19.1.12

Στη Ρουμανία VI


Κυριακή 18/12/2011, 12:00

ΙΙΙ

Είχε έρθει τρεις φορές να μας πάρει παραγγελία αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το μέρος μου έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Είναι φαν του πατροπαράδοτου μοντέλου «απευθύνομαι στο ίδιο φύλο με το δικό μου ενώ αγνοώ το αντίθετο φύλο ανεξαρτήτως ποιοτικών χαρακτηριστικών» συμπεραίνω σαν από συνήθεια πλέον κι έπειτα από λίγες μέρες που βρίσκομαι στη Ρουμανία.

Αφού είχε περάσει κανά δίωρο την συνάντησα τυχαία βγαίνοντας από την τουαλέτα. Μου χάρισε ένα βλέμμα όλο χαμόγελο. Δεν το ‘λεγες πονηρό (το χαμόγελο), δεν το ‘λεγες και αθώο (το βλέμμα), όχι πως ήταν και ένοχο βέβαια (το βλέμμα). Ας το πούμε φλερτ (βλέμμα + χαμόγελο) με δυο λόγια. Ξέρετε τώρα, το φλερτ που φαντασιώνεται ένας ρομαντικός. Ένα βλέμμα όλο κι όλο που κατορθώνει όμως να ακυρώσει την τυπικότητα μιας νυχτερινής εξόδου. Όπου φλερτ βάλε καλύτερα βλέμμα αποδοχής που εμπεριέχει και τον αρχικό σπόρο ενός φλερτ, μιας αποδοχής που ποθείται ευρέως από λογής λογής ανασφαλή κορίτσια και αγόρια. Ποθείται και από μεσήλικες άνδρες γύρω στα πενήντα φυσικά. Αυτό το περιβόητο βλέμμα αποδοχής δεν σημαίνει και πολλά, εννοείται πως δεν αποτελεί μια wild card στο πιο πολυπόθητο αντικείμενο ολόκληρου του κόσμου, το σώμα του άλλου δηλαδή. Δεν εξασφαλίζει μια καυτή νύχτα σε ξένα σεντόνια. Είναι όμως μια πράξη γενναιόδωρη ειδικά όταν συμβαίνει στο Μετρό, εκεί δηλαδή που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να αποκτήσει η φαντασίωση την παραμικρή υλική απόσταση καθότι κρύο και αποστειρωμένο το σκηνικό. Βέβαια, μέσα στο μπαρ θα μπορούσε θεωρητικά να αποκτήσει υλική υπόσταση η φαντασίωση μου αλλά ετούτο δεν ήταν το αντικείμενο που με απασχολούσε εκείνη τη βραδιά, και τολμώ να υποθέσω, ούε και εκείνη. Δεν ήταν μόνο ότι εργαζόταν, περισσότερο ήταν η σοβαρότητα και η υπεθυνότητα με την οποία εργαζόταν. 

Βρισκόμασταν στο κέντρο του Sibiu, πόλη φυτεμένη στη γη της Τρανσυλβάνιας, άλλωστε. Οι άνθρωποι εδώ, όπως και οπουδήποτε αλλού εδώ που τα λέμε, συνοδεύονται και από τη φήμη τους που άλλοτε κουβαλούν σαν βάρος και άλλοτε σαν περήφανη κληρονομιά. Ο Γερμανός δήμαρχος της πόλης δεν αποτελεί ένα κάποιου είδους παράδοξο, οι Σάξονες έζησαν στη Γη της Τρανσυλβάνιας επί αιώνες. Γερμανική μειονότητα αξιόλογου μεγέθους κατοικούσε στην πόλη μέχρι πολύ πρόσφατα. Έπειτα από αδιάλλειπτη παρουσία αρκετών εκατοντάδων ετών εγκατέλειψαν μαζικά την Τρανσυλβάνια τη στιγμή που άνοιξαν οι πύλες προς τον υπόλοιπο κόσμο το όχι και τόσο μακρινό 1989. Αναρωτιέμαι ποιες να ήταν οι συνθήκες διαβίωσης τους, αν υπήρξαν διώξεις, αν θεωρήθηκαν αναγκαίο κακό, αν η Δυτική τους προέλευση αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Δύομιση χιλιάδες απ’ αυτούς απέμειναν στη χώρα.  Η Χέρτα Μίλερ πάντως την έκανε νωρίτερα, λίγα χρόνια πριν πέσει (από τα μέσα) το καθεστώς Τσαουσέσκου. 

