Αρχές Αυγούστου, ντάλα μεσημέρι με καύσωνα, κατεβάζω την μπάλα χωρίς περιττές τρίπλες στην Χαριλάου Τρικούπη. Αργός ρυθμός, χαλαρό το τέμπο, οι βιαστικοί άλλωστε εγκαταλείπουν την πόλη τέτοιες μέρες.
Ένας Πακιστανός κι ένας Άραβας με μπογιές στα χέρια καθαρίζουν από σπρέι την πρόσοψη ενός ανακαινισμένου κτιρίου που φιλοξενεί το showroom μιας επιχείρησης μοντέρνων επίπλων κουζίνας. Σ’ αυτό το σημείο και μόνο λοιπόν, αφότου σβηστεί το σύνθημα, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος θα πάψει να είναι ένας χρήσιμος ηλίθιος.
Συνεχίζω να κατηφορίζω τον δρόμο που ζηλεύει την Μαυρομιχάλη αλλά αισθάνεται καλύτερα από την Ζωοδόχου Πηγής. Προσπερνώ χατζημεταλλάδες που οχυρώνονται πίσω από την ημερομηνία κυκλοφορίας του πρώτου δίσκου των Metallica πίνοντας καφέ στο στέκι τους. Αρνούνται σθεναρά να τρέξουν πίσω απ’ έναν κόσμο ραγδαίων αλλαγών (όπως το έγραφαν κάποτε οι εφημερίδες) στον οποίο η Αμερικάνικη μπάντα, δεδομένης της δημοφιλίας τους, καταχωρείται ως pop (φαινόμενο).
Το Trikoupi Residence συνυπάρχει με τον «Φούρνο της Βανέσσας», φοβερό προζύμι ήδη από το 1965. Συνήθιζε να μου το πασάρει εμφανώς ανόρεχτη σε αντίθεση με τον σύζυγο της που είχε πάντοτε το ένοχο χαμόγελο, χώρια το physique, του χαρτόμουτρου από την «Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων», αλησμόνητου κινηματογραφικού επιτεύγματος διά χειρός του εξαρχειώτη Δήμου Αβδελιώδη.
Λίγο πριν την Καλλιδρομίου, στο κτίριο των επτά ορόφων και των 1700 τετραγωνικών μέτρων που φιλοξενούσε για είκοσι χρόνια τον Εικαστικό Κύκλο αναμένουμε την άφιξη νέων μουσαφίρηδων – εκτελούνται έργα από την Diolkos Development. Η γκαλερί φοράει πλέον κουστούμι στο μέγεθος της κάπου στο Κολωνάκι.
Αντιστέκομαι στον πειρασμό και την μαγεία της Σαββατιάτικης λαϊκής της Καλλιδρομίου, εδώ και χρόνια περαντζάδα ντόπιων αργόσχολων και exotic expats που αναζητούν Μεσογειακούς καρπούς χυμούς και εξωστρεφείς ανθρώπους, λαϊκή στην πρωτοπορία του πολέμου κατά της πλαστικής σακούλας καθώς γυναίκες νέας και μέσης ηλικίας μεταφέρουν τον αγώνα από το μετερίζι του σούπερ μάρκετ στο κέντρο των Εξαρχείων καταφθάνοντας με πάνινες επαναχρησιμοποιούμενες σακούλες ώστε να τις γεμίσουν με ζαρζαβατικά,
αντιμετωπίζουν ενίοτε το μειδίαμα στο πρόσωπο των παραγωγών εναλλάξ με ήπιας ισχύος πατερναλιστικά βλέμματα από συνομήλικους τους άντρες που φορούν βερμούδα μαύρη και ξεχειλωμένο T-shirt επίσης σκούρο οι οποίοι, καταπώς λέγεται, προτίθενται να σταματήσουν να καταναλώνουν ημερησίως δύο με τρία πλαστικά μπουκαλάκια νερού και να χρησιμοποιούν τον καφέ κάδο της γειτονιάς τους αφότου πρώτα πυρπολήσουμε το εργοστάσιο επεξεργασίας φυσικού αερίου και πετρελαίου της Shell στο Brunei και ακολουθήσει το live διάγγελμα του Προέδρου των Η.Π.Α. όπου θα ανακοινώσει το τέλος του καπιταλισμού.
