16.5.20

Blasphemy

 

ΙΙ

Ο νόμοςου αποσύρθηκε) περί βλασφημίας αφορούσε λοιπόν λιγότερο τον Ιησού και περισσότερο τον Μωάμεθ.

Όπως και να χει, το πιθανότερο είναι να μην αντιμετωπίζαμε ένα νέο Charlie Hebdo καθώς άλλωστε η Αθήνα δεν έχει banlieue και αποικιακή ιστορία, ενώ φυσικά δεν μοιράζεται τις ίδιες γεωπολιτικές προκλήσεις και φιλοδοξίες με την Γαλλία, χώρα η οποία την δεκαετία που διανύουμε συμμετείχε σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο για την Συρία, πολεμούσε τζιχαντιστές σε πέντε χώρες της Κεντρικής Αφρικής (G5) και πρωτοστάτησε στην εκθρόνιση του Καντάφι.

Σύμφωνα με την ίδια λογική, τη δεδομένη στιγμή, πιθανόν να μην αντιμετωπίζαμε ανάλογα προβλήματα με εκείνα των Δανών το φθινόπωρο/χειμώνα του 2005-06, χρονική περίοδος κατά την οποία εκτυλίχθηκε το θρίλερ που ονομάστηκε στα media ωςMuhammad cartoons crisis’.

Στην συλλογική μνήμη τα γεγονότα έχουν ως εξής: η δημοσίευση σκίτσων του Μωάμεθ σε μια Δανέζικη εφημερίδα διέγειρε τα ριζοσπαστικά συντηρητικά αντανακλαστικά μέρους της μουσουλμανικής κοινότητας ανά τον πλανήτη με αποτέλεσμα βίαιες διαμαρτυρίες, οργισμένες διαδηλώσεις, έως και δολοφονίες ανθρώπων θύματα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.

Η ροή των γεγονότων ωστόσο έχει ως εξής:

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2005 δημοσιεύτηκαν τα σκίτσα που απεικόνιζαν τον Μωάμεθ στην φιλοκυβερνητική εφημερίδα Jyllands-Posten. Η δημοσίευση των καρτούν αποτελούσαν μέρος μιας «άσκησης των ορίων της ελευθερίας του λόγου», ενός πειράματος, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ίδιο τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας.[1]

Στις 12 Οκτωβρίου, έντεκα πρεσβευτές μουσουλμανικών χωρών απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό της Δανίας ζητώντας να τον συναντήσουν ώστε να συζητήσουν θέματα που αφορούσαν την αρνητική, κατά τη γνώμη τους, προβολή του Ισλάμ από τα μίντια της χώρας, επ’ αφορμήν φυσικά τη δημοσίευση των προβοκατόρικων σκίτσων.

Στις 14 Οκτωβρίου, 3.500 Δανοί μουσουλμάνοι διαδήλωσαν ειρηνικά στην Κοπεγχάγη.

Στις 21 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός της Δανίας Anders Fogh Rasmussen απάντησε στους πρεσβευτές με επιστολή απορρίπτοντας εμμέσως μια συνάντηση μαζί τους ώστε να κατευνάσει τις αντιδράσεις.

Για την συγκεκεριμένη επιλογή, δέχθηκε έντονη κριτική από την αντιπολίτευση αλλά και από διπλωμάτες της χώρας του. Ανάμεσα στους κατήγορους του βρέθηκε και ο Uffe Ellemann-Jensen, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, πρώην αρχηγός του κόμματος του πρωθυπουργού, κάποτε υποψήφιος για τη θέση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, την ίδια θέση την οποία θα κατακτούσε ο Rasmussen λίγα χρόνια αργότερα:

-        While it is certainly true that the prime minister did not have a legal right to intervene in the editorial process, he could have publicly (as an enactment of free speech) dissociated himself from the publication and from the general association of Islam with terrorism. Rasmussen did none of those. Instead, he used his interview [on 30 October 2005] to endorse Jyllands-Posten's position and the act of publishing the cartoons.

 

Στις αρχές Δεκεμβρίου μια ομάδα από Δανούς ιμάμηδες αποφάσισε να περιοδεύσει σε μουσουλμανικές χώρες ώστε να διεθνοποιήσει το ζήτημα. Ταξίδεψαν στην Αίγυπτο[2], στον Λίβανο, στην Συρία, στην Τουρκία, ανάμεσα σε άλλες ισλαμικές χώρες.

Στις 8 Δεκεμβρίου το ΝΑΤΟ θα αποφάσιζε την επέκταση των στρατιωτικών του επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν.