Στο Sibiu γνωρίζω μια άλλη Ρουμανία. Οι ντόπιοι αρέσκονται να σνομπάρουν τους εκ Βουκουρεστίου ορμώμενους, πόσο μάλλον εκείνους που κατοικούν στην Κοστάντζα. Τα μπαρ λειτουργούν με ωράρια Ευρωπαϊκά κι όλοι είναι λιγότερο εκδηλωτικοί. Η στρατιωτική ακαδημία που βρίσκεται στην πόλη μοιάζει να την χαρακτηρίζει. Στο ιστορικό κέντρο όλα είναι τακτοποιημένα και οι εργαζόμενοι που τριγυρνούν στην πόλη φορούν σοβαρά, κρύα προσωπεία. Οι υπάλληλοι στο φούρνο που αγοράζουμε μια τυρόπιτα αποφεύγουν να μιλήσουν αγγλικά, όπως και η πλειοψηφία των κατοίκων άλλωστε. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και στο Tourist Info που βρίσκεται μέσα σε ένα πανέμορφο κτίριο, ένα από τα πολλά στην κεντρική πλατεία της πόλης.Ίσως να ντρέπονται να μιλήσουν σπαστά αγγλικά, ίσως να πρόκειται για μια μίνι επίδειξη τοπικισμού που δηλώνει την προτίμηση του στους ομοεθνείς-ομόγλωσσους. Ίσως να είναι απλά ένα παιχνίδι, ή τέλος, ίσως να μην έχουν συνηθίσει τουρίστες μες στο χειμωνιάτικο. Πράγματι, δεν συνάντησα πολλούς ξένους στους δρόμους μαθαίνω όμως πως το καλοκαίρι οι δρόμοι γεμίζουν από επισκέπτες.

Ένα νέο αεροδρόμιο είναι έτοιμο προς χρήση, αεροδρόμιο που ίσως να εκτινάξει την πόλη στο χρηματιστήριο των προορισμών κλασικής ομορφιάς Κεντροευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ένα μεγάλο ατού του Sibiu στο χρηματιστήριο των τουριστικών προορισμών σίγουρα θα αποτελέσουν οι ιδιαίτερα φθηνές τιμές. Στο Irish pub που συνάντησα την όμορφη σερβιτόρα (είχε όμορφα μακριά ίσια καστανά μαλλιά, skinny look δυστυχώς, το αμακιγιάριστ πρόσωπο της έλαμπε φρεσκάδα) πίνουμε ζεστό κρασί αξιόλογης ποιότητας με μόλις ένα ευρώ. 

Ακουμπάμε τα ποτήρια μας πάνω σε μια παλιά ραπτομηχανή Singer που αποτελεί το τραπέζι μας για απόψε. Το μικρό δωματιάκι στο οποίο κρυβόμαστε είναι γεμάτο από παλαιομοδίτικα στολίδια, είτε καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα είτε πρακτικής χρησιμότητας. Οι θαμώνες συζητούν όλοι χαμηλόφωνα. Δίπλα μας μια παρέα ατόμων λίγο πριν τα τριάντα συζητούν για τις ώρες εργασίας τους. Τα ωράρια κυμαίνονταν από οκτώ έως δώδεκα ώρες. Μοιάζουν όλοι τους down to earth άτομα και πίνουν, τι άλλο, παγωμένες μπύρες. 

Φεύγω χωρίς να την χαιρετήσω γιατί άλλωστε είχε εκπληρώσει ήδη τον ρόλο της στο φαντασιακό μου.



IV.

Στον κεντρικό σταθμό των τρένων του Sibiu. Στην τουαλέτα ζητούν ένα leu για να μπεις να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργο πια, στη Ρουμανία δεν συμφέρει η συχνουρία. Δεν τίθεται δίλημμα φυσικά, η ανάγκη είναι επιτακτική, κάνω βήματα προς τα ενδότερα λοιπόν. Μπαίνω σε ένα μικρό δωματιάκι που οδηγεί προς την τουαλέτα. Στα δεξιά μου παρατηρώ μια ξύλινη καρέκλα με μαξιλαράκι απ' αυτές που βρίσκεις σε παλαιομοδίτικα σαλόνια με μωσαϊκό. Αγγλορουμάνικες λέξεις πετούν στον αέρα (“papier... paper”), σαστίζω για μια στιγμή, “come come” μου λέει ένας κύριος κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του. Ανεβαίνω δύο σκαλάκια και εισέρχομαι στο δεύτερο δωμάτιο-προθάλαμο των ουρητηρίων. Πιάνει ένα ρολό ροζ χαρτί, ξετυλίγει και κόβει γύρω στα δέκα-δώδεκα κουτάκια (σχετικά μεγάλο κομμάτι για το number 1, απελπιστικά μικρό για το number 2). Μου το δίνει στο χέρι. Έχω προλάβει να ρίξω μια ματιά τριγύρω: στην γωνία και στα δεξιά στέκει ένα ψηλό λευκό έπιπλο που στην οροφή του φιλοξενεί μια τηλεόραση 19'' ιντσών η οποία αναπαύεται σε ένα σεμεδάκι, ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος κύριος έχει πάρει έναν υπνάκο σε μια πολυθρόνα, μια δεύτερη πολυθρόνα με θέα τη μικρή οθόνη βρίσκεται στα αριστερά του δωματίου, ένα τραπεζάκι ξύλινο βαστάει τα απαραίτητα (τσιγάρα, τασάκι, αναπτήρας, καφές). Η τηλεόραση παίζει ένα ρεπορτάζ για τον ερχομό του πρώτου χιονιά που όλο έρχεται και όλο δεν φθάνει. 

Έκανα την ανάγκη μου και βγήκα έξω στο κρύο. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως κάποιος ντόπιος με είχε μπάσει στο σπιτικό του, να ζεσταθώ και εγώ λιγάκι.








No comments:

Post a Comment