12.7.24

Summer Pop


 UNDER THE SAME SKY

Το εξοχικό, κατασκευάστηκε την δεκαετία του 1990, πληρούσε τις προδιαγραφές ώστε να χαρακτηριστεί βίλα, κανείς ωστόσο δεν ξεστόμισε την λέξη, ήταν συνώνυμη με μέτρια, ή χάλια, αισθητική,

-       

«στον δημόσιο λόγο ο χαρακτηρισμός μικροαστοί, αντί για μεσαία τάξη, συνδέθηκε με την γνωστή κατηγορία του κιτς και του νεοπλουτισμού που, από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, έρχεται για να σχολιάσει τους ακαλλιέργητους μεσοαστούς, όσους έκαναν κακή χρήση του πλούτου τους εξαιτίας του χαμηλού πολιτισμικού κεφαλαίου τους»,[1] όσο για τον ημιδημόσιο, των μπαρ, των καφέ, των ξενυχτάδικων, οι μικροαστοί ταυτίστηκαν με τους ανικανοποίητους που λαμβάνουν ηδονή από την οδύνη των άλλων,[2]

 

το σπίτι, μια διώροφη κατοικία (συν basement) με μεγάλο οικόπεδο κοντά στην θάλασσα, δεν ανήκε σε μικροαστούς, το είχε σχεδιάσει ένας αρχιτέκτονας, οικογενειακός φίλος των γονιών του Καρακάξη (μητέρα συμβολαιογράφος, δικηγόρος ο πατέρας), με καμάρες, τσαχπινιές, εσωτερικές καμπύλες, καλαίσθητα, ακριβότερα, ή φθηνότερα, διακοσμητικά αντικείμενα, ξύλινα τέχνεργα, αναμνηστικά από ταξίδια, πήλινα πιάτα διακοσμητικά στον τοίχο, παραδοσιακά φωτιστικά, το μπαούλο-κασέλα, Ινδικό ξυλόγλυπτο στο χέρι, σκαλιστό σε όλες τις πλευρές, δίπλα από το τζάκι (περίμενε υπομονετικά να υποδεχθεί χειμερινούς επισκέπτες, μάταια τα τελευταία εννέα χρόνια),

πόζαραν, έδειχναν πανέτοιμα για μια αναπάντεχη θερινή επίσκεψη φωτογράφων του Interior Design ή του Maison Decoration,

η ευρύχωρη βεράντα του πρώτου ορόφου έβλεπε θάλασσα, στα βορειοανατολικά του σπιτιού, χρώματος λευκού, τα ξύλινα στόρια είχαν βαφτεί στο σκούρο μπλε, ένας λόφος προσέφερε προστασία από τον ήλιο, τα αδιάκριτα βλέμματα, στα δυτικά έπρεπε να περπατήσεις λίγο ώστε να συναντήσεις γείτονες, ήταν λιγοστοί, στον μικρό παραθαλάσσιο οικισμό, είκοσι έξι χιλιόμετρα νοτίως της πόλης της Ρόδου, δεν συναντούσες ντόπιους, συνταξιούχους τουρίστες πιο συχνά, διέμεναν σε ξενοδοχεία, επίσης οικογένειες, ζευγάρια μέσης ηλικίας, προτιμούσαν rooms to let, Γερμανοί, Βρετανοί, Σκανδιναβοί, Ιταλοί, Γάλλοι, και Ρώσοι, με την εξαίρεση κάποιων Αθηναίων, συχνά Ροδίτες στην καταγωγή, που είχαν αγοράσει παραθεριστική κατοικία ή γη,

το εξοχικό του Καρακάξη χαρακτηρίστηκε ως «σπιταρόνα» από τον Κέιβ, τον Σάγκυ, τον Μπακού, «πολύ ωραίο σπίτι» αναφώνησαν Λινάκι, Μαριάνθη, και Αριστομένης, δεν σχολίασαν Δανάη, Τζο, και Μαρού, ή Ραλλού,

το Λινάκι ονειρεύτηκε μαζώξεις με φίλες, σκυλούκια να τρέχουν στην αυλή (ένα αγγλικό κόκερ σπάνιελ, ένα άπεντσελ ελβετικό ποιμενικό), Κυριακάτικα barbeques,

η Μαριάνθη cocktail parties, Παρασκευή αργά το απόγευμα, νωρίς το βραδάκι, απαλή μουσικούλα και κουτσομπολιό, αρχές του φθινοπώρου, να μην έχει πολύ ζέστη,

ο Σάγκυ σκέφτηκε ωραία θα ‘τανε να ζούσε κάποτε για λίγο σε νησί, να έγραφε άρθρα, ή ποιήματα, ξεχνώντας βολικά πως είχε διαβάσει ελάχιστη ποίηση, σκόρπια ποιήματα εδώ και εκεί,

ο Μπακού, ο Αριστομένης, η Τζο, αναρωτήθηκαν σιωπηλά, καθαρά από περιέργεια, τι τιμή θα έπιανε στην αγορά ακινήτων,

ο Κέιβ έφτιαξε στο μυαλό του μια παρτιάρικη φάση που γίνονται γκολ από τα ξίδια, καφρίλες τύπου σπασμένο πορτατίφ, φασώματα και σεξ στα υπνοδωμάτια, ξερατά ανάμεσα από τα λευκά και τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου,

η Μαρού, ή Ραλλού, κανείς δεν είχε ιδέα τι σκεπτόταν,

η Δανάη είχε δει ακριβότερα, εντυπωσιακότερα, σπίτια στην Λιέγη, την Μονς, το Σαρλερουά,

