29.4.09

Μια καλημέρα είναι αυτή, πεσ’ την κι ας πέσει χάμω ( ή μήπως καλύτερα να το βουλώσεις;)...


 



 Είναι γεγονός πως έχω σταματήσει να ‘καλημερίζω’ αδιακρίτως. Υπήρξε μια μεταβολή μέσα μου, το παλιό σχέδιο της ‘επίθεσης ευγενείας’ σε βαριεστημένους υπάλληλους (ιδιωτικούς, δημόσιους, part-time, εποχιακούς και λοιπούς ανασφάλιστους) πήρε αναβολή (ίσως και να οδεύει προς την οριστική ματαίωση του).
 Η αλήθεια είναι πως στην Ολλανδία, κάνω τα στραβά μάτια∙ η περίπτωση να μου απαγορευτεί η είσοδος στο όποιο supermarket ή φαγάδικο απαφασίσω να αγνοήσω τον χαιρετισμό-καλωσόρισμα του εκάστοτε υπαλλήλου-μαγαζάτορα, φαντάζει στα μάτια μου ένα σενάριο, ουχί και επιστημονικής φαντασίας θα έλεγα.
 Στην Αθήνα, τα πράγματα είναι διαφορετικά: μυριάδες φορές η ‘Καλημέρα!’ μου, ή η ‘Καλησπέρα!’ μου ή, τέλος, το ακόμα πιο chic ‘Καλό βράδυ!’ έχουν μείνει να αιωρούνται μετέωρα στον (βρώμικο) αέρα, σαν τα ερωτήματα για την απόπειρα δολοφονίας του αστυνομικού τις προάλλες, ένα πράμα.
 Η συνειδητή απόφαση να απαγορεύσω στον εαυτό μου να μεταχειρίζεται τρόπους καλής συμπεριφοράς στις τυπικές συνδυαλλαγές  της καθημερινότητας δύναται να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους:
1.    Η ‘ρομαντική’, ανθρωπιστική διάθεση εκ μέρους μου να χτίσω γέφυρες επικοινωνίας με ανθρώπους με τους οποίους δεν έχω να μοιραστώ κάτι κοινό αλλά και οι οποίοι δεν θα μου ‘χρησιμεύσουν’ ποτέ και πουθενά στη ζωή μου (το πιο πιθανό είναι να μην τους ξαναδώ) απέτυχε οικτρά. Η ‘ήττα-σφαλιάρα’ με προσγείωσε ανώμαλα στην πραγματικότητα∙ μια πραγματικότητα γκρίζα, με τον Αττικό ήλιο (sic), και την ευεξία ψυχής που αυτός προσφέρει να αποτελεί μονάχα ένα ‘παραμύθιασμα’ που τονίζει ακόμα πιο έντονα τη απουσία ζωντάνιας και συναισθηματικής δεκτικότητας των Αθηναίων.
2.    Γέρασα και παραξένεψα.
3.    Δεν πιστεύω πλέον στην έννοια του ‘καλού.’
4.    Η εμμονή μου να μεταφράζω τις ανθρώπινες σχέσεις σ’ ένα δίπολο εξουσίας με οδήγησε σε μια ορθή απόφαση: αρνούμενος την εξουσία που μου αναλογεί σε μία σχέση υπάλληλου-πελάτη, αρνούμενος να εισέλθω σ’ ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο θα είμαι ο νικητής (θα φύγω ευτυχισμένος με μία ζεστή τυρόπιτα στο χέρι ενόσω αυτός θα μείνει μπροστά από έναν καυτό φούρνο κατηγορώντας τη ‘τύχη’ του) επιχειρώ να αποδομήσω τις κατεστημένες ψυχοφθόρες (μη) σχέσεις μεταξύ ίσων ανθρώπινων όντων.
Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις: η έμφυτη ευγένεια που με διέπει σαν άνθρωπο (δεν περιαυτολογώ καθότι πολύ απλά δεν το θεωρώ ουσιαστικό πλεονέκτημα ή προσόν, ειδικά τούτη την περίοδο, μια περίοδο που με ενέπνευσε να συγγράψω αυτό το κείμενο-καταπέλτη κατά των ‘καλών τρόπων’) με οδηγεί ανεπαίσθητα πολλές φορές σε γλυκαλάνατες (ή αναζωογονητικές, όπως το πάρει κανείς) σύντομες, μα όχι και κοφτές,  κεφάτες χαιρετούρες με διάφορους συνανθρώπους μου. Αυτό συμβαίνει συνήθως στον φούρνο της γειτονιάς μου, σε ψιλικά στα πέριξ των Εξαρχείων, σε μικρομάγαζα στην Δάφνη, σε παλαιο-βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Οπότε καταλήγουμε σε μια πέμπτη περίπτωση-εξήγηση της αρνησικυρίας της ‘Καλημέρας’:
5.    Αποδέκτες της άρνησης μου κατά κύριο λόγο είναι οι υπάλληλοι-βαριεστημένοι-διαικπεραιωτές σε μαγαζιά αλυσίδες, είτε fast-food, είτε βιβλιοπωλεία-lounge café, είτε καταστήματα ρούχων-παράγουμε ρέπλικες ανθρώπων με μόνο € 6.99 είτε τέλος, supermarket με τους υπαλλήλους στο ταμείο να αποτελούν την κορωνίδα της μισθωτής-εργασίας σκλαβιάς που σε αφήνει λειψό.

 Μια άλλη σκέψη που με απασχολεί επίσης, είναι η συχνότητα της ‘Καλημέρας’ έναντι της ‘Καληνύχτας’. Παρατηρώντας την συντριπτική αριθμητική ήττα του ‘Καληνύχτα’ η οποία εκτός των άλλων συνήθως απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε άτομα φιλικά προς εμάς, και όχι σε άγνωστους περιπτεράδες που μας τροφοδότησαν με λίγο ακόμη καπνό ώστε να πάνε κάτω οι... σκέψεις, φθάνουμε σ’ ένα ακόμα αυθαίρετο συμπέρασμα: η ευχή να έχουμε μια καλήν ημέρα, είναι μια φενάκη.

 Έχοντας γνωρίσει τις συντριβές και τις ματαιώσεις μιας ακόμα ρουτινιάρικης ημέρας της καθημερινότητας, πολύ απλά αρνείσαι να επαναλάβεις το ίδιο λάθος, λίγο πριν πας για ύπνο. Οι φίλοι σου, ή η παρέα που σε συνόδεψε σε μία ακόμη ανελέητη κατάποση αλκοόλ, ίσως και να αξίζουν αυτή τη Καληνύχτα. Οι άλλοι, μάλλον πως όχι.







Εδώ ανασχηματισμός: ακίνητοι όλοι.












