20.2.18

Μια κάποια αργοπορία


Ο θάνατος της Dolores ORiordan με συγκίνησε αλλά με καθυστέρηση. Προηγήθηκε ένα διάστημα μερικών ωρών κατά τη διάρκεια του οποίου αρνήθηκα στον εαυτό μου τη δυνατότητα να με αγγίξει βαθιά το τραγικό νέο στη βάση της ακόλουθης σκέψης: «έχω να ακούσω Cranberries καμιά δεκαπενταριά χρόνια και από τότε έχω κάνει update στο γούστο μου».  Για λίγες ώρες, είχα πέσει θύμα μιας στερεότυπης ιδέας περί εξέλιξης, καλυτέρευσης του εαυτού μας, ιδέα που ισοδυναμεί με μίσος προς τον εαυτό·  

καταδικαστήκαμε ερήμην μας να κοιτάμε αποκλειστικά προς το μέλλον, το επόμενο Σαββατοκύριακο βεβαίως, όχι τον επόμενο αιώνα καθότι αυτό θα προϋπόθετε τον άμεσο και δραστικό περιορισμό της ατομικής μας παραγωγής σκουπιδιών, δεν ευνοεί η εποχή τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, ρωτήστε οποιονδήποτε εργοδότη, η καταδίκη μας ήταν να εξελισσόμαστε διαρκώς σαν να ‘μασταν πλοκή επεισοδίου τηλεοπτικής σειράς οκτώ και πλέον κύκλων με διαφορετικό σκηνοθέτη κάθε εβδομάδα και σεναριακή ομάδα η οποία δουλεύει ακόμα και όταν κάνει σεξ με τη σκέψη πως οι ατάκες που στάζουν οργασμό πιθανότατα θα κάνουν γκελ στους έφηβους τηλεθεατές, θα ‘ναι βαρίδι στη ζωή μας αν τολμήσουμε να πιστέψουμε πως σε κάθε νέο έρωτα το πρώτο μας φιλί θα εκλύει ενέργεια που ισούται με πυρηνική έκρηξη, κλειδώστε την εμπειρία ενός ψυχεδελικού τριπ στο συρτάρι με τις παλιές φωτογραφίες

πείτε μου όμως, γίνονται ποτέ vintage οι αναμνήσεις; πωλείται ψυχή στα gift shop;
όπου σκόρπισες την αγάπη σου κάποτε, φύτεψες σπόρο που γέννησε δέντρο με ρίζα βαθιά, τα δέντρα δεν είναι για να κόβονται, φυτρώνουν μια και καλή στην παιδική ηλικία και έπειτα γεννάνε κλαδιά, μην τα βαρύνεις με στολίδια, άστα να μακραίνουν, να ρίξουν φύλλα, ότι περισσεύει δηλαδή, και πάλι από την αρχή, 

τη ρίζα να θυμάσαι μην πειράξεις.










15.2.18

Νοσταλγία για το μέλλον




 
 
 
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 βρισκόμασταν στο απόγειο της παγκοσμιοποίησης, το soundtrack του millennium δεν θα μπορούσε παρά να είναι ethnic. Πράγματι, όλους τους χώρεσε η βαλίτσα των Buena Vista Social Club, ένα αυτοκόλλητο κολλημένο πάνω της έγραφε «νοσταλγία για το μέλλον». Οι καπιταλιστές απολάμβαναν ethnic Κουβανέζικη μουσική από την προεπαναστατική εποχή. Οι αριστεροί ερχόντουσαν σε επαφή με την ethnic κουλτούρα της Κούβας – από καιρό λατρευτό νησί, σύμβολο της ανυπακοής απέναντι στον Θείο Σαμ. Αλλά αυτά έχει η καλή μουσική – ταξιδεύει τον καθένα μας εκεί που τ’ ονειρεύτηκε. Με τους Buena Vista Social Club, άλλος έκανε σεξ με μια μαύρη καλλονή καπνίζοντας πούρα και πίνοντας Havana Club, κι άλλος φόρεσε T-shirt με τον Τσε εναλλάξ με το patrol cap του Φιντέλ, στο θέατρο του Λυκαβηττού όλα αυτά – το ημερολόγιο έγραφε 3 Ιουλίου του 2000.

Ήταν η δεκαετία του ’90, οι χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ ανήκαν πλέον στον ελεύθερο κόσμο με την υπόσχεση πως σύντομα θα εισέρχονταν κι αυτές στον Παράδεισο της καταναλωτικής ευδαιμονίας (εν τέλει γνώρισαν μόνο το Καθαρτήριο του νεοφιλελευθερισμού)· η καρδιά της φιλελεύθερης Ουτοπίας χτυπούσε πλέον στο μικρό γαλατικό χωριό της Κούβας – μια παρέα από γηραιούς μουσικούς θα είχαν, έστω και λίγο πριν το τέλος, την αναγνώριση που τους άξιζε την οποία είχαν στερηθεί ως (έμμεσο) αποτέλεσμα της επανάστασης των κομμουνιστών. Σύμφωνα με άλλους βέβαια ευθυνόταν το Αμερικάνικο εμπάργκο αλλά κανείς δεν επέμεινε σθεναρά στην άποψη του διότι ζούσαμε το τέλος της ιστορίας· οι πόλεμοι κάθε είδους ήταν και εκείνοι, όπως καθετί άλλο πάνω στη Γη, ένα προϊόν με ημερομηνία λήξης, μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία δεν καταναλώνονταν πλέον παρά αποθέτονταν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας από τον οποίο, υποτίθεται, δεν θα δραπέτευαν ποτέ. Κάποια στιγμή βέβαια ο τενεκές ξεχείλισε από σκουπίδια.

