Προεκλογικά
η βόλτα μου ξεκίνησε με ένα ταξίδι στο
χρόνο. Στου Παπάγου τα στενά, δύο κοπελίτσες βαμμένες μέχρι τα μακριά τους
νύχια ζητούν οικονομική ενίσχυση για την πενταήμερη. Πωλούν κάτι τουριστικούς
οδηγούς του τύπου ότι να ‘ναι. Λίγο πιο κάτω, ένα καγκουράκος που κάνει την
ίδια δουλειά με παίρνει από πίσω φωνάζοντας «ένας καφές είναι μόνο», κι αναφερόμενος
φυσικά στο πεντάευρο που ήδη λαχταρούσε στην τσέπη του. (Η πενταήμερη ήταν
ιερός σκοπός τον καιρό προ των αστέγων της Σταδίου.) Επιμένει όσο το επιτρέπει
το νεαρό της ηλικίας του, δηλαδή πολύ. Σκιάζομαι κάπως από τα σαλάκια που
εκτοξεύονται από το στόμα του ιδαίτερα βραχύβιου δεκαεπτάχρονου ενόσω παρατηρώ
με την άκρη του ματιού... πως δύο κυρίες άνω των εξήντα που φορούν
παλαιομόδιτικα ταγιέρ και ψηφίζουν παραδοσιακά Ν.Δ. χαμογελούν συνομωτικά καθώς
αρνούνται ευγενικά: «πόσο τα κακομάθαμε τα παλιόπαιδα» σκέφτονται. Περιδιαβαίνω
μια συνοικία, γεμάτη μονοκατοικίες με κήπους με τριαντάφυλλα, που απολαμβάνεις
να διασχίζεις· ο Υμηττός λίγο πιο πάνω σου θυμίζει την αρχέγονη
ομορφιά της ταλαίπωρης πόλης της Αθήνας. Στις εκβολές του Ιλισσού ονειρεύομαι
την Αθήνα με γάργαρο νερό να διασχίζει τη θλίψη μας, ένα ακόμη όνειρο
ανοιξιάτικης νυκτός βέβαια. Ένας γέρος, συνταξιούχος καραβανάς μάλλον, περιπολεί
στην γειτονιά στα σύνορα με το βουνό (σύμφωνα με άλλους, κάνει απλά την
απογευματινή του βόλτα). Αυτός είναι ο Παπάγος· ένα γέρικο
πρόσωπο καραβανά που αντικρύζεις με μια κάποια κατανόηση κρατώντας πάντα τις
αποστάσεις σου, όπως κάνει άλλωστε και ο ελαφρά συνοφρυωμένος συνταξιούχος μυστακοφόρος
περιπατητής. Έξω από το σπίτι του Στυλιανού του μίνι-φούστα συγκεντρώνεται
μεγάλο ποσοστό αρνητικής ενέργειας που απελευθερώνεται από τους αρμόδιους για
τη φύλαξη του αστυνομικούς. Προσπερνάμε γρήγορα γρήγορα και οδεύουμε προς την
έξοδο.
Στην ευρύχωρη γειτονιά της Νέας Σμύρνης
(εκεί που δεν σε ταλαιπωρεί η θέα ογκωδών επταώροφων πολυκατοικιών καθότι,
παραδόξως για την πρωτεύουσα, όλα μοιάζουν κάπως τακτοποιημένα, χωροταξικά
μιλώντας, αλλά και όχι μόνο), προσγειώνομαι στο 2012 επιστρέφοντας από το
ταξίδι στη χρονοκάψουλα του Παπάγου. Μια κυρία γύρω στα σαράντα περπατά προς το
μέρος μου, διακρίνω από κάπως μακριά μια κάποια ανησυχία στο πρόσωπο της. Όταν
θα βρεθούμε πια σε απόσταση αναπνοής θα μονολογήσει μεν, απευθυνόμενη σε μένα
τον περαστικό δε: «Θε μου...ψάχνουν στα σκουπίδια!» Αφού την προσπεράσω, θα
βρεθώ πρόσωπο με δυο πρόσωπα που σχηματίστηκαν κάπου στην Ανατολική Ευρώπη.
Είναι λίγο μετά τα τριάντα που χρειάστηκε να ψηλαφίσουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα
σκουπίδια προς αναζήτηση ελπίδας. Είναι εφοδιασμένοι με τσάντες, γάντια,
καροτσάκι σουπερμάρκετ. Οι κινήσεις τους βιαστικές, τα βλέμματα αποφασισμένα. Είναι
ετοιμοπόλεμοι. Τους προσπερνώ με ήρεμο βήμα ενόσω με τυφλώνει, σαν από μηχανής
Θεός, ο Αττικός ήλιος.
Μετεκλογικά...
πια, ξαπόστασα σε ένα παγκάκι.
Βρισκόμουν σε έναν τέλειο κύκλο μέσα, μια θάλασσα αυτοκινήτων με περιτριγύριζε.
Είχαν κατεύθυνση δική τους, άλλος προς κέντρο τράβαγε κι άλλος προς Κηφισίας.
Στην πλατεία εμπρός της Αγιάς Σοφιάς, σε απόσταση αναπνοής από το Πεντάγωνο,
βάλθηκα να κλάψω, λιγάκι.