 



Τα πράγματα είναι σοβαρά: ‘μηδενική ανοχή’ εξήγγειλαν οι αρμόδιοι της Κυβερνήσεως, μια πρώτη γεύση δόθηκε στο περιθώριο του πανεκπαιδευτικού συλλαλήτηριου στις 09-01.
Ενόσω κατά την διάρκεια της διαμαρτυρίας τα πράγματα κύλησαν σχετικά ομαλά, το μήνυμα στάλθηκε αμέσως μετά. Συλλήψεις δικηγόρων κατά παραβίαση κάθε νομιμότητας, προπηλακισμοί δημοσιογράφων και παρεμπόδιση της εργασίας τους (καταγραφή των γεγονότων, δηλαδή) και φυσικά εκφοβισμός και τραμπουκισμοί σε συνήθως ανυποψίαστους ή και νόμιμα διαμαρτυρόμενους πολίτες.
Τα γεγονότα στην Ασκληπιού είναι αποκαλυπτικά (επίθεση στη καθιστική διαμαρτυρία, ξυλοδαρμός τραυματία, συλλήψεις στην «τύχη», ακόμα και γιατρούς παρακείμενου νοσοκομείου «στοχοποίησαν») ενώ στην ΓΑΔΑ η παραβίαση κάθε νομιμότητας όσον αφορά τα νόμιμα δικαιώματα των δικηγόρων προς υπεράσπιση των συλληφθέντων, ξεπέρασε κάθε (;) προηγούμενο.
Τα Μ.Μ.Ε. αποσιώπησαν το σύνολο των γεγονότων και μένουν μονάχα οι επίσημες καταγγελίες δημοσιογράφων και του δικηγορικού συλλόγου να αποκαλύπτουν την αλήθεια. Η ΕΡΤ σε πλήρη αρμονία με την κυβερνητική «γραμμή» πλάσαρε το παραμυθάκι του ανασχηματισμού στους φιλήσυχους πολίτες που ανησυχούν καθήμενοι στον αναπαυτικό τους καναπέ, μήπως και η μυρωδιά των χημικών ξεφύγει από την οθόνη και τους αναγκάσει να αλλάξουν δωμάτιο (και κατά συνέπεια περιοριστούν στην δεύτερη, μικρότερη οθόνη του σπιτικού τους).
Το κίνημα έχει ήδη χτυπηθεί αποτελεσματικά από την, κατά την κοινή λογική, προβοκατόρικη κατασκευή μιας «πραγματικότητας» όπου οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Τα γεγονότα συνδέονται, και ο πυροβολισμός κατά του αστυνομικού πρέπει να συνδεθεί με τα άλυτα «μυστήρια» των πυροβολισμών σε Περιστέρι, στην κλούβα των ΜΑΤ, και κατά του συρμού του ΗΣΑΠ, σ’ ένα όργιο παραπληροφόρησης, απόκρυψης της αλήθειας και αυθαίρετων (βολικών) συμπερασμάτων.
Το μήνυμα στους «συμπαραστάτες» των διαμαρτυρόμενων ήταν σαφές: οι εικονολήπτες θα τραβούν ότι η αστυνομία επιθυμεί και τα δημοσιογραφικά συνεργεία θα λειτουργούν όπως σε συνθήκες πολέμου (θα τους καλούμε, θα στέκονται πίσω μας, θα καταγράφουν, και θα προβάλλουν ότι εμείς επιθυμούμε, π.χ. το «αντικειμενικό» ρεπορτάζ του MEGA τη βραδιά της επιδρομής στα Εξάρχεια: «το MEGA παρακολούθησε λεπτό προς λεπτό την επιχείρηση της αστυνομίας στα Εξάρχεια προς αναζήτηση υπόπτων από την πρώτη στιγμή», οι τηλεθεατές όμως παρακολούθησαν μια λογομαχία αστυνομικών με θαμώνες καφετέριας∙ οι εισβολές σε bar, σπίτια, οι απειλές και ο εκφοβισμός τυχαίων περαστικών, οι προσαγωγές, η απαγορεύση εισόδου-εξόδου των κατοίκων στις οικίες τους επί πολλές ώρες, δεν καταγράφηκαν). Όποιος δεν σέβεται τις εντολές μας, θα τιμωρείται παραδειγματικά: το κύμα βίας προς τους δημοσιογράφους τρομάζει, η συναίνεση προς τις κυβερνητικές προσταγές για καταστολή πρέπει να επιτευχθεί πάση θυσία.
Η «νόμιμη» διάρρηξη στο σπίτι μιας δικηγόρου, με τόπο κατοικίας το ‘άβατο’ (για ποιους άραγε; Ίσως να εννοούν αυτούς που δεν επιθυμούν να το επισκεφθούν για λόγους «αισθητικούς»∙ κατά τα άλλα είναι μια φοιτητική γειτονιά, αρκετά πιο φιλόξενη από πολλές άλλες ) των Εχαρχείων προ ημερών, δικηγόρου που έχει αναλάβει υποθέσεις διωχθέντων του κρατικού μηχανισμού καταστολής, καθώς και οι αναίτιες συλλήψεις 18 (!) δικηγόρων στα παρελειπομένα του συλλαλητηρίου, είναι συμβολικές κινήσεις που αποσκοπούν να περιθωριοποιήσουν πλήρως το κίνημα διαμαρτυρίας. Κατόπιν, μπορούν να το τσακίσουν με την ησυχία τους.
Το Κ.Κ.Ε. σε πλήρη αρμονία με την απαραίτητη κατασκευή κοινού μετώπου όλων των δυνάμεων αποπροσανατολισμού και ελέγχου, διοργάνωσε την ίδια ώρα με το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο ένα... «αντι-συλλαλητήριο» με πρόσχημα τα αίσχη των Ισραηλινών.
Η κατάσταση είναι επικίνδυνη∙ σε άρθρο του BBC φιλοξενούνται δηλώσεις αγανακτισμένης Αθηναίας με το όνομα Μυρτώ Δρακοπούλου η οποία όπως δηλώνει ‘We are the silent majority, we dont want this rebellion […] I have talked to many people of my generation and they look back on the dictatorship with some nostalgia because we had a quiet life.’ Το άρθρο του BBC φέρεται να «επικυρώνει» το παραλήρημα της κ. Δρακοπούλου μέσω του τίτλου του: ‘Was dictatorship better than the rise of anarchy?’ (!!)
Τα γεγονότα τα οποία ζούμε δεν αφορούν φυσικά μόνο την Ελλάδα, αποτελούν μέρος της παγκόσμιας νέας (post 9/11/01) πραγματικότητας. Το μέλλον πάντως, φαντάζει ζοφερό αν λάβουμε υπόψην μας τον δραστικό περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς αντίσταση στα πιο «προηγμένα» κράτη της υφηλίου...