ξέχωρα από τις διακριτές διαφορές στις αντιδράσεις, τα συναισθήματα που τους προξένησε, τις σκέψεις που γέννησε στον καθένα ξεχωριστά το εξοχικό του Καρακάξη, και οι δέκα κατατάσσονταν από τους κοινωνιολόγους στην ίδια κοινωνική ομάδα:

-

        «η μεσαία τάξη διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1980, αποτελεί το ενδιάμεσο σώμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μεταξύ πλουσίων και φτωχών το οποίο, παρά τη μεγάλη ποικιλομορφία του, για πολλά χρόνια λειτούργησε με κοινά βιώματα και παράλληλες βιογραφίες, η μεσαία τάξη αποτέλεσε το μοχλό της κοινωνικής κινητικότητας, της ενδυνάμωσης των δημοκρατικών θεσμών και της διάχυσης του κοινωνικού ναρκισσισμού,[3]

η μεσαία τάξη δεν ήταν πια ένα μικρό κομμάτι της δημόσιας υπαλληλίας, του εμπορίου, και των ελεύθερων επαγγελματιών, όπως ήταν στον μεσοπόλεμο, έγινε τρόπος ζωής, μετά την δεκαετία του ’50 και του ’60, και με μεγάλη ώθηση -ειδικά στην Ελλάδα- μετά την δεκαετία του ’80 και του ’90, η μεσαία τάξη έγινε κάτι που εμπεριέχει μέσα της πολλά διαφορετικά επίπεδα εισοδημάτων αλλά που έχει κοινές εμπειρίες, κοινές προσλαμβάνουσες, κοινές προσδοκίες, έγινε ογκώδης, μια μεγάλη πολυπληθής μεσαία τάξη που είναι εσωτερικά διαφοροποιημένη, που δεν είναι όλοι ίδιοι, αλλά που έχουν κάποια βασικά κοινά χαρακτηριστικά,

η μεσαία τάξη είναι το παιδί της χρυσής τριακονταετίας, της μεγάλης στιγμής ενός κοινωνικού συμβολαίου με κατεύθυνση την απόλαυση, την κατανάλωση, και ένα σοβαρό επίπεδο κοινωνικής προστασίας,

η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που η μεσαία τάξη αναπτύχθηκε πιο πολύ απ’ όλες, μιας αίσθησης κοινότητας της εμπειρίας, ενός ελάχιστου κοινού βιώματος, η ζωή κάτω από τον ίδιο ουρανό, η εντύπωση ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο κόσμο»·[4]

 

κάτω από τον ίδιο ασυννέφιαστο ουρανό, λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, άνοιξαν τις βαλίτσες τους, έβαλαν τα μαγιό τους, πήγαν στην θάλασσα,

ο κολπίσκος με την αμμώδη παραλία φιλοξενούσε δύο ξενοδοχεία (συν ξαπλώστρες) και τρεις καφετέριες με τα τραπεζάκια, τις καρέκλες, τις ομπρέλες τους, στην άκρη της, στο σημείο που έβγαζε ο στενός ελικοειδής κατηφορικός δρόμος που περνούσε έξω από το σπίτι του Καρακάξη, ήταν ελεύθερη από εμπορευματοποιημένους καταναγκασμούς, τους υποδέχτηκαν αλμυρίκια, το κοινό, της Αττικής, με την πυκνή φυλλωσιά και τα λευκά άνθη, η ταμαρίς η γαλλική, με χρώμα κοκκινωπό και λουλουδάκια ρόδινα,

η θάλασσα βάθαινε κάπως απότομα, τα νερά ήταν καθαρά, πάντως όχι διάφανα, ο άνεμος σήκωνε κύμα, εκείνη την πρώτη μέρα, και όλες τις επόμενες, βούτηξαν, πλατσούρισαν στα ρηχά, χαζολόγησαν στην ακτή, κουρασμένοι από την αϋπνία του ταξιδιού, ζαλισμένοι από τον ήλιο, βαδίζοντας σιγά σιγά, ανά τριάδες, επέστρεψαν στο σπίτι, όπου,

πεινασμένοι, παρήγγειλαν -τι άλλο;- πίτσες και σουβλάκια,

κατόπιν, άνοιξαν τα λιγότερο ακριβά μπουκάλια από κρασί που βρήκαν στο ψυγείο και την κάβα, σκόπευαν να τα αντικαταστήσουν αργότερα, λησμόνησαν να τα αντικαταστήσουν αργότερα, άραξαν στο basement των 72 τετραγωνικών,

ο Κέιβ ξεκίνησε να βάζει βινύλια στο πικάπ, Siouxsie and the Banshees, Tuxedomoon, Residents, Nick Cave, η Μαριάνθη χόρεψε λιγάκι, ο Καρακάξης ο Αριστομένης, το Λινάκι επίσης, η Μαρού, ή Ραλλού, λικνίστηκε καπνίζοντας, ο Μπακού δεν κάπνιζε, δεν χόρεψε, βολεύτηκε στον τριθέσιο δερμάτινο καναπέ, η Τζο δεν άργησε να καληνυχτίσει, ανέβηκε στο δεύτερο όροφο, μοιραζόταν τον ξενώνα με την Δανάη που σύντομα θα την ακολουθούσε, ο Σάγκυ έπινε κρασί, καθόταν χαμηλά στην ελικοειδή σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, και το υπνοδωμάτιο στο οποίο αποσύρθηκε αθόρυβα, το Λινάκι έφθασε τρία τέταρτα αργότερα, οι υπόλοιποι έπεσαν για ύπνο στο υπόγειο, στον καναπέ, και σε πτυσσόμενα κρεβάτια,τέλος, στον δεύτερο όροφο, ένα υπέρδιπλο κρεβάτι θα φιλοξενούσε τον οικοδεσπότη και την Μαρού, ή Ραλλού.

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment