3.4.12

Στη Ρουμανία XVIΙI


Τρίτη 03/01/2012, 09:30



Κάποιος χτυπάει το κουδούνι επίμονα, βροντά και την πόρτα ταυτόχρονα. Κοιτάω μέσα από το μάτι της πόρτας για να δω τα Τσιγκανάκια της γειτονιάς έτοιμα να μας τραγουδήσουν τα κάλαντα. Για άλλη μια φορά. «Αρχίσαμε πααάλι» σκέφτομαι φωναχτά. Ο πρώτος γύρος του αγώνα ξεκίνησε στις 23 του Δεκέμβρη και έληξε τη Δευτέρα στις 27 του μηνός. Μας επισκέπτονταν πρωί ή και βράδυ, Τσιγκάνοι κάθε ηλικίας. Μια μέρα κόντεψαν να ρίξουν και την πόρτα κιόλας. Εδώ οι άνθρωποι συνηθίζουν να τους κερνούν covrig και σοκολατάκια, «αν τους δίναμε και κανά φράγκο ίσως και να μας άφηναν στην ησυχία μας» σκέφτομαι σιωπηλά αυτή τη φορά. Περνάει μόλις ένα δευτερόλεπτο μέχρι να γελάσω με τη ψυχή μου με την επιπόλαια αυτή σκέψη. Αν αποχωρούσαν με κάποια ρον στο χέρι θα μας έλεγαν τα κάλαντα μέχρι τις Απόκριες. Η πόρτα εκείνη έχει τη δική της ιστορία άλλωστε. Ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων όταν δύο εργαζόμενοι της εταιρείας παροχής ηλεκτρικού ρεύματος μας χτύπησαν την πόρτα, δυνατά ως είθιστε σ΄αυτά τα μέρη. Φορούσαν καπελάκια μπλε και φόρμες εργασίας, επίσης μπλε. Φορούσαν και πρόσωπα vicious βαρεμάρας με ένα τόνο επιτηδευμένης απειλητικής σοβαρότητας δημοσιοϋπαλληλικής καταγωγής που διεκδικεί πάντως οικουμενικό χαρακτήρα. Ήθελαν, λέει, να μετρήσουν. O Ion Sapdaru, η φάτσα του Ρουμάνικου σινεμά της τελευταίας δεκαετίας, μου χαμογέλασε μέσα από ένα συννεφάκι. Ένα cut! ήχησε στα αυτιά μου, έμενε μόνο να κλείσω την πόρτα διαολοστέλνοντας τους ευγενικά. Επέστρεψαν έπειτα από είκοσι λεπτά, ο ήχος του κουδουνιού όμως δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί τον κρότο των εορταστικών μας πηρουνιών. 






No comments:

Post a Comment