Γιάννης Οικονομίδης: Το ελληνικό σινεμά δεν «αγγίζει» τίποτα.


Τη Πέμπτη 12 Ιουνίου, τελευταία βραδιά για τις «Μέρες Κινηματογράφου», ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Το Master Class του δημιουργού των "Σπιρτόκουτο" και "Η Ψυχή στο Στόμα" είχε τίτλο «Ο κινηματογράφος μπορεί να ζωντανέψει το όνειρο».

Ο Οικονομίδης έσπευσε να ξεκαθαρίσει τη θέση του εξαρχής: "Το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου δεν είναι οι παραγωγοί, αλλά τα σενάρια. Δε δαγκώνουν οι παραγωγοί, στην πραγματικότητα κάνουν «κρα» για σενάρια, απλά η «πίστα» είναι μέτρια." Κατόπιν, ανέφερε, " Το σενάριο είναι το βασικό σε μια ταινία. Στην Ελλάδα όλοι ενδιαφέρονται για την πλανοθεσία. Η δραματουργία όμως, κατά την άποψη μου, είναι το πρώτιστο σε μια ταινία."

Ύστερα, μιλώντας για το σινεμά σήμερα δήλωσε πως, "Πριν από 15 με 20 χρόνια ήταν πολύ πιο δύσκολο να γυρίσεις μια ταινία. Με τη ψηφιακή τεχνολογία πλέον, μπορείς άνετα με επιμονή και λίγη τύχη, να δημιουργήσεις." Μιλώντας για το Ελληνικό σινεμά γενικότερα, ο Οικονομίδης ήταν λάβρος: "Ο Ελληνικός κινηματογράφος είναι μια «μεταφορά». Ποτέ δεν «αγγίζει», παρά μόνο θυμίζει κάτι."

Καυστικός και ρεαλιστής, ο Οικονομίδης έχει εν μέρει δίκιο. Πράγματι, το ελληνικό σινεμά μοιάζει να μην αφουγκράζεται την πραγματικότητα. Σκηνοθέτες όπως ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, ο Νίκος Γραμματικός και ο Γιάννης Οικονομίδης τολμούν και καταγράφουν την παθογένεια της (σημερινής) κοινωνίας . Στο σύνολο του ωστόσο, το Ελληνικό σινεμά ξεχνά (;) να ασχοληθεί με το τι συμβαίνει σήμερα: να ‘ναι καλά η μαύρη επταετία της χούντας.

Όσον αφορά όμως την προτίμηση του υπέρ του story και έναντι της φόρμας, υπάρχει ισχυρός αντίλογος. Ο Peter Greenaway έχει δηλώσει – ορθότατα – πως το σινεμά σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εικονοποίηση μυθιστορημάτων. Με άλλα λόγια, μπορεί στην ελληνική πραγματικότητα η θέση του Οικονομίδη να έχει ισχύ, αν εξετάσουμε γενικότερα το θέμα όμως, η θέση αυτή αποδυναμώνεται. Στο σύγχρονο σινεμά αυτό που παρατηρείται είναι η έλλειψη από εικονοκλάστες δημιουργούς που με όχημα τη βάση, τον κορμό της 7ης τέχνης – την εικόνα δηλαδή – πλάθουν και αφηγούνται την ιστορία της ταινίας. Δημιουργούς που προτιμούν να αφαιρούν παρά να προσθέτουν, να υπαινίσσονται παρά να κραυγάζουν.

Στο κλείσιμο της βραδιάς ο Οικονομίδης έδωσε μια συμβουλή προς τους σπουδαστές: "Διαβάστε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα∙ αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μάθετε τι είναι αφήγηση, πλοκή και πως δημιουργούνται οι χαρακτήρες..."

Καταργώντας τα εσώρουχα∙ αντι-Χριστουγεννιάτικες σκέψεις στην post- «Δεκεμβριανή» Αθηναϊκή πραγματικότητα.


Η μεγάλη κάψα του αγώνα σιγά σιγά υποχωρεί. Η ηδονή της διαδήλωσης, η απόλαυση της αντίστασης, παραχωρούν τη θέση τους στην μεταβατική περίοδο του σκεπτικισμού, της αναθεώρησης αλλά και της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων ύπαρξης σου.

Τα Χριστούγεννα ανέκαθεν δεν με ξετρέλαιναν, πολλά φώτα, πολλά ψώνια, πολλά χαζοχαρούμενα γελάκια μεταξύ αγνώστων στην πλατεία Συντάγματος, και φυσικά πολλά φιλιά μεταξύ συγγενών την παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Προτιμώ ένα μικρό σκοτεινό δώμα σε μια ταράτσα της Αθήνας με ένα κίτρινο φως να τρεμοπαίζει (όχι και πολύ, είναι σπαστικό), την τρομπέτα του Miles Davis να ξεχύνεται από το laptop (τι περιμένατε να πω, πικάπ; Όχι, δεν είμαι retro), και λίγο ψωμί με μαγιονέζα (και ένα κομμάτι τυρί, αν υπάρχει).

Ίσως να μην ήταν από πάντοτε έτσι∙ ειλικρινά δεν θυμάμαι. Τούτα τα Χριστούγεννα δεν με ενδιαφέρουν καθόλου, και αυτό είναι που μετράει. Δεν με ενδιαφέρει να πάω σε κάποια συναυλία καθότι «μεθυσμένος» ακόμα από τις μελωδίες που έφτασαν στα αυτιά μου όταν ήχησαν οι «σάλπιγγες του πολέμου» των Δεκεμβριανών.

Δεν με ενδιαφέρει να δω ένα θεατρικό σε κάποιον αποστειρωμένο χώρο όπου ζευγαράκια σφίγγουν σφιχτά τα χέρια τους, δήθεν από έξαψη αλλά στην πραγματικότητα από αναζήτηση αλληλοϋποστήριξης στις δύσκολες στιγμές που περνάνε: ‘δεν πηγαίναμε καλύτερα για Ιταλικό;’

Σάββατο πρωΐ, οι καταναλωτές της Ερμού κατά την διάρκεια της εβδομαδιαίας εκτόνωσης των ορμών τους στα πολυκαταστήματα βρέθηκαν αντιμέτωποι με «πτώματα»∙ φοιτητές της δραματικής σχολής βρέθηκαν στους δρόμους τοποθετώντας στο πεδίο της πραγματικότητας τις «ανησυχίες» τους. Παλαιές πρακτικές, διαχρονικές, ψευδο-διλλήματα περί πρωτοπορίας και αυθεντικότητας όμως, είναι παραπλανητικά.

Στους δρόμους και στις πλατείες, στα θέατρα και στους συναυλιακούς χώρους, στα café και στα αμφιθέατρα, η απορρύθμιση της κανονικότητας, η διατάραξη της καταναλωτικής ευδαιμονίας, μένει να επιχειρηθεί.

Η ανάμνηση του Γιώργου Βέλτσου να μιλάει για ανθρώπους που δεν φορούν εσώρουχα, για την ηδονή της τριβής των γεννητικών οργάνων με το jean, τέλος, για την ηδονή του να στέκεσαι στο λεωφορείο, να μην φοράς εσώρουχα, να παρατηρείς τον διπλανό σου και να ηδονίζεσαι στη σκέψη ότι δε φοράς εσώρουχα, συντροφεύει την ελευθεριότητα, αντι-κανονικότητα των ονειροπαρμένων σκέψεων μου. Αποτέλεσμα: ένας Λόγος που αποτελεί προϊόν μιας ονείρωξης, μια λάβα που ρέει χωρίς να είσαι σε θέση να την ελέγξεις, που σε αφήνει κατάπληκτο και ακόμα και όταν γυρίσεις πλευρό, συνεχίζεις να το σκέπτεσαι.

Η οικονομική κρίση έρχεται και η «ορθολογικότητα» μοιάζει πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ. Για δες καιρό που διάλεξε να με κερδίσει η ποίηση...

2ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ + Αναπηρία.


Πραγματοποιήθηκε 21 με 23 Ιουνίου το 2ου Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ + Αναπηρία στο Μουσείο Μπενάκη. Δύσκολο εγχείρημα εξ’ ορισμού μιας και μια θέμα σαν αυτό απαιτεί λεπτό χειρισμό και διακριτική-ψύχραιμη προσέγγιση. Επίσης, προσφέρεται για εμπορική κατανάλωση∙ όλοι επιθυμούν να προβάλλουν τις ευαισθησίες και την ανθρωπιά που τους χαρακτηρίζει.

Πράγματι, στην τελετή έναρξης και με τις κάμερες παρούσες το (κινηματογραφικό) φεστιβάλ θύμισε λίγο από κοσμική εκδήλωση με φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Η παρουσία του Σπύρου Παπαδόπουλου σε ρόλο οικοδεσπότη σε συνδυασμό με την ανάγνωση του μηνύματος του Προέδρου της Δημοκρατίας, προσέθεσε στη βραδιά μια χροιά τηλεοπτικού gala «υψηλών προσκεκλημένων».

Πρώτος απηύθυνε έναν χαιρετισμό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Θοδωρής Ρουσόπουλος. Η ξύλινη γλώσσα που χρησιμοποίησε και το... όχι ακριβώς λαμπερό χαμόγελο που φορούσε, ήταν αρκετά για να σε κάνουν να θέλεις να σβήσουν τα φώτα και να αρχίσουν το σντομότερο οι προβολές. Η Aimee Mullins, αθλήτρια-ηθοποιός και μέλος της κριτικής επιτροπής, άτομο με ειδικές ανάγκες και η ίδια, μίλησε για το φεστιβάλ και την αξία του να αγωνίζεσαι. Στον ίδιο τόνο και ύφος, μίλησε και η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ, Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού.

Η βραδιά ζωντάνεψε από την παρουσία του 12χρονου Ινδού, Kishan Shrikanth, μια ταινία του οποίου συμμετείχε στο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Ο Shrikanth είναι ο νεότερος σκηνοθέτης στον κόσμο, γύρισε το "Care of Footpath" σε ηλικία μόλις 10 ετών! Ένα σχόλιο του - με την αθωότητα της παιδικής του ηλικίας να μην αφήνει χώρο για συναισθηματισμούς - συμπύκνωσε την ουσία: παίζοντας με τη σειρά των λέξεων ability – disability – capability, σκιαγράφησε την πορεία που ένας άνθρωπος με ειδικές ανάγκες οφείλει να τις διαχειριστεί, μετατρέποντας την αναπηρία του σε ικανότητα.

Τις εντυπώσεις κέρδισε και η Amy Line. Πολυταξιδεμένη φωτορεπόρτερ (Ινδία, Κένυα, Αγκόλα, Γουατεμάλα, Φιλιππίνες), η απαράμιλλης ομορφιάς νεαρή Αμερικανίδα ήταν λιτή και περιεκτική στο λόγο της. Στο video που προβλήθηκε - μια συρραφή φωτογραφιών από τα ταξίδια της - ο φακός της εστίασε (με ευαισθησία), κυρίως σε μικρά παιδιά.
Όσον αφορά τις ταινίες, από τις απογευματινές προβολές στο Αμφιθέατρο ξεχώρισε το πολωνικό "Cripple_38" του Adam Leniec, ενώ η ελληνική συμμετοχή με το "Δύναμη που Ξεπερνά τον Άνεμο" του Αλέξανδρου Παπαηλιού, ήταν η πιο αδύναμη.

Τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ στα πλαίσια ενός σύντομου αφιερώματος με τίτλο Αναπηρία - Πόλεμος - Περιβάλλον, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ "Half Life: A Parable for the Nuclear Age" του Dennis O' Rourke (1986). Το 1954 οι Η.Π.Α. έκαναν μια πυρηνική δοκιμή με το κωδικό όνομα "Castle Bravo" στη περιοχή των νήσων Marshall. 239 κάτοικοι των νησιών εκτέθηκαν σε ραδιενέργεια (καθώς επίσης και 28 Αμερικάνοι και 23 Ιάπωνες). Οι αρρώστιες και ο θάνατος έμμελε να είναι η μοίρα των νησιωτών στα επόμενα χρόνια. Η ταινία παραθέτει στοιχεία που στοιχειοθετούν μια συνομωσία: οι αυτόχθονες κάτοικοι ήταν τα πειραματόζωα της αμερικάνικης κυβέρνησης. Με κωδικό όνομα Project 4.1, οι Αμερικάνοι διεξήγαγαν πολύχρονες – μυστικές μελέτες – στους κατοίκους με σκοπό τη κατανόηση των επιπτώσεων της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό.

Μετά το τέλος της ταινίας, ακολούθησε μια συζήτηση με κεντρικό ομιλητή τον Roland Oldham. Με καταγωγή από την Γαλλική Πολυνησία, ο Oldham είναι πρόεδρος της οργάνωσης “Moruroa e tatou” που μάχεται για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης σχετικά με τις πυρηνικές δοκιμές που έκανε η Γαλλία στην περιοχή. Δοκιμές που έσπειραν θάνατο και καταστροφή για τους ντόπιους.

