antony nobilo |
Ή αλλιώς, νοσταλγία για το μέλλον.
1999. Να σε σταματάνε με κραυγές επιδοκιμασίας στα σοκάκια της Ίου εννέα φορές, τις μισές να σε αγκαλιάζουν κιόλας, αγόρια και κορίτσια, μόνο και μόνο επειδή φοράς κοντομάνικο The Ramones.
2000. Στη ντίσκο La Luna στην Αντίπαρο.
2001. Να μην το κουνάς ρούπι από την παραλία της Αιγιάλης Αμοργού στην οποία την βγάζεις σχεδόν χωρίς διάλειμμα καθόλη τη διάρκεια των διακοπών σου. Χωρίς δωμάτιο, χωρίς σκηνή, κορμί ριγμένο χύμα στα σύνορα με το beach bar και με soundtrack τη ψημένη ρακή.
2002. Να σε βγάζει ο δρόμος στην Ιθάκη αναζητώντας παντού εκείνο τον ζωγράφο που είχε αναφέρει στη συνοδό σου (όχι γκόμενα) πως «αν σε ξεβράσει η θάλασσα στο νησί, ψάξε να με βρεις.» Τον βρήκαμε, της κολλούσε, παντρεμένος γαρ, μας έβγαλε έξω να φάμε. Να θυμάσαι από τις διακοπές εκείνες το γέλιο που ρίξατε με την τσιγκουνιά του ζωγράφου στο κέρασμα μεζέδων και την προθυμία του να αναφέρει όλα τα ονόματα σπουδαίων που γνώρισε και τόπων που επισκέφθηκε (συγκράτησα τον Αξελό και την Κούβα). Πήγαμε με τα μαγιό και τις πετσέτες ανά χείρας, είχε βάλει τα καλά του.
2003. Να προσφέρεσαι εθελοντικά για το γύρο του θανάτου πάνω στο μεθυσμένο μηχανάκι του επίσης μεθυσμένου φίλου σου. Με οδηγό εκείνον διανύεις κάποια δραματικά δευτερόλεπτα με αφετηρία το παρακμιακό μπαρ πάνω στην παραλία της Σούγιας και με τερματισμό το πάτο της θάλασσας σε μια προβλήτα εκεί κοντά. Πετάγεσαι από το παπάκι λίγο πριν αυτό πέσει με τα πλευρά στο οδόστρωμα. Πριν προλάβεις να καταλάβεις τι γίνεται ακούς ένα μπλομ∙ είναι ο φίλος σου μέσα στη θάλασσα κι ανάμεσα από δύο ψαρόβαρκες. Ακόμα αναρωτιέσαι τι θα συνέβαινε αν δεν είχε βρει στόχο.
2004. Να βρίσκεις σε παρακμιακά mini-market παλιά και άφαντα στην Αθήνα τεύχη της Βαβέλ. Τρία τεύχη στην τιμή του ενός. Κάπου στην Ικαρία ίσως.
2005. Να αδιαφορείς για την υπολογίσιμη πιθανότητα να σε τσιμπήσει λευκός σκορπιός τη στιγμή που δεν κουβαλάς αντίδοτο και εσύ να την πέφτεις με το σλίπινγκ μπαγκ έξω από τη σκηνή και κάτω από τα αστέρια. Στη Γαύδο του νομού Χανίων. Του ωραιότερου της χώρας όλης.
2006. Να επισκέπτεσαι ένα χωριό φάντασμα κάπου σ’ ένα βουνό της Νισύρου με ερειπωμένα σπιτικά που μάταια ανέμεναν να ρεύσουν τα δολάρια των πρώην αφεντικών τους ώστε να διατηρηθούν στη ζωή. Τα δολάρια έγιναν μπέργκερς και αυτοκίνητο στα δεκαοκτώ και το ηφαίστειο εξακολουθεί να ξεφυσά ράθυμα λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω.
2007. Έρωτας στο Αγκίστρι.
2008. Να βγάζεις ρίζες Χανιώτικες οργώνοντας την πόλη των Χανίων. Από το καφενείο ενός Ανωγειανού που του θυμίζεις «αυτούς τους Γάλλους τους ηθοποιούς» μέχρι να σε πιάνει το ξημέρωμα στο μπανάλ γκατέ των 2 Λουξ. Και από παραλίγον συμπλοκές στο Μύθο γιατί δεν ήσουν απ’ τα μέρη τους μέχρι βραδιές τανγκό (κοιτούσα να χορεύουν) στη Rosa Nera.
2009. Να συναντάς Άγριους στη Λέσβο.
2010. Να ακούς τη λέξη φασίστας από το στόμα μιας γιαγιάς ογδόντα τεσσάρων ετών στο χωριό Ποταμιά του νομού Λακωνίας καθώς αφηγείται ιστορίες για τον αποθανόντα σύζυγο (εξορία και αντάρτικο). Από τότε, κάθε φορά που ακούω τη συγκεκριμένη λέξη κάπου στα Εξάρχεια μου ‘ρχεται να βάλω τα γέλια.