Στην περίπτωση που κάποτε αποδειχθεί πως ο Seymour Hersh (My Lai Massacre, Watergate, Abu Ghraib,) ξεψυχισμένος έπειτα από περίπου μισό αιώνα αναμετάδοσης
του σκότους κατέληξε αναξιόπιστος στο τέλος της καριέρας του θα συμπεράνουμε
πως ακόμα και οι έκαστοι στο είδος τους κάποτε λυγίζουν·
αν όμως αποδειχθεί πως ο Hersh είχε δίκιο, κατά συνέπεια, ο New Yorker και η Washington Post αρνήθηκαν
να δημοσιεύσουν την έρευνα του* για την υπόθεση της επίθεσης με χημικά όπλα
στη Συρία διότι αμφισβητούσε την κυρίαρχη αφήγηση, κι ας ήταν άλλωστε ακριβώς αυτή η αμφισβήτηση των δελτίων
τύπου του State Department και της CIA, όπως αυτά αναπαράγονται κατόπιν από το σύνολο των
mainstream media, που
χάρισε στον γηραιό δημοσιογράφο την υστεροφημία του,
τότε θα είναι δυνατόν να συμπεράνουμε πως ο λογοκριτικός οίστρος των liberal media κατά τη διάρκεια της πτώσης τους είχε αγγίξει δυσοίωνα μεγέθη.
τότε θα είναι δυνατόν να συμπεράνουμε πως ο λογοκριτικός οίστρος των liberal media κατά τη διάρκεια της πτώσης τους είχε αγγίξει δυσοίωνα μεγέθη.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η αφετηρία της παρακμής των liberal media τοποθετείται το 2003 όταν υποστήριξαν τον πόλεμο
στο Ιράκ μέσω της διασποράς της ψευδής, όπως αποδείχτηκε, «είδησης» περί όπλων
μαζικής καταστροφής του Σαντάμ.
Τερματικό (;) σταθμό της κατηφόρας αποτελεί η
συμμετοχή
τους (προστρέχοντας οικειοθελώς στην
αυτοκαταστροφή τους) στην εκστρατεία
εκθρόνισης ισχυρών ανδρών (υποστηρικτών των Δημοκρατικών) των liberal media (Alter Net, The New Republic, Vice, The New York Review of Books) με πρόσχημα την καμπάνια του #metoo.