Ο θάνατος της Dolores O’Riordan με συγκίνησε αλλά με
καθυστέρηση. Προηγήθηκε ένα διάστημα μερικών ωρών κατά τη διάρκεια του οποίου
αρνήθηκα στον εαυτό μου τη δυνατότητα να με αγγίξει βαθιά το τραγικό νέο στη
βάση της ακόλουθης σκέψης: «έχω να ακούσω Cranberries καμιά δεκαπενταριά χρόνια
και από τότε έχω κάνει update στο γούστο μου». Για λίγες ώρες, είχα πέσει θύμα μιας στερεότυπης
ιδέας περί εξέλιξης, καλυτέρευσης του εαυτού μας, ιδέα που ισοδυναμεί με μίσος
προς τον εαυτό·
καταδικαστήκαμε ερήμην μας να κοιτάμε αποκλειστικά προς
το μέλλον, το επόμενο Σαββατοκύριακο βεβαίως, όχι τον επόμενο αιώνα καθότι αυτό
θα προϋπόθετε τον άμεσο και δραστικό περιορισμό της ατομικής μας παραγωγής
σκουπιδιών, δεν ευνοεί η εποχή τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, ρωτήστε οποιονδήποτε
εργοδότη, η καταδίκη μας ήταν να εξελισσόμαστε διαρκώς σαν να ‘μασταν πλοκή επεισοδίου
τηλεοπτικής σειράς οκτώ και πλέον κύκλων με διαφορετικό σκηνοθέτη κάθε εβδομάδα
και σεναριακή ομάδα η οποία δουλεύει ακόμα και όταν κάνει σεξ με τη σκέψη πως
οι ατάκες που στάζουν οργασμό πιθανότατα θα κάνουν γκελ στους έφηβους
τηλεθεατές, θα ‘ναι βαρίδι στη ζωή μας αν τολμήσουμε να πιστέψουμε πως σε κάθε
νέο έρωτα το πρώτο μας φιλί θα εκλύει ενέργεια που ισούται με πυρηνική έκρηξη,
κλειδώστε την εμπειρία ενός ψυχεδελικού τριπ στο συρτάρι με τις παλιές
φωτογραφίες
πείτε μου όμως, γίνονται ποτέ vintage οι αναμνήσεις; πωλείται
ψυχή στα gift shop;
όπου σκόρπισες την αγάπη σου κάποτε, φύτεψες σπόρο που
γέννησε δέντρο με ρίζα βαθιά, τα δέντρα δεν είναι για να κόβονται, φυτρώνουν μια
και καλή στην παιδική ηλικία και έπειτα γεννάνε κλαδιά, μην τα βαρύνεις με
στολίδια, άστα να μακραίνουν, να ρίξουν φύλλα, ότι περισσεύει δηλαδή, και πάλι
από την αρχή,
τη ρίζα να θυμάσαι μην πειράξεις.