Με το γαλλικό κράτος να κρατάει κλειστούς τους φακέλους της υπόθεσης, η κλονισμένη υγεία πολλών ντόπιων εργαζόμενων στη φάμπρικα των πυρηνικών δοκιμών της Γαλλικής κυβέρνησης μάλλον πως θεωρείται κάτι σαν παράπλευρη απώλεια: κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πιθανότητα να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι εξασθενίζει. Ο Oldham, κάνοντας μια αναγωγή με την ταινία που προηγήθηκε, στηλίτευσε την υποκρισία των μεγάλων δυνάμεων κάνοντας λόγο για μια μετάβαση από τον όρο «environmental distraction» στον όρο «environmental crime». Με τη λύση της πυρηνικής ενέργειαςνα προωθείται ως απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη, το θέμα αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο.





Ψήγματα αλήθειας: η «γενιά των 700 ευρώ» και ο Ρασκόλνικοφ.






Συνηθίζεται να λέμε πως "η αλήθεια κρύβεται στον/στους/..." με τις απαντήσεις φυσικά να διαφέρουν ανάλογα την περίσταση. Μπορεί να αναφέρεσαι στον Marx, στον Kafka, στον Bergman ή ακόμα και στους… Sex Pistols.
Η αλαζονεία μιας τέτοιας έκφρασης καθώς και η ολοφάνερη εξουσιαστική της λειτουργία (δεν υπάρχει μια αλήθεια, αλλά ούτε και πολλές, υπάρχει μονάχα η άγνοια μας που αγκιστρώνεται πάνω σε ψήγματα αλήθειας∙ ψήγματα αλήθειας που αναλαμβάνουν το ρόλο να γίνουν η αναγκαία πυξίδα ώστε να μην «καταντήσει» ο άνθρωπος μια κινούμενη βόμβα υπαρξιακού άγχους αλά Ρασκόλνικοφ) την καθιστούν απαγορευτική για οιονδήποτε σέβεται τον εαυτό του.
Φυσικά, αν είσαι βιαστικός ή επιθυμείς διακαώς να τερματίσεις μια ατελέσφορη (άρα και ψυχοφθόρα) συζήτηση δικαιούσαι να την χρησιμοποιήσεις. Αν προσπαθήσεις να πείσεις έναν από τους λεγόμενους νοικοκυραίους ότι δε χάθηκε δα και ο κόσμος που καταστράφηκαν ορισμένες βιτρίνες ή μια πρωτοετή φοιτήτρια των ΤΕΦΑΑ με καταγωγή από τη Πάτρα άρτι αφιχθείσα στην πρωτεύουσα, ότι δεν είναι τραγωδία που τα H&M που βρίσκονται στο κέντρο δε λειτουργούσαν τις ημέρες των Χριστουγέννων λόγω εξεγερσιακής βίας ή τέλος, ένα μέλος της... «γενιάς των 700 ευρώ» (μια ακόμη ταμπέλα τηλεοπτικής ευκολίας άνευ χρησιμότητας), με άλλα λόγια έναν διαδηλωτή που ακόμα «πιστεύει» (ή θέλει να «πιστεύει» για κάποιους λόγους) στην έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην προσπάθεια του να μην φανεί... ακραίος, ενώ την ίδια στιγμή απλά διατυπώνει την ημιμάθεια του και αποδεικνύει τη δειλία του, μπορείς κάλλιστα να χρησιμοποιήσεις την εξής έκφραση: "η αλήθεια βρίσκεται στην αντίσταση" (αν χτυπήσεις και το χέρι σου στο τραπέζι ακόμα καλύτερα∙ αν μάλιστα χυθεί λίγος καφές από το φλυτζάνι σου, τότε έχεις πετύχει τον σκοπό σου).
Απώτερος σκοπός: να καταφέρεις να ξεγλιστρήσεις από τους σκόπελους μιας ανώφελης συζήτησης η οποία μετατρέπει τα ψήγματα της αλήθειας στα οποία στηρίζουμε την ύπαρξη μας σε ψίχουλα τα οποία δεν είναι ορατά σε γυμνό μάτι. Η κατάσταση είναι από μόνη της αρκούντως δύσκολη, άλλωστε: ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του αλλά και τον κόσμο... μέσα του σε ένα ποσοστό που προσομοιάζει με το εμβαδόν που καλύπτει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας το φως που εκπέμπει ένας φάρος. Μια σταγόνα στον ωκεανό, δηλαδή.
Η εικόνα ενός ταλαίπωρου, περιπλανώμενου, βυθισμένου σε μύχιες σκέψεις Ρασκόλνικοφ, να αμφιταλαντεύεται μεταξύ Ηθικής και Νόμου αναζητώντας την δική του αλήθεια (αυτή που θα βρει μέσω Θείας επιφοίτησης αλλά η ζωή δεν είναι βιβλίο, αλλά και ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι βιβλίο αλλά ζωή, οπότε το πράγμα περιπλέκεται) είναι ένα ζοφερό παράδειγμα προς... μίμηση, αν λάβουμε υπόψην μας την αναπόδραστη πραγματικότητα τούτης της ζωής που θέλει τα αγαθά να κόποις κτώνται.
Από τα ξεροκόματο αλήθειας που του αναλογούσε, ο Ρασκόλνικοφ κατόρθωσε μετά κόπων, φόνων, φθόνων και βασάνων να φθάσει στη δική του Γη της Επαγγελίας (το γεγονός ότι αυτή τον... βρήκε στην φυλακή μπορεί να αποδοθεί στις πραγματιστικές διαθέσεις του Ρώσου συγγραφέα). Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ∙ αρκεί μονάχα να μην δειλιάσεις στη θέα του απύθμενου σκότους που απλώνεται μπροστά σου...


Αθήνα – Άμστερνταμ: δύο κόπιες δρόμος.



Θέμα σύγκρισης δεν τίθεται. Το Amsterdam πρόκειται για μια multicultural πόλη που αποτελεί πόλο έλξης προς κάθε ενδιαφερόμενο από κάθε σημείο του πλανήτη (179 εθνικότητες είναι αυτές)∙ η Αθήνα είναι μια επαρχιακή πρωτεύουσα που αδυνατεί να αποφασίσει αν ανήκει εις την Δύσην (αυτή είναι και η γοητεία της, άλλωστε). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως μια μεταμπαλάδευση γνώσης αλλά και... τακτικής, απαγορεύεται.

Η πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στη πόλη, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα (πολύ σημαντικό∙ το Rotterdam καθώς και η Utrecht κατά κύριο λόγο, δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από την πρωτεύουσα σε σύγκριση με όσα λαχταρά η ελληνική επαρχία του ενός σινεμά ) είναι δεδομένη. Το International Film Festival του Rotterdam, το Nederland’s Film Festival στην Utrecht καθώς και το International Documentary Film Festival του Amsterdam είναι φεστιβάλ παγκοσμίου βεληνεκούς. Επιπλέον, μια σειρά από κινηματογραφικά αφιερώματα ειδικού ενδιαφέροντος (Iran Film Festival, African Film Festival, Balkan Snapshots Film Festival, Japan Camera Festival) συμπληρώνουν την εικόνα.


