23.1.12

Στη Ρουμανία VII


Δευτέρα 19/12/2011, 14:00

Sighişoara

I.

Βρισκόμαστε έξω από το σταθμό των τρένων της Sighişoara. Η γύφτισα κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά. Μας πλησιάζει για να ζητήσει λεφτά, λέμε όχι. Έπειτα καθόμαστε σε ένα άβολο πεζούλι όπου και τσιμπολογάμε λιχουδιές από ψωμάκι και τυράκι, λιχουδιές που λέει ο λόγος, άνοστα ήταν. Η τσιγκάνα παραμονεύει τριγύρω, ξεμακραίνει από τους υπόλοιπους και στέκεται μπροστά μας ζητώντας ξανά κάτι, μάλλον πως εννοούσε κανά δυο μπουκιές. Έχουμε μόλις βάλει τη σακούλα μέσα στην τσάντα, λέμε όχι. Μέσα στο σταθμό του τρένου πια, ζεστό καταφύγιο για τους ανέστιους και κατατρεγμένους, σίγουρα λιγότερους στον αριθμό απ' ό,τι στο κοντινό παρελθόν, αγοράζουμε τα εισιτήρια. Κέρματα-ρέστα προσγειώνονται στο γκισέ, συνειδητοποιώ το γεγονός αυτό με τη βοήθεια του κοινού: είναι το προτεταγμένο χέρι προς επαιτεία της ίδιας τσιγκάνας με το ίδιο (;) μωρό στην αγκαλιά. Φορά το πιο αποφασιστικό-πειστικό-προσποιητό προσωπείο μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν άλλωστε η στιγμή της αλήθειας. Ο κρότος των κερμάτινων ron πάνω στο γκισέ ερεθίζει συνειδήσεις.

Στα αστικά κέντρα, στους σταθμούς των τρένων, Τσιγκάνοι και Γύφτοι, Ρομά-νομά, πολιορκούν ανυποψίαστους περαστικούς για ένα κομμάτι από... οτιδήποτε. Ο «αιώνιος Άλλος» της Ευρώπης βρίσκεται έξω από τα τείχη της μεσαιωνικής πόλης της Sighişoara με ένα μωρό στην αγκαλιά. Είναι πάντως λιγότεροι από παλαιότερες εποχές, διάφορα μέτρα έχουν παρθεί, κάποιοι έχουν ήδη αποχωρήσει για άλλες πολιτείες Ευρωπαϊκές με τη Ρουμάνικη υπηκοότητα ανά χείρας.

Στην αποβάθρα του τρένου ένα ανήλικο γυφτάκι από την ίδια φαμίλια μας ζητά επίμονα λεφτά. Φοράει ένα ιδιαίτερα βρώμικο και λεκιασμένο μπουφάν. Το πρόσωπο του είναι σκονισμένο, κατά τόπους μαύρο. Δε θα 'ναι πάνω από 6-7 χρονών. Δεν του δίνουμε λεφτά, αποχωρεί φτύνοντας στην πλάτη μας, στα παλτά μας, στον πολιτισμό μας. Δεν καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα: embedded επιθετικότητα λόγω τρόπου ζωής και ακαταλόγιστο παιδικής ηλικίας κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους ως επαρκείς εξηγήσεις. Αποχωρώντας δεν δείχνουν οργισμένοι πάντως, τα σάλια εκσφενδονίστηκαν από συνήθεια, σαν ένα ακόμα ξεψυχισμένο «παρακαλώ» από την ταμία του σουπερμάρκετ.

Ακολουθεί μια σχετικά άνευρη συζήτηση μεταξύ μας όσον αφορά τους Τσιγκάνους, στη Ρουμανία πιο συγκεκριμένα. Έχω αποφασίσει πάντως πως δεν πρόκειται να λύσω το Τσιγκάνικο αίνιγμα κατά την παραμονή μου στη χώρα. Φέρνω στο νου μου την Άννα Λυδάκη, καθηγήτρια μου στο Πάντειο, η οποία και ξόδεψε κάποια χρόνια επιτόπιας έρευνας μαζί τους. «Έτσι μάλιστα, ίσως κάτι να γίνεται» σκέφτηκα. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να ξαναπιάσω στα χέρα μου το βιβλίο της, «τούτη τη φορά θα 'ναι καλύτερα δίχως τη γελοιότητα της τρίωρης γραπτής εξέτασης» βεβαιώνω τον ευατό μου. 

Μια ηλικιωμένη κυρία ντυμένη στα μαύρα, καλοστεκούμενη, παχουλή, καπάτσα μας ρίχνει βλέμματα συμπάθειας και αλληλεγγύης μετά τα ιπτάμενα σάλια. Πιο δίπλα, μια κοπέλα που ταξίδευε πρώτη θέση παρακολουθεί με συγκατάβαση την συζήτηση όταν αυτή διεξάγεται με όρους περιγραφικούς. Αποχωρεί σιωπηλά χάνοντας το ενδιαφέρον της όταν αναφερόμαστε στο πως θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα.

















No comments:

Post a Comment