Στις 26 Γενάρη του 2006 ο Υπουργός Άμυνας της Βρετανίας ανακοίνωσε την αποστολή 3.300 Βρετανών στρατιωτών στο Χέλμαντ του Αφγανιστάν όπου θα συναντούσαν μερικές εκατοντάδες Δανούς (και κάποιους Εσθονούς) ως μέρος του International Security Assistance Force (ISAF) του ΝΑΤΟ το οποίο θα αντικαταστούσε τους Αμερικάνους πεζοναύτες στην περιοχή. Την ίδια ακριβώς μέρα, η Σαουδική Αραβία θα ανακαλούσε τον πρεσβευτή της στην Δανία.

Στις 28 του Γενάρη του 2006 πλέον, ο πρόεδρος του Αφγανιστάν Hamid Karzai θα επισκεπτόταν τον Rasmussen στην Κοπεγχάγη αναζητώντας χρήματα για τη χώρα του και τον πόλεμο ενάντια στους Ταλιμπάν.

Στις 2 Φεβρουαρίου το Δανέζικο Κοινοβούλιο θα ενέκρινε και τυπικά την επέκταση της συμμετοχής της χώρας στον ISAF.

Τέλος, στις 4 του ίδιου μήνα, θα ξέσπαγε η βία με την επίθεση στις πρεσβείες της Δανίας και της Νορβηγίας στην Δαμασκό. Οι βίαιες διαμαρτυρίες θα συνεχίζονταν για καιρό, άλλοτε στοχεύοντας μια βάση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, άλλοτε το Ιταλικό προξενείο στην Βεγγάζη της Λιβύης, ή ακόμη και τα γραφεία της Ε.Ε. στην Γάζα της Παλαιστίνης.

*

Ομολογουμένως, δεν ψυχανεμιζόμαστε ότι αρκούν ορισμένα googlαρίσματα ώστε να χυθεί επαρκές φως στο παρασκήνιο που διαδραματίστηκε τους μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ της δημοσίευσης των καρτούν στα τέλη του Σεπτέμβρη του 2005, και του ξεσπάσματος της βίας τον Φλεβάρη του 2006, χρονική περίοδος κατά την οποία το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου για την υπόθεση ήταν, αν μη τι άλλο, ισχνό.

Πιστεύουμε ωστόσο πως η χρονολογική παράθεση κάποιων γεγονότων αρκούν ώστε να αντιληφθεί κανείς πως θα ήταν μάλλον άστοχο να προσλάβει ελαφρα την καρδία το Muhammad cartoons crisis ως μια σύγκρουση της προοδευτικής Δύσης έναντι του οπισθοδρομικού Ισλάμ καθώς άλλωστε, και με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης πλέον, φαίνεται πως αποτελεί πολύ περισσότερο μία πτυχή, ένα συμβάν, ένα επεισόδιο του War on Terror, του πρώτου πολέμου του 21ου αιώνα ο οποίος διεξήχθη (διεξάγεται;) μεταξύ των Η.Π.Α. και των συμμάχων της απέναντι στον Ισλαμιστικό εξτρεμισμό, σύγκρουση στην οποία η Δανία συμμετείχε οικειοθελώς, παράγωγο της ενεργητικής militarized εξωτερικής πολιτικής την οποία ακολούθησε η μικρή χώρα της Βόρειας Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα από την 9/11 και έπειτα.

Υπό αυτήν την έννοια, τα βλάσφημα καρτούν σχετίζονται λιγότερο με τα όρια της ελευθερίας του λόγου (freedom of speech), και περισσότερο με τοOperation Enduring Freedom,’ όπως εναλλακτικά ονομάστηκε από τους Αμερικανούς ο προαναφερθείς «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας».

Κι άλλωστε, θα ήταν αδυνατο να μην συσχετίσει κανείς το Muhammad cartoons crisis με την απροσδόκητα υψηλή δημοφιλία του πολέμου στο Αφγανιστάν μεταξύ των Δανών λίγα χρόνια αργότερα σε εμφανή αντίθεση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.



[2] Σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας που δημοσίευσε τα περιβόητα σκίτσα, το καθεστώς Μουμπάρακ θα πρωτοστατούσε στην εργαλειοποίηση του ζητήματος καθότι επιθυμούσε να εκτονώσει με ασφαλή τρόπο την υπόκωφη λαϊκή δυσαρέσκεια που εκφραζόταν κυρίως μέσω των Αδελφών Μουσουλμάνων, οργή που θα οδηγούσε στα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης λίγα χρόνια αργότερα.

 

No comments:

Post a Comment