Το Japan Camera Festival, ένα αφιέρωμα στο νέο Ιαπωνικό κινηματογράφο, ξέχωρα από την πληθώρα ταινιών που περιλάμβανε προσέφερε επιπροσθέτως μια σειρά από παράλληλες δραστηριότητες. Ένα παράδειγμα υποδειγματικής πολιτιστικής διαχείρισης, το φεστιβάλ φιλοξένησε διαλέξεις, live Ιαπωνικών γκρουπ (Spookey, Kumisolo, O.Lamm), Dj sets (DJ Annette & Pascualino). Εκτός από αυτά τα events που λίγο πολύ συνοδεύουν κάθε φεστιβάλ, το φεστιβάλ φιλοξένησε τον χορευτή Umeda Hiroaki σε ένα dance event, διοργάνωσε μια έκθεση ιαπωνικής μοντέρνας τέχνης, workshops-demonstrations καλλιγραφίας και shiatsu αλλά και εκδηλώσεις γαστρονομικού ενδιαφέροντος μετά συνοδείας αυθεντικού sake. Κάτι περισσότερο από μια αμιγώς κινηματογραφική εκδήλωση (περισσότερο μια παρουσίαση της Ιαπωνικής κουλτούρας με visual ξεναγό τους νέους Ιάπωνες κινηματογραφιστές), η διοργάνωση ήταν... καταδικασμένη στην επιτυχία.

Το φεστιβάλ διεξήχθη στο Rotterdam, έπειτα μετακόμισε (το μεγαλύτερο κομμάτι, τουλάχιστον) στο Amsterdam ενώ μια σειρά ταινιών ταξίδεψε σε επτά ακόμα πόλεις! Αδιαμφισβήτητα, η ουσία βρίσκεται στο περιεχόμενο, στις ταινίες που προβάλλονται δηλαδή. Η απόσταση που χωρίζει πάντως το συγκεκριμένο φεστιβάλ με μια αντίστοιχη προσπάθεια στην Ελλάδα (ας εξαιρέσουμε τις εκδηλώσεις του Bios∙ πάντα ενδιαφέρουσες και up to date) σαφώς και είναι υπαρκτή (όχι και τεράστια, εδώ που τα λέμε!).

Σε ένα γενικότερο επίπεδο κινηματογραφικής κουλτούρας και «παιδείας» όμως, η χώρα μας (παρ)ακολουθεί από (μια μακρινή) απόσταση μιας και η έλλειψη ενός Film museum, institute or... whatever, είναι αποκαρδιωτική. Η ανάγκη για ένα arthouse cinema (ας είναι και multiplex!) με μόνιμα αφιερώματα, προβολές κλασικών ταινιών και οτιδήποτε άλλο μπορεί να ανταγωνιστεί την online παραγγελία DVD της Criterion ως μόνη διέξοδο για έναν κινηματογραφόφιλο, είναι επείγουσα.

Αν είσαι κάτοικος της χώρας που ονομάζεται Hellas (και ας μη γνωρίζει κανείς εκτός συνόρων άλλη λέξη εκτός του Greece, κατά τα πρότυπα του FYROM VS Macedonia ένα πράγμα) και η κουβέντα φθάνει στο σινεμά, μόνο για το γεγονός ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπάρχει και δημιουργεί μπορείς να είσαι, όχι περήφανος φυσικά (ας αφήσουμε στην άκρη τις εθνικές περηφάνιες και τα λοιπά κουραφέξαλα) αλλά κάπως... «χαρούμενος» (θα τολμήσω να πω και οι «Νύχτες Πρεμιέρας»∙ αναδεικνύουν κάτι το ιδιόμορφα «αθηναϊκό» και... φρέσκο).

Φάκελος: Μάης 1968

Μάης 1968


Μάης 1968: " Όσο πιο διάσημες γίνονται οι ιδέες μας, τόσο πιο αφανείς γινόμαστε εμείς" είπε (και έπραξε) ο Guy Debord∙ σ’ αυτόν και τους Καταστασιακούς βρίσκουμε το σπόρο των ιδεών - πρακτικών που κατέστησαν το Μάη της Γαλλίας εμβληματικό.
Μάης 2008: 40 χρόνια μετά, ο Μάης κυρίως γιορτάζεται (απ΄αυτούς που τον έζησαν) αλλά και τίθεται σε επαναδιαπραγμάτευση. Όλα αυτά, λίγο πριν ταφεί για δεύτερη φορά μέσω της ιστορικής καταγραφής∙ η πρώτη (συμβολική) ταφή του τελέστηκε από τους εορτασμούς του ανά τον κόσμο.


Ι. 1, 2, 3 πολλά «’68» ή αλλιώς... «the long sixties».