Το κλάμα ενός νέου είναι θέμα δημόσιου
ενδιαφέροντος όσο ο καημός μιας γιαγιάς είναι οικογενειακή υπόθεση. Περαστικές
γκαυλιάρες προσπάθησαν να μετατρέψουν τα δάκρυα μου σε κηλίδες σπέρματος μέσα
στο παντελόνι. Απέτυχαν παταγωδώς. Είχα άλλωστε παρέα. Η piazza ανήκει στους
τολμηρούς και μόνο: σε μένα και τα
ανόθευτα δάκρυα μου, σε δύο Ασιάτες απέναντι που χαζολογούσαν κάπως αμέριμνα (αν
υπολογίσει κανείς το χρώμα που απλωνόταν στην επιφάνεια του προσώπου τους σε
συνδυασμό με τον τόπο στον οποίο είχαν κυριολεκτικά ξεβραστεί πρόσφατα), σε δύο
έφηβες που ανέλυσαν εξαντλητικά τα της Κυριαλένας και του Αλέξη.
...Βέβαια είναι και οι άλλοι. Θυμήθηκα
εκείνα τα παιδιά
(στα 17-18 περίπου) που βρίσκονταν ένα πάτημα του enter μακριά από τη ψήφο που πλήγωσε
το κοινωνικό σώμα (ίσως ανεπανόρθωτα· θα δείξει),
λίγα βήματα πίσω από μια κλωτσιά με αρβύλα πάνω σε κώλο μελαμψού μετανάστη Το
άνω του πενήντα τοις εκατό ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 18-24 εξηγεί εν μέρει
την προτίμηση αυτού του ηλικιακού κομματιού στη νεκροκεφαλή των SS (χαραγμένη σε
μια γωνιά της ελληνικής σημαίας). Οι νεαροί αυτοί μόλις έπιασαν δουλειά, ας
είναι και σε συμμορία, ας είναι και μονάχα στο φαντασιακό τους (ορισμένες
φορές). Απασχολούνται πλέον κάπου, και μάλιστα, αυτό το κάπου υπόσχεται τη
δωρεάν διανομή καρτών που ανοίγουν τις πόρτες της βίας. Όπως και το πανεπιστημιακό
πάσο ανοίγει τις πόρτες του Μετρό φθηνότερα δηλαδή. Η υπόσχεση της βίας, σαν
προσωπικό δώρο του ψυχανώμαλου θεού της ελλάδος, διαδραματίζει, δίχως άλλο,
καταλυτικό ρόλο σε μια κοινωνία που καταστέλλεται βιαίως (ομάδα ΔΙ.ΑΣ)· βιάζεται διαρκώς (austerity measures που σβήνουν το
φως στο βάθος, μεγάλο βάθος, του τούνελ της κρίσης)· δεν έμαθε να κοντρολάρει τον εαυτό της (συνήθειες
επαναστατικής γυμναστικής – συνεχείς ανώδυνες απεργίες - κατάχρηση της λέξης φασισμός).
[Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που εξηγούν τη
ψήφο που σιγοβράστηκε επί διετία στα καζάνια της κρίσης. Διάβασα αλλού και
μεταφέρω: 1) έπειτα από την κατάρρευση της Ν.Δ. το μαντρί της δεξιάς απελευθέρωσε
λογής λογής σκοτεινά στοιχεία της δεξιάς 2) νομιμοποίηση της ακροδεξιάς
ατζέντας μέσω της εκλογικής καμπάνιας του Σαμαρά· των αναίσχυντων
«μέτρων» του αλαζονικού-εξουσιολάγνου ΠΑΣΟΚ, βλέπε Λοβέρδος-Χρυσοχοίδης αλλά
και όχι μόνο· της πληρωμένης αλητείας των Μ.Μ.Ε.]
Τι
λέω εγώ· η άνετη επικράτηση στο συλλογικό συνειδητό μιας
διάθεσης - σφοδρής επιθυμίας- μανίας για εκδίκηση,
ουσιαστικά, όπως αυτή εκφράστηκε μέσω πλατειών, κραυγών για κρεμάλες, σόσιαλ
μίντια παροξυσμών εκ του ασφαλούς, όπως αυτή η μανία εκφράζεται επί δύο χρόνια
με κάθε τρόπο δηλαδή, επεξηγεί τη ψήφο της ντροπής.
Αν υποθέσουμε δηλαδή πως στην Ελλάδα
έχει επιβληθεί μια τιμωρία που εκφράζεται με συνεχή επώδυνα μέτρα, θα ήταν ένα
πρώτο βήμα να συμφωνούσαμε πως σ’ αυτήν τους την τιμωρία συμμετέχουν με πάθος
και οι ίδιοι οι Έλληνες.
Ας είναι· ίσως τελικά οι
Έλληνες να συμφωνούν πως η καταστροφή θα
φροντίσει για όλα· κινούνται λοιπόν προς αυτήν την κατεύθυνση. Και θα
συνεχίσουν να κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα
της 17ης Ιουνίου.
Χώρος για ένα θαύμα υπάρχει πάντα· κι αν και δεν πιστεύω σε θαύματα, αυτά συμβαίνουν ακόμα
κι αν κανείς δεν πιστεύει σ’ αυτά, απ’ ότι λέγεται τουλάχιστον.