Στα πιο χαμηλά, η Ινδονήσια παραμένει στο πόστο της δίπλα από φρέσκα τζίντζερ, στο εσωτερικό του Asia Market βρίσκεις από σαμπουάν που κινούνται με ρυθμό 3 τεμάχια ανά έτος έως κλωστές, συσκευασμένα τρόφιμα, και μπλε μαθητικά τετράδια.
Χαλαροί ματατζήδες ετών 19-21 έξω από τα παλιά γραφεία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., πρώην πεδίο βολής για τις ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής των μπαχαλάκηδων, νυν ινστιτούτο κομμωτικής της κόρης του Γεννηματά.
Στην κυρία με τις τάρτες (μελιτζάνα, τορτελίνι, με φακές, με παντζάρια και λαχανικά, με πράσο και τυρί, με αγκινάρα, με όλα τα καλά), περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου. Νεαρός Βρετανός παραλαμβάνει το μερτικό του μεν, δεν το κουνάει ρούπι δε. Στην Ευρώπη είθιστε να σέβονται τις ουρές αλλά αδυνατούν να κάνουν μισό βήμα μπροστά για να περάσεις από τον στενό διάδρομο του σούπερ μαρκετ ώστε να μην νοιώσουν πως υπαναχώρησαν της θέσης τους – κι άλλωστε, δικαίωμα τους! Όσο για την Ελλάδα, ευδοκιμεί το είδος των κανιβάλων θέσεων στην ουρά των McDonalds και του Ι.Κ.Α..
Στην πλατεία, omg, ησυχία. Λιγοστοί αναξιοπαθούντες, μισή ντουζίνα καβαλημένοι αστυνομικοί χαλαρώνουν καβάλα στις μηχανές πάνω στο καβαλημένο πεζοδρόμιο και ο Γεώργας - βρέξει μολότωφ χιονίσει σκόνες - στο πόστο του· λάμπουν σήμερα τα βιβλία μέσα από τις προθήκες, κανείς δεν σπρώχνει stuff στα πέριξ.
Συνεχίζω Σπύρου Τρικούπη όπου τίποτε δεν μοιάζει να ‘χει αλλάξει - αρνούμαι να λάβω υπόψην μου ένα ακόμη βραχύβιο take away καφές/τυρόπιτα με προσδόκιμο ζωής τα δύο έτη.
Κι έπειτα, διαψεύδομαι, συναντώ μπουλντόζα επί τω έργο σε ένα κενό οικόπεδο, αστικό τραύμα μιας ταλαιπωρημένης γειτονιάς. Δεν το βάζω κάτω, μπορώ πλέον γκρινιάξω για τα ντουβάρια που ολοένα υψώνονται σαν να μην ήταν η Αθήνα μια πόλη χιλάδων κενών γραφείων και διαμερισμάτων. Με γλεντάει η περιέργεια, αποφασίζω να ρίξω μια ματιά.
Ένας γαλανομάτης κύριος γύρω στα πενήντα ξαποσταίνει στο μαρμάρινο πεζούλι της εισόδου της απέναντι πολυκατοικίας. Έχει κατάλευκα μαλλιά και γένια λίγων εβδομάδων, εργάζεται στην οικοδομή. Ρωτάω περί τίνος πρόκειται, πετάγεται από τη θέση του λαχταρώντας να με διαφωτίσει, στην θέση ενός παλιού υπαίθριου πάρκινγκ υψώνεται ένα τετραόροφο κτίριο.
«Δεν το λες και πολυκατοικία, μάλλον ολιγοκατοικία θα είναι» θα πει κοιτώντας προς την πλευρά μου με τ’ ένα μάτι μισάνοιχτο, ένα αστείο που περίμενε υπομονετικά μέχρι να βρει αποδέκτη.
Γελάμε μαζί. Γελάμε αρκετά. Συνεχίζω τον δρόμο μου, γελάω μόνος μου.