Ήταν ο Wim Wenders εκείνος που μας ανακοίνωσε από την Κούβα την σύζευξη των δύο κόσμων, καπιταλιστικού και πρώην κομμουνιστικού, σε μια Ουτοπία, όπως ο ίδιος μας είχε προαναγγέλει προηγουμένως με τα «Φτερά του Έρωτα» την ένωση της Γερμανίας, λίγο πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Εκείνο που κόπηκε στο μοντάζ, αφού δεν πέρασε τη λογοκρισία της εποχής, ήταν πως και στους δύο γάμους ο γαμπρός θα απαιτούσε από την - παρθένα σε καπιταλιστικά ήθη - νύφη γερή προίκα. Οι νύφες θα αναγκάζονταν να πάρουν δάνειο το οποίο ακόμα ξεπληρώνουν· κάθε δανειακή δόση, κι ένας επιπλέον όροφος στον ουρανοξύστη της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας ο οποίος ολοένα και ψηλώνει, ακόμη κι αν βρίσκεται πάνω σε άμμο:


είμαστε οι κόκκοι της κινούμενης άμμου της ιστορίας – μια μέρα θα τυφλώσουμε τον μονόφθαλμο γίγαντα.  











7.2.18

Cultural Wars

Step down




Στο πλαίσιο της τρέχουσας συζήτησης περί σεξουαλικής παρενόχλησης, ρύθμισης της σεξουαλικής συμπεριφοράς στην πραγματικότητα, υπάρχει μια μειοψηφία η οποία ισχυρίζεται πως αυτό το νέο κοινωνικό συμβόλαιο 

εγγράφεται εντός ενός κοινωνικοπολιτικού πλαίσιου πολιτισμικής αντεπανάστασης (cultural counter-revolution).

Η Γαλλία και οι Η.Π.Α. φαίνεται πως βρίσκονται στο κέντρο της συζήτησης – ο Μακρόν άλλωστε πρόσφατα μίλησε για ‘cultural war’. Για καλό και για κακό, δεν φαίνεται να έχουν πεισθεί όλοι πως ο Πρόεδρος της Γαλλίας μιλούσε για πολιτισμική επανάσταση και όχι αντεπανάσταση.

Η συζήτηση  σχετικά με τον Μάη του 68 έχει ξεκινήσει στη Γαλλία εδώ και χρόνια. Ο Σαρκοζύ δήλωνε ήδη από το 2008, χρονιά εκκίνησης της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης των κοινωνιών του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου, πως η χώρα του πρέπει να αφήσει πίσω της την επιβλαβή για την Γαλλική κοινωνία κληρονομιά του 68 (αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε “moral and intellectual permissiveness”)[1]. Λίγους μήνες πριν τα 50χρονα του Μάη του 68, ο Μακρόν εμφανίζεται αναποφάσιστος για τον αν θα πρέπει να τιμήσει δημόσια αυτήν την κληρονομιά, αμφιθυμία η οποία αποκαλύπτει ένα παράδοξο: 

από τη μία πλευρά ο Πρόεδρος αναφέρεται σε έναν «πολιτισμικό πόλεμο» για την ισότητα των δύο φύλων, πόλεμος ο οποίος μένει να κερδηθεί προς όφελος των γυναικών, ενώ από την άλλη πλευρά φαίνεται να αμφιταλαντεύεται για την κληρονομιά του Μάη του 68, κοσμοϊστορικό συμβάν άλλωστε εντός του του οποίου εγγράφεται η εκκίνηση του φεμινιστικού κινήματος στη Γαλλίας, όπως το γνωρίζουμε έως τις μέρες μας.[2]
 
Και στις Η.Π.Α. όμως γνωρίζουν από cultural wars – ένας τέτοιος διεξήχθη στη δεκαετία του ‘60 και οι Ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν (ορθά) πως τον έχασαν. Η ήττα σηματοδότησε, σύμφωνα με τους συντηρητικούς αναλυτές, μια σειρά από ανεπιθύμητες για το Αμερικάνικο έθνος κοινωνικές μεταβολές τα αποτελέσματα των οποίων έβλαψαν, και συνεχίζουν να βλάπτουν, ανεπανόρθωτα τη χώρα. Ο Πρόεδρος Κλίντον, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του ήταν παιδιά των ‘60s, έγινε το σύμβολο της ήττας των συντηρητικών – ένας σεξουλιάρης χασισοπότης στην εξουσία. 

Την περίοδο της προεδρίας του Μπους,  την εποχή των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η Αμερική ομολογουμένως έστρεψε το βλέμμα της προς το εξωτερικό. 

Είναι η περίοδος της προεδρίας του Τραμπ μια μεγάλη ευκαιρία πολιτισμικής αντεπανάστασης (δεδομένου και του reckless χαρακτήρα του Τραμπ) η οποία θα ρυθμίσει προς όφελος των πουριτανών ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;

Ο Olivier Roy έγραψε πρόσφατα για την μετατόπιση της συζήτησης, στις Η.Π.Α. κυρίως, από την κοινωνικά κατασκευασμένη θέση του άντρα στο πέρασμα των αιώνων, στη φύση του άντρα η οποία παρομοιάζεται με εκείνη του γουρουνιού[3]

Το ερώτημα που προκύπτει είναι μάλλον εύλογο: 

η γουρουνοποίηση της φύσης του άντρα δύναται να εγγραφεί εντός ενός κοινωνικοπολιτικού πλαισίου πολιτισμικής επανάστασης ή μήπως το αντίθετο;