21.8.12

του λύκου το βλέμμα




Περιμένω στην ουρά να αγοράσω λίγο ψωμάκι. 

«Και πόσο έχει αυτό το πολυτελείας για δεν κρατάω πολλά πάνω μου»  ρωτάει ο μπροστινός μου κρατώντας το δίευρο σε περίοπτη θέση.

«Μην ανησυχείς, φθάνουν».

«Εντάξει. Απλά σκιάχτηκα λίγο με αυτό το ‘πολυτελείας’».

«Οκ... και να μην έχεις αυτήν τη βδομάδα, θα τα δώσεις την επόμενη... με τόκο».

Χαμογέλασε πονηρά, φορούσε το λεγόμενο και λυκίσιο βλέμμα*.

Έφθασε η ώρα που θα σας δανείζουμε εμείς θα σκέφτηκε από μέσα του στην περίπτωση που ανήκει στην κατηγορία εκείνη των Αλβανών που αντιμετωπίζει με μια κάποια μικρή χαιρεκακία τη μοίρα των Ελλήνων. Βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλβανία. Φαντάζομαι πως αντιμετωπίζουν το ζήτημα διαφορετικά. Είναι που θα κάτσει η μπίλια που λένε.


$
Η σουβλατζού πάντως στέκει κάπου στη μέση. Ιδρωμένη έπειτα από ώρες ψησίματος απαντά στην ερώτηση της πελάτισσας που προηγείται στη σειρά από εμένα.

«Ναι, από Βόρεια Ήπειρο».

Δεν άργησε η στιγμή που η υπέρβαρη μεσήλιξ  πελάτισσα αποχώρησε με τρία χοιρινά καλαμάκια στη σακούλα. Και τότε ήταν η στιγμή που ένας χείμαρος ξεχύθηκε. Μου μίλησε για πολλά και διάφορα η σουβλατζού φροντίζοντας πάντως να μου ξεκαθαρίσει πως μας ήρθε από τα Τίρανα. Η αδελφή της βρίσκεται στην Αμερική, εκεί που αναμένεται να ταξιδέψουν και οι κόρες της αφότου τελειώσουν το σχολείο. Στην Βοστόνη είναι όλα καλύτερα μου λέει.

 Σκοτεινιάζει όταν μου διηγείται την πρωινή της περιπέτεια στο Δημόσιο, πηγή της κακής της διάθεσης εδώ που τα λέμε. «Είκοσι χρόνια ζω και δουλεύω εδώ» μου λέει με τα σωστά της τα ελληνικά, «και αυτή πληρώνεται για να με εξυπηρετεί, και επειδή εγώ δεν ξέρω να διαβάσω στα Ελληνικά αρνήθηκε να με εξυπηρετήσει». Τα έλεγε αυτά βράζοντας σχεδόν, λίγο ο εκνευρισμός, λίγο ο καύσωνας της ψησταριάς.

«Να έρθουν οι Γερμανοί να διοικήσουν έτσι που τα έκαναν αυτοί» μου είπε χωρίς ίχνος κακίας. Απουσίαζε το λυκίσιο χαμόγελο δηλαδή. «Να έρθουν οι ξένοι».

Η Βοστόνη επανήλθε στην κουβέντα, η Αμερική γενικότερα, κι ο νους μου πήγε στο America, America στις ακτές της οποίας κάποτε ένας Έλληνας ήθελε να ξεπλυθεί. Η σουβλατζού πάντως πολύ πιθανό να είχε ήδη ξεπλυθεί σε Ελληνικά νερά κατά την άφιξη της στη χώρα, αρκετά χρόνια πριν. Αυτή τη φορά, όπως συνέβη και παλαιότερα, είναι η σειρά των Ελλήνων to be washed clean.



*Βλ. Όλγα Κεφαλογιάννη. Το έχω συναντήσει πάντως ανά περιόδους σε κακομαθημένα Πασοκοκόριτσα που επιχειρούν να σνομπάρουν όποιον πρωτογνωρίζουν, σαν ένα άξεστο nice to meet you δηλαδή / σε Βαλκάνιους ψημμένους στη ζωή με τυχοδιωκτικές και κατά βάση αντικοινωνικές τάσεις / σε ακαδημαϊκούς που χαιρετούν ο ένας τον άλλο μέσα σε μια βιβλιοθήκη επιθυμώντας να κρατήσουν σαν κόρη οφθαλμού την πολυπόθητη απόσταση - πηγή ζωής γι’ αυτούς / σε γκόμενες λαϊκές των οποίων η χοντράδα είναι σήμα κατατεθέν· το λυκίσιο βλέμμα εμφανίζεται μονομιάς στο πρόσωπο τους τις λίγες στιγμές που σωπαίνουν.




17.8.12

Μανώλης




Φυσικά, πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του Μανώλη. Ακόμα και ο Παναθηναϊκός έχει χάσει τη φήμη της πιο πετυχημένης Ελληνικής ομάδας στην Ευρώπη. Ο Καραγκούνης πάντως, συνεχίζει να το παλεύει. Οι μαύροι περιπλανώμενοι μικροπωλητές δεν πωλούν πλέον cd αλλά πιο πρακτικά πράγματα: χάντρες, πέδιλα, τσάντες. Είναι αρκετοί τον αριθμό και ίσως να περιμένουν αρκετές ώρες μέχρι να κάνουν σεφτέ μιας και οι πελάτες τους σίγουρα αγοράζουν λιγότερο – ίσως να τους κοιτάνε και πιο καχύποπτα.

 Τον είχαν βαπτίσει Μανώλη λόγω μεγάλης ομοιότητας με τον Εμμάνουελ Ολισαντέμπε, στράϊκερ του Παναθηναϊκού εκείνη την εποχή. Δεν ήταν πάντως μία από εκείνες τις περιπτώσεις όπου μεσήλικες με περιορισμένο database σε πρόσωπα έγχρωμα τους βλέπουν όλους περίπου ίδιους. Ο Μανώλης της Ναυπάκτου ήταν φτυστός με τον Μανώλη των βάζελων. Το ίδιο ράθυμο ύφος, τα ίδια γουρλωτά μάτια, το ίδιο στρογγυλό πρόσωπο. 

Περνούσε κάθε μέρα από το Γρίμποβο κατά το μεσημέρι. Ήταν ο καιρός που τα πειρατικά cds έφθαναν σε χέρια Ελληνικά ανά δυάδες-τριάδες με αντίτιμο τα πέντε ευρώ το κομμάτι. Ο Χατζηγιάννης έκανε θραύση απ’ όσο θυμάμαι. Πάντα χαμογελαστός ήταν ο Μανώλης· και πάντα κρατώντας μια - αδιόρατη στους πελάτες του - απόσταση ασφαλείας. Προφανώς, όπως και είναι λογικό, δεν ταυτιζόταν με τη δουλειά του. Δεν επιθυμούσε δηλαδή να τοποθετήσει τον ευατό του εντός της γραφικής εικόνας που ζωγράφιζαν για λογαριασμό του, κατά βάση με αθωότητα, οι παραθεριστές της ακτής του Γριμπόβου.  Ο Μανώλης είχε όνειρα για μια καλύτερη ζωή όπως και οι περισσότεροι που επιχειρούν αυτά τα τόσο μακρινά και επικίνδυνα ταξίδια.

Κι έτσι ο Μανώλης έφυγε μια μέρα για την Ιταλία.