεύομαστε να μεταφράσουμε με σημερινούς όρους την αρχαία αυτή γιορτή και καταλήγουμε στο εξής: επρόκειτο μάλλον για μια συνεδρίαση ενός influential think tank μετά συνοδείας του απαραίτητου dinner party.

Έπειτα από τις αρκούντως διασκεδαστικές εκείνες σκέψεις κατευθυνθήκαμε προς το ιερό της Δήμητρας, υπεύθυνη Αγροτικής Πολιτικής εκείνον τον καιρό. Κάναμε την προσφορά μας δωρίζοντας κάτι πολύτιμο, όπως επέτασσε δηλαδή το αυξημένο ενδιαφέρον μας για την όλη διαδικασία: μια μικροσκοπική κόκκινη πιπερίτσα από κήπο Αναφιώτικο απέδρασε για πάντα από το πορτοφόλι έχοντας την τιμή να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι που ξεκίνησε κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν.


                                                                                       ***

Στο απαραίτητο, σε κάθε αρχαιολογικό χώρο, εκκλησάκι που στέκει πάνω σε ένα ύψωμα, από καιρό πληγιασμένο από μια φωτιά, η πρώτη εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Οι τοιχογραφίες, ότι έχει απομείνει απ' αυτές δηλαδή, πέρα από τη φωτιά, έχουν σημαδευτεί για πάντα και από την εφηβική, και όχι μόνο, αυθάδεια. Δεν προλαβαίνουμε να μετρούμε «ο Αντώνης ήταν εδώ», «Τάκης + Μαρουλία = L.F.E.» και άλλα τέτοια όμορφα. Οι ημερομηνίες μας πηγαίνουν πίσω έως και τις αρχές της δεκαετίας του '60.

Σύντομα μας εγκαταλείπει η στεναχώρια και το ρίχνουμε στην πλάκα. Η κυρία που φροντίζει την εκκλησιά κοιτάζει συγκαταβατικά.

«Γελάτε ε;» μας λέει, καθόλου προσβεβλημένη όμως.

Πιάνουμε την κουβεντούλα. Μας λέει πως ήταν αφύλαχτη η εκκλησία κείνα τα χρόνια και οργίαζαν τα παιδιά στα μέσα και στα έξω. Δεν αργεί όμως η κουβέντα να φτάσει στο σήμερα. Δεν αργεί καθόλου για την ακρίβεια.

«Δεν υπάρχουν δουλειές παιδιά μου...»

«Ναι... δύσκολα...» απαντάμε με κρεμασμένες μούρες.

«Να, ήταν εδώ, πριν από εσάς, κάτι κορίτσια από την Ιταλία, μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο μάλιστα. Και έδειχναν κι αυτά προβληματισμένα, τα ρώτησα δηλαδή, και ήταν έτσι απαισιόδοξα κι ας ήταν τόσο μικρά... σαν κι εσάς... μαραμένα».

Με μεγάλη στεναχώρια έβγαιναν εκείνα τα λόγια από το στόμα της· ήταν φανερό. Και εκείνο το «μαραμένα» δεν ήτανε καθόλου μα καθόλου προσβλητικό. Ένοιωθες πως μιλούσε για όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα που υποφέρουν από έλλειψη νερού σε συνθήκες καύσωνα, και έμοιαζε να αγαπάει ιδιαίτερα τα λουλούδια.

«Θα 'ρθουν και καλύτερες ημέρες» αναφώνησα κοιτάζοντας την, που αλλού, κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτό ήταν όλο. Το πρόσωπο της έλαμψε, γέμισε χαρά, Το πίστευε με πάθος όπως και ανέμενε με λαχτάρα να της δείξουμε πως δεν παραδίδουμε έτσι εύκολα τα όπλα.








13.7.12

better days: με λογισμό



Καθόμαστε στην παραλία της Ψανής, στη Ναύπακτο. Θα 'ταν περίπου 19:00. Την ακτή έχει επισκεφθεί πρόσφατα ένα μπουλντοζοειδές και έτσι όλα τα γκρίζα βότσαλα μοιάζουν ανέμελα μεν, τακτοποιημένα δε. Η Ψανή, το αντίπαλο δέος του Γριμπόβου (η δεύτερη παραλία της Ναυπάκτου) ανέκαθεν συγκέντρωνε τους κατά ένα κλικ πιο περισπούδαστους της όμορφης και τουριστικά ανεκμετάλλευτης αυτής κωμόπολης. Το Γρίμποβο όμως έχει κι αυτό τους πιστούς του: τα πλατάνια εκεί κυριαρχούν, φθάνουν μια ανάσα από τη θάλασσα, και το ολίγον τι old school κλίμα που εκπέμπει γοητεύει λιγοστούς μεν, φανατικούς δε.
 
Μας προσπερνά με αργό βήμα και είναι ύστερα από καμιά δεκαριά μέτρα που συνειδητοποιεί το ενδιαφέρον μας για την πραμάτεια που κουβαλά μέσα σε μια μαύρη σκονισμένη αθλητική τσάντα. Κοιτάζει προς τη μεριά μας και όταν βεβαιώνεται για τις προθέσεις μας, ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του. Επιστρέφει, απλώνει το κορμί του καταή και πιάνουμε δουλειά. Αναρωτιέμαι πόσες ώρες γυρνάει κάτω από τον ήλιο χωρίς καπέλο και αν έχει κάνει σεφτέ. Είναι σχεδόν εξουθενωμένος και γελάει συχνά χωρίς λόγο.

Ψηλός και αδύνατος, τα σκούρα του ρούχα είναι σκονισμένα, η φυσιογνωμία του οικεία. Είναι ο συνήθης Αφρικανός της γειτονιάς. Κάνει ένα κοπλιμέντο για τα αγγλικά μας σε σχέση με τα φτωχά αγγλικά των Ελλήνων που συνήθως συναναστρέφεται. Μιλάμε για λίγο και μια σκέψη προσγειώνεται στο κεφάλι μου: «πρέπει να είναι η πιο ενδιαφέρουσα γνωριμία που έκανα το τελευταίο εξάμηνο». Αγοράζουμε πέδιλα θαλάσσης σε τιμή Κινέζικη ενόσω δεν σταματά να γελά δυνατά σε κάθε ευκαιρία. "No jobs, no jobs" μας λέει. Γνέφουμε συγκαταβατικά. Είναι όμως στιγμές που δείχνει τρομερά ανήσυχος, προβληματισμένος, οι δυσκολίες της ζωής έχουν χαραχτεί στα μάτια του.

"Better days will come" του λέω. Επαναλαμβάνει τη φράση μου με τον πιο καταφατικό τρόπο που δύναται κανείς να φανταστεί. Το ύφος του είναι απολύτως σοβαρό και θα ορκιζόταν κανείς στη μνήμη της πεθαμένης του μάνας πως πίστευε με όλη του τη δύναμη στο ακριβές νόημα της φράσης. Ίσως βέβαια να ήταν αυτός ο μόνος τρόπος ώστε να μην παραιτηθεί από τη ζωή· να ορκιστεί στον εαυτό του πως θα 'ρθουν και καλύτερες ημέρες.