Περιμένω στην ουρά να αγοράσω λίγο ψωμάκι.
«Και πόσο έχει αυτό το πολυτελείας για δεν κρατάω πολλά
πάνω μου» ρωτάει ο μπροστινός μου
κρατώντας το δίευρο σε περίοπτη θέση.
«Μην ανησυχείς, φθάνουν».
«Εντάξει. Απλά σκιάχτηκα λίγο με αυτό το ‘πολυτελείας’».
«Οκ... και να μην έχεις αυτήν τη βδομάδα, θα τα δώσεις
την επόμενη... με τόκο».
Χαμογέλασε πονηρά, φορούσε το λεγόμενο και λυκίσιο
βλέμμα*.
Έφθασε η ώρα που θα σας δανείζουμε εμείς θα σκέφτηκε από
μέσα του στην περίπτωση που ανήκει στην κατηγορία εκείνη των Αλβανών που
αντιμετωπίζει με μια κάποια μικρή χαιρεκακία τη μοίρα των Ελλήνων. Βέβαια,
υπάρχουν και εκείνοι που αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλβανία. Φαντάζομαι
πως αντιμετωπίζουν το ζήτημα διαφορετικά. Είναι που θα κάτσει η μπίλια που
λένε.
$
Η σουβλατζού πάντως στέκει κάπου στη μέση. Ιδρωμένη
έπειτα από ώρες ψησίματος απαντά στην ερώτηση της πελάτισσας που προηγείται στη
σειρά από εμένα.
«Ναι, από Βόρεια Ήπειρο».
Δεν άργησε η στιγμή που η υπέρβαρη μεσήλιξ πελάτισσα αποχώρησε με τρία χοιρινά καλαμάκια
στη σακούλα. Και τότε ήταν η στιγμή που ένας χείμαρος ξεχύθηκε. Μου μίλησε για
πολλά και διάφορα η σουβλατζού φροντίζοντας πάντως να μου ξεκαθαρίσει πως μας
ήρθε από τα Τίρανα. Η αδελφή της βρίσκεται στην Αμερική, εκεί που αναμένεται να
ταξιδέψουν και οι κόρες της αφότου τελειώσουν το σχολείο. Στην Βοστόνη είναι
όλα καλύτερα μου λέει.
Σκοτεινιάζει όταν
μου διηγείται την πρωινή της περιπέτεια στο Δημόσιο, πηγή της κακής της
διάθεσης εδώ που τα λέμε. «Είκοσι χρόνια ζω και δουλεύω εδώ» μου λέει με τα
σωστά της τα ελληνικά, «και αυτή πληρώνεται για να με εξυπηρετεί, και
επειδή εγώ δεν ξέρω να διαβάσω στα Ελληνικά αρνήθηκε να με εξυπηρετήσει». Τα
έλεγε αυτά βράζοντας σχεδόν, λίγο ο εκνευρισμός, λίγο ο καύσωνας της ψησταριάς.
«Να έρθουν οι Γερμανοί να διοικήσουν έτσι που τα έκαναν
αυτοί» μου είπε χωρίς ίχνος κακίας. Απουσίαζε το λυκίσιο χαμόγελο δηλαδή. «Να
έρθουν οι ξένοι».
Η Βοστόνη επανήλθε στην κουβέντα, η Αμερική γενικότερα, κι
ο νους μου πήγε στο America, America στις ακτές της οποίας
κάποτε ένας Έλληνας ήθελε να ξεπλυθεί. Η σουβλατζού πάντως πολύ πιθανό να είχε
ήδη ξεπλυθεί σε Ελληνικά νερά κατά την άφιξη της στη χώρα, αρκετά χρόνια πριν. Αυτή
τη φορά, όπως συνέβη και παλαιότερα, είναι η σειρά των Ελλήνων to be washed clean.
*Βλ. Όλγα Κεφαλογιάννη.
Το έχω συναντήσει πάντως ανά περιόδους σε κακομαθημένα Πασοκοκόριτσα που
επιχειρούν να σνομπάρουν όποιον πρωτογνωρίζουν, σαν ένα άξεστο nice to meet you δηλαδή / σε Βαλκάνιους ψημμένους στη ζωή με
τυχοδιωκτικές και κατά βάση αντικοινωνικές τάσεις / σε ακαδημαϊκούς που
χαιρετούν ο ένας τον άλλο μέσα σε μια βιβλιοθήκη επιθυμώντας να κρατήσουν σαν
κόρη οφθαλμού την πολυπόθητη απόσταση - πηγή ζωής γι’ αυτούς / σε γκόμενες λαϊκές
των οποίων η χοντράδα είναι σήμα κατατεθέν· το λυκίσιο βλέμμα εμφανίζεται μονομιάς
στο πρόσωπο τους τις λίγες στιγμές που σωπαίνουν.