Ο Μάης του ’68 σε πρώτο βαθμό αφορά στα γεγονότα που συνέβησαν στο Παρίσι. Γεγονότα συνταρακτικά που διατηρούν τη φρεσκάδα τους έως σήμερα. Από την άλλη πλευρά, ίσως είναι η απουσία μιας εκατόμβης νεκρών ή μιας πιο γενικευμένης και επίπονης καταστροφής που επιτρέπει την όχι και τόσο επώδυνη νοητική κατάδυση σε εκείνες τις μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Εκτός από το Παρίσι όμως, ο κόσμος όλος, δυτικός και μη, βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο όρος «long sixties» που έχει επικρατήσει αποδίδει την πραγματικότητα καλύτερα.
Τα «long sixties», σύμφωνα με την άποψη πολλών, αφορούν τη χρονική περίοδο 1958-1974. Μια σειρά από γεγονότα - στο «πνεύμα του Μάη» - συνέβησαν τότε. Στις Η.Π.Α. το αντιπολεμικό κίνημα (ήδη στις επάλξεις από το 1964) σε συνδυασμό με τον αγώνα των μαύρων για ίσα δικαιώματα δημιούργησε ένα κλίμα εκρηκτικό, με καταλήψεις σε πανεπιστήμια (Columbia), πορείες, συγκρούσεις, όλα αυτά υπό τους ήχους της ροκ. Η ροκ, ήδη από την εποχή του Elvis Presley στα τέλη της δεκαετίας του ’50, συντονίστηκε με τα μετέπειτα αιτήματα του Μάη: αμφισβήτησε τους θεσμούς, απαίτησε την ατομική ( και σεξουαλική) απελευθέρωση∙ την ίδια στιγμή διακατεχόταν από μια αβάσταχτη (ενίοτε και λυτρωτική) ελαφρότητα και συνθηματολογία σε αντιστοιχία με τα σλόγκαν που γέμισαν τους τοίχους του Παρισιού μερικά χρόνια αργότερα (έξυπνα, παιγνιώδη, σαρκαστικά, θαρρείς αρχετυπικά διαφημιστικά σλόγκαν). Το σπουδαιότερο όλων, μία και μοναδική λέξη που περικλείει την ουσία των Παρισινών γεγονότων, διατυπώθηκε από τον Guy Debord: "Γρήγορα".
Στη Γερμανία η φοιτητική κοινότητα με αιτήματα είτε τοπικά, είτε παγκοσμιοποιημένα (Βιετνάμ, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στον τρίτο κόσμο), έκανε αισθητή τη παρουσία της, ενώ ακολούθησε η ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα με την εμφάνιση των ένοπλων κινημάτων. Η Ιταλία γνώρισε το λεγόμενο «καυτό φθινόπωρο»∙ χιλιάδες εργάτες παρέλυσαν τη χώρα, απεργώντας, διαδηλώνοντας, υψώνοντας φωνή αντίστασης σε μια μεταπολεμική ευημερία - για τους λίγους. Το κύμα της αμφισβήτησης έρεε διάχυτο στο δυτικό κόσμο, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στη Πορτογαλία, στη Βόρειο Ιρλανδία με τις συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Λοντοντέρι, και φυσικά στην Ελλάδα.
Στο ανατολικό μπλοκ η «άνοιξη της Πράγας» πνίγηκε στο αίμα μα η δύναμη του συμβολισμού της υπήρξε τεράστια. Το Μάρτη του ’68 βγήκαν στο δρόμο οι φοιτητές της Βαρσοβίας. Τον Ιούνη οι φοιτητές στο Βελιγράδι. Στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού τα αιτήματα δεν ήταν - εκ πρώτης όψεως - ίδια με της Δύσης∙ εντούτοις οι συσχετισμοί μεταξύ τους, είναι δεδομένοι. Στα πολλά ’68 προστίθεται η σφαγή στο Μεξικό. Η πορεία των φοιτητών στις 2 Οκτωβρίου του 1968 φθάνοντας στη Plaza de las Tres Culturas, στο Tlatelolco, συνάντησε την πιο άγρια καταστολή. Οι σφαίρες από κυβερνητικούς και παραστρατιωτικούς σάρωσαν το κύμα των διαδηλωτών. Και αλλού, στο Τόκιο, στη Κόρδοβα της Αργεντινής το 1969, στη Βραζιλία ένα χρόνο πριν∙ η (νεανική) φωνή διαμαρτυρίας έμελλε να βρει παγκόσμια απήχηση.
Τα αντάρτικα-απελευθερωτικά κινήματα στη Λατινική Αμερική που έδρασαν - με οπλοστάσιο τους τα τουφέκια και (συνήθως) τις μαρξιστικές ιδέες - καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας (Χιλή, Περού, Βολιβία, Κολομβία, σε κάθε γωνιά και... βουνό της ηπείρου), αποτέλεσαν επαναστατικά εγχειρίδια και πηγή έμπνευσης για τους φοιτητές.


ΙΙ. «Baby Boomers»: μια γενιά αλλιώτικη (;) από τις άλλες.



Ο όρος «Baby Boomers» περιγράφει την πρώτη μεταπολεμική γενιά∙ ανθρώπους με ημερομηνία γέννησης αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και έως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ίσως μια αίσθηση κοινής γενιάς να υπήρξε ανάμεσα σ’ αυτούς που αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες και τα συντρίμια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 αυτή η γενιά πρωταγωνίστησε. Ο ξεσηκωμός των νέων ανά τον κόσμο εγείρει ερωτήματα ως προς τη «ποιότητα» της γενιάς που διεκδίκησε – απαίτησε – αγωνίστηκε.
Εστιάζοντας στη Γαλλία, η αύξηση του αριθμού των φοιτητών κατά τη μεταπολεμική περίοδο (αλλά και τη δεκαετία του ’60 ειδικότερα, με τον αριθμό να βρίσκεται στις 276.848 το 1962-63 και να εκτοξεύεται στις 650.000 στα τέλη της δεκαετίας) ήταν εντυπωσιακή. Επιπροσθέτως, οι φοιτήτριες αντιπροσώπευαν μόλις το 6% επί του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού το 1906∙ το ποσοστό ανέβηκε στο 41,6% το 1962 προσδίδοντας καθολικότητα στο κοινωνικό προφίλ της διαμαρτυρίας (Θανάσης Αλεξίου, Ουτοπία, τ. 79, Μάρτιος-Απρίλιος 2008). Η πρώτη γενιά - εργασιακά αβέβαιων - πτυχιούχων διεκδίκησε και αγωνίστηκε αλλά η πολυπλοκότητα του θέματος δεν επιτρέπει την απλούστευση του σε μια ηρωϊκή αυθόρμητη έκρηξη ανατρεπτικότητας και ριζοσπαστισμού.
Η εποχή χαρακτήριστηκε από ραγδαίες αλλαγές ως προς τις συνθήκες ζωής και οι άνθρωποι (οι νέοι, εν προκειμένω) κλήθηκαν να υποδυθούν νέους ρόλους στο θέατρο (ελληνική τραγωδία, δίχως άλλο) της ζωής. "Η κοινωνική οργάνωση που ταυτίστηκε με τη βιομηχανοποίηση ήταν ακόμη άθικτη. Βασισμένη σε κομφορμιστικές συλλογικότητες, ιεραρχημένους ρόλους, ρουτινοποιημένες συμπεριφορές και την περιθωριοποίηση των νέων, ήταν μια κοινωνική πραγματικότητα ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Οι νέοι της δεκαετίας του '60 βρέθηκαν λοιπόν μέσα σε μια κοινωνική συγκυρία όπου ο προκαθορισμένος ρόλος τους συγκρούστηκε με την αναδυόμενη κοινωνική πραγματικότητα..." (Στάθης Καλύβας, 04/05/2008, Το Βήμα).
Σύμφωνα με τον Marx "τα άτομα κάνουν την ιστορία τους, αλλά δεν την κάνουν ακριβώς όπως την επιθυμούν, δεν την κάνουν κάτω από τις περιστάσεις που επιλέγουν οι ίδιοι , αλλά κάτω από τις περιστάσεις που αντιμετωπίζουν και δίνονται και διαβιβάζονται άμεσα, από το παρελθόν." Η Αριστερά (σε κάθε έκφανση της) συνηθίζει να αντιμετωπίζει τα γεγονότα με μια σκόπιμη χρησιμοθηρική αφέλεια που έρχεται σε αντίθεση με την αναπόδραστη προσέγγιση του κ. Καλύβα που συμπληρώνει (ορθά αλλά ημιτελώς, διαγράφοντας το «Συμβάν» του «Μάη») πως… "ο Μάης έθεσε τα θεμέλια της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στην οποία πορεύονται σήμερα όλες οι δυτικές κοινωνίες".
Ο Άκης Γαβριηλίδης (συγγραφέας του βιβλίου "Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού") παραφράζοντας τον Michel Foucault πως "η αποτυχία του Μάη, είναι και η λειτουργία του". Η πραγματιστική του προσέγγιση αφήνει μια χαραμάδα μέσω της οποίας η ρήξη, η εναντίωση, η ανατροπή – όλα αυτά τα λυτρωτικά χαρακτηριστικά που υποθέτουμε πως διαθέτει η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση – καταφέρνουν να ξετρυπώσουν και να δηλώσουν την ύπαρξη τους.
Με τη συζήτηση που προκύπτει σχετικά με τη δυνατότητα του υποκειμένου να καθορίσει τη μοίρα του και κατά πόσο αυτή είναι αποτέλεσμα ιστορικών συνθηκών κοινωνικών αναγκών παραγωγικών σχέσεων που προκύπτουν μέσα στο χρόνο από τους αέναους μετασχηματισμούς του συλλογικού ασυνείδητου, να προκαλεί πονοκέφαλο, το ερώτημα μετατίθεται. Ο διάσημος ιστορικός Eric Hobsbawm, ανέφερε κάποτε.. "ο Albert Soboul αποδοκίμαζε εκ βάθους ψυχής την αντικουλτούρα και την ετερόδοξη Αριστερά, αλλά αισθανόταν πως είχε ηθικό χρέος να συμπαραστέκεται quand le peuple descend dans la rue, όταν ο λαός βγαίνει στους δρόμους"...


ΙΙΙ. Ο Μάης, σήμερα ή... «πως οι πάντες δεν θέλουν να ακούν κανέναν»...



Τη φετινή χρονιά το ενδιαφέρον για το Μάη του ΄68, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Αυτό δεν είναι τυχαίο μιας και βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας αλλαγής∙ "η εφετινή επέτειος των 40 ετών είναι ίσως η τελευταία που μπορεί ακόμα να τροφοδοτεί αφιερώματα με προσωπικές μαρτυρίες... και όταν έλθει το σωτήριο 2068, η οποιαδήποτε αποτίμηση θα έχει πλέον εγκαταλειφθεί στα ψυχρά αποστασιοποιημένα χέρια των ανατόμων ιστορικών. Και τότε το «πνεύμα του Μάη» θα έχει οριστικά ενταφιασθεί" (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, 04/05/2008, Το Βήμα).
Όντως, ο Μάης φέτος «γιορτάστηκε» δεόντως∙ από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 2008 κυκλοφόρησαν παγκοσμίως γύρω στα 100 σχετικά βιβλία! Με άξονα αναφοράς το Παρίσι (δημιουργώντας μια στενή – απλουστευτική προβολή των γεγονότων μιας μακράς δεκαετίας) ο Μάης αναμφίβολα, διατηρεί την ακτινοβολία του ακέραιη. "Ο ύστερος καπιταλισμός ενσωμάτωσε άμεσα και αποφασιστικά τις αξίες, τον λόγο και την αισθητική του '68," σύμφωνα με τον Hobsbawm και αυτό προσφέρει μια επιπλέον εξήγηση.
Ξέχωρα απ’ αυτά, ο Μάης ως οπτικό γεγονός προσφέρει μια ακόμα διάσταση στο θέμα. Στις Η.Π.Α. το «τέλος της αθωότητας» (ή αλλιώς, πως το κίνημα των χίπις έφτασε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος-ηδονοβλεπτικού κοινού) σηματοδοτείται με τη βραδιά στο Altamont. Κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας των Rolling Stones, ένας νεαρός δολοφονείται σε μια συμπλοκή. Η κάμερα συνέλαβε το γεγονός∙ οι τίτλοι του (πικρού) τέλους έπεσαν.
Η πρώτη τηλεοπτική γενιά, εκμεταλλεύτηκε δεόντως την εικόνα. Ο κινηματογράφος άλλωστε, ήδη από τον Debord και την εικονοποίηση του La Société du Spectacle μεταξύ άλλων, τέθηκε στην υπηρεσία της εξέγερσης. "We should replace vague ideas with clear images" αναγράφεται στον τοίχο - ντεκόρ της ταινίας του Jean Luc Godard, "La Chinoise".
Ο διττός χαρακτήρας αυτής της έκφρασης αποδίδει ιδανικά την αμφισημία του γαλλικού «Μάη». Μεταφράζοντας το έργο των Marx και Lenin σε κινηματογραφικές εικόνες ή φράσεις–συνθήματα η επανάσταση θα γινόταν κατανοητή και προσιτή σε όλους. Από την άλλη πλευρά, η έκπτωση ιδεών που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία, φέρνει στο νου τον Eric Hobsbawm: "Τα δραματικά γεγονότα της δημόσιας σκηνής ελάχιστα πράγματα φάνηκε να κατορθώνουν. Ισως γι' αυτό το 1968 προσφερόταν τόσο πολύ για φωτογραφικό ρεπορτάζ. Και πάλι πρόκειται για εικόνες που υπαινίσσονται απλώς τα συμφραζόμενα και αγνοούν τις συνέπειες".
Σύμφωνα με τον Foucault, "ο Μάης ποτέ δεν έγινε αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας αλλά απλώς ενεγράφη σε ένα ήδη δεδομένο και απολιθωμένο μαρξιστικό λεξιλόγιο"∙ εντούτοις,"για ένα ολόκληρο μήνα, η Γαλλία σκεφτόταν" σύμφωνα με τον Sylvain Zegel (Σάββας Μιχαήλ, Ουτοπία, τ. 79, Μάρτιος-Απρίλιος 2008). Ο William Klein, σκηνοθέτης του "Grands Soirs & Petits Matins" επισημαίνει κι αυτός πως εκείνες τις μέρες (και νύχτες).. "οι πάντες ήθελαν να ακούν τους πάντες".
Πρόσφατα, στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο "Τα Χρόνια της Ουτοπίας: Κοινωνικά κινήματα και θεωρητικές αναζητήσεις σαράντα χρόνια μετά το Μάη του 1968" στο κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μια ομάδα φοιτητών που είχε καταλάβει συμβολικά την Πρυτανεία του κτιρίου το ίδιο πρωί, εισέβαλλε (κατόπιν συνεννόησης, όπως μάθαμε αργότερα) στην αίθουσα. Αφού διαβάστηκε μια προκήρυξη, αποχώρησαν οικειοθελώς από την αίθουσα προσκαλώντας όποιον "θέλει να συμπαρασταθεί στους σημερινούς αγώνες, αφήνοντας στην άκρη τη νεκροφιλία..."
Σ’ ένα παράξενο παιχνίδισμα της μοίρας