13.1.12

Στη Ρουμανία ΙV


Σάββατο 17/12/2011, 13:30

 
ΙΙ. Răşinari

Περιμένοντας το λεωφορείο για το χωριό Răşinari χαζεύουμε τις εκατοντάδες κόσμου που επισκέπτονται το νεκροταφείο της πόλης Sibiu. Είναι Κυριακή πρωί και οι κάτοικοι τιμούν τους νεκρούς τους, καμιά ντουζίνα λουλουδάδικα προμηθεύουν τα απαραίτητα. Αναρωτιέμαι αν συνηθίζεται κάτι ανάλογο στην Ελλάδα. Θα δει κανείς τόσο κόσμο να επισκέπτεται το νεκροταφείο του Βόλου μια Κυριακή του χρόνου; «Δύσκολο μετά από το Σαββατιάτικο ξενύχτι» σκέφτομαι αφού πληρώσω 1 leu για το κατούρημα.

Κατευθυνόμαστε προς το χωριό του Τσιοράν, λοιπόν. Μέσα στο λεωφορείο είμαι ο μόνος ξένος. Βλέπω ταλαιπωρημένα πρόσωπα παραπάνω από το κανονικό, δύο μεσήλικες μουστακοφόροι γύρω στα πενήντα ειρωνεύονται την ύπαρξη ενός τουρίστα. Ένας νεότερος με καταλερωμένη μπλε φόρμα κατεβαίνει πριν το χωριό και χάνεται μέσα στο δάσος, έχει προλάβει όμως να με περιεργαστεί σαν κάτι αξιοπερίεργο. Μια χοντρή κυρία μας πιάνει την κουβέντα. Είναι κάτοικος του χωριού και θέλει να πει τα δικά της. Τα λέει με χαρά και προθυμία. Κινούμαστε παράλληλα με τις ράγες του Τραμ που συνήθιζε να ενώνει Sibiu - Răşinari κάποτε. 

Φτάνοντας στο χωριό παρατηρούμε εξαρχής την ύπαρξη ενός Tourist info, σίγουρα όχι η καλύτερη αρχή που μπορεί να έχε κανείς επισκεπτόμενος ένα χωριό της Ρουμανίας. Περπατάμε για λίγο στην τύχη ανάμεσα από σπίτια και πάνω σε πέτρα και λάσπη, μπόλικη λάσπη. Μια κυρία γύρω στα πενήντα σκουπίζει έξω από την πόρτα του σπιτιού της, είναι η τυχερή που θα απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Η κύρια ερώτηση αφορούσε την τοποθεσία του σπιτιού της γριάς αλεπούς ονόματι Τσιοράν, η άγνωστη κυρία φάνηκε να είναι στο στοιχείο της.
«Θα πάτε έτσι και αλλιώς μπλα μπλα αλλά να ξέρετε, κλειστό θα το βρείτε, είναι ιδιωτική ιδιοκτησία, δεν ανήκει στο κράτος,έδωσαν και ένα κάρο λεφτά να το ανακαινίσουν... τα καλά της δημοκρατίας βλέπετε...»

Η τελευταία λέξη εκφράστηκε με ιδιαίτερη απέχθεια, τη συνόδευσε ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ιδιοτροπίες μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας» συμπεραίνω ακόμα κι αν λέγεται πως αρκετοί Ρουμάνοι αρέσκονται να νοσταλγούν τα παλιά τα χρόνια του Νικολάε. Σ’ αυτό βέβαια, στη γενικόλογη νοσταλγία δηλαδή, βρίσκουν πολλούς συνομήλικους συμπαραστάτες ανά τον κόσμο. Κατά συνέπεια, δεν θα ΄πρεπε κανείς να βγάζει συμπεράσματα ελαφρά την καρδία μόνο και μόνο επειδή οι στατιστικές αρέσκονται να παρουσιάζουν τους Ρουμάνους να νοσταλγούν τον κομμουνισμό, τους Ρώσους τον Στάλιν ξεχνώντας ταυτόχρονα να μετρήσουν τις συμπάθειες των Βρετανών αλλά και των Ολλανδών για την αποικιοκρατία. 

Προσπερνάμε σπίτια διαφόρων χρωμάτων με την ημερομηνία κατασκευής πολλές φορές στάμπα στην είσοδο. Η πλειοψηφία των σπιτιών ανήκε στις δεκαετίες'60-'70 όπου και μάλλον το χωριό ψήλωσε απότομα. Διάφορες εικόνες προσγειώνονταν μπροστά στα μάτια μου: τέσσερα συνολικά κάρα με οδηγούς Τσιγκάνους κουβαλούν κάθε λογής πραμάτεια· μια Τσιγκανοπούλα δέκα-δώδεκα ετών το πολύ εξέρχεται από το δάσος κουβαλώντας στην πλάτη τρεις μελλοντικές παλαιομοδίτικες σκούπες, ιδρώτας στάζει από το πρόσωπο της. Ένας χαμός από ερεθίσματα.

Αγοράζουμε ένα κιλό ψωμί και μια λουκανίκα ενώ προσπαθώ να κατανοήσω τη μικρή δυσαρέσκεια του μαγαζάτορα σχετικά με τον αριθμό των λουκάνικων που του ζητήθηκαν: «μόνο ένα;» αναφώνησε προς σχετικής έκπληξης μου. Η απορία μου λύνεται γρήγορα κι αφότου έχουμε βγει από το μαγαζί: πληρώσαμε μόλις πέντε lei για ένα μεγαλούτσικο λουκάνικο και η αλήθεια είναι πως βρωμάμε euros από μακριά. Μ’ αυτά και μ΄αυτά,  αποφασίζουμε να τιμήσουμε τη μνήμη του Τσιοράν. Κατευθύνομαστε προς το σπίτι του. Καθισμένοι στα σκαλάκια της εξώπορτας καταβροχθίζουμε τα φαγώσιμα παρέα με ένα σκυλάκι σε σχήμα λουκάνικου. Ανταλλάσσουμε καλησπέρες με περαστικούς, επιτρέπω στον εαυτό μου μερικές φωτογραφίες. Είχε λιακάδα.





No comments:

Post a Comment