Στην αρχαία Ελευσίνα, λίγες μέρες αργότερα, οι καλύτερες ημέρες δεν έχουν φθάσει ακόμα. Η συνειδητοποίηση της μακάβριας αυτής αλήθειας δε μας βαραίνει εκείνο το πρωϊνό πάντως.
Κάτω από έναν δυνατό ήλιο χαζεύουμε ερείπια για πολλοστή φορά σε τούτη τη σύντομη παρουσία μας στον στίβο της καθημερινότητας που ονομάζουν ζωή. Ονειρεύομαι τις μέρες που θα επισκέπτεσαι αρχαιολογικούς χώρους και τα αγάλματα θα βρίσκονται στην αρχαία θέση τους και κάτω από ένα γυάλινο θόλο που θα εξασφαλίζει την προστασία τους από τον φθοροποιό χρόνο. Αντ' αυτού, εισερχόμαστε έπειτα από λίγο μέσα σε ένα ορθογώνιο κουτί που στοιβάζονται αρχαιότητες με φόντο ένα κάπως παρακμιακό γαλάζιο στους τοίχους. Δεν επιχειρούμε μια επίσκεψη κατηγορίας Α' βαθμού σοβαρότητας· έξω το Ελληνικό καλοκαίρι οργιάζει, όπως πάντοτε άλλωστε, πιστό στο ετήσιο ραντεβού του, πυξίδα που δείχνει προς τη χαρά και την ευφορία.
Το ρίχνουμε στο κουτσομπολιό· μας απασχολούν κυρίως οι περιπέτειες του Αισχύλου. Η απόφαση του να μεταδώσει σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστικότητα τα νέα των Ελευσίνιων Μυστηρίων προφανώς και δεν άρεσε καθόλου σε κάποιους μιας και, όπως γνωρίζουμε, οδήγησε στην εξορία του.
Παιδεύομαστε να μεταφράσουμε με σημερινούς όρους την αρχαία αυτή γιορτή και καταλήγουμε στο εξής: επρόκειτο μάλλον για μια συνεδρίαση ενός influential think tank μετά συνοδείας του απαραίτητου dinner party.
Έπειτα από τις αρκούντως διασκεδαστικές εκείνες σκέψεις κατευθυνθήκαμε προς το ιερό της Δήμητρας, υπεύθυνη Αγροτικής Πολιτικής εκείνον τον καιρό. Κάναμε την προσφορά μας δωρίζοντας κάτι πολύτιμο, όπως επέτασσε δηλαδή το αυξημένο ενδιαφέρον μας για την όλη διαδικασία: μια μικροσκοπική κόκκινη πιπερίτσα από κήπο Αναφιώτικο απέδρασε για πάντα από το πορτοφόλι έχοντας την τιμή να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι που ξεκίνησε κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν.
***
Στο απαραίτητο, σε κάθε αρχαιολογικό χώρο, εκκλησάκι που στέκει πάνω σε ένα ύψωμα, από καιρό πληγιασμένο από μια φωτιά, η πρώτη εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Οι τοιχογραφίες, ότι έχει απομείνει απ' αυτές δηλαδή, πέρα από τη φωτιά, έχουν σημαδευτεί για πάντα και από την εφηβική, και όχι μόνο, αυθάδεια. Δεν προλαβαίνουμε να μετρούμε «ο Αντώνης ήταν εδώ», «Τάκης + Μαρουλία = L.F.E.» και άλλα τέτοια όμορφα. Οι ημερομηνίες μας πηγαίνουν πίσω έως και τις αρχές της δεκαετίας του '60.
Σύντομα μας εγκαταλείπει η στεναχώρια και το ρίχνουμε στην πλάκα. Η κυρία που φροντίζει την εκκλησιά κοιτάζει συγκαταβατικά.
«Γελάτε ε;» μας λέει, καθόλου προσβεβλημένη όμως.
Πιάνουμε την κουβεντούλα. Μας λέει πως ήταν αφύλαχτη η εκκλησία κείνα τα χρόνια και οργίαζαν τα παιδιά στα μέσα και στα έξω. Δεν αργεί όμως η κουβέντα να φτάσει στο σήμερα. Δεν αργεί καθόλου για την ακρίβεια.
«Δεν υπάρχουν δουλειές παιδιά μου...»
«Ναι... δύσκολα...» απαντάμε με κρεμασμένες μούρες.
«Να, ήταν εδώ, πριν από εσάς, κάτι κορίτσια από την Ιταλία, μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο μάλιστα. Και έδειχναν κι αυτά προβληματισμένα, τα ρώτησα δηλαδή, και ήταν έτσι απαισιόδοξα κι ας ήταν τόσο μικρά... σαν κι εσάς... μαραμένα».
Με μεγάλη στεναχώρια έβγαιναν εκείνα τα λόγια από το στόμα της· ήταν φανερό. Και εκείνο το «μαραμένα» δεν ήτανε καθόλου μα καθόλου προσβλητικό. Ένοιωθες πως μιλούσε για όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα που υποφέρουν από έλλειψη νερού σε συνθήκες καύσωνα, και έμοιαζε να αγαπάει ιδιαίτερα τα λουλούδια.
«Θα 'ρθουν και καλύτερες ημέρες» αναφώνησα κοιτάζοντας την, που αλλού, κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτό ήταν όλο. Το πρόσωπο της έλαμψε, γέμισε χαρά, Το πίστευε με πάθος όπως και ανέμενε με λαχτάρα να της δείξουμε πως δεν παραδίδουμε έτσι εύκολα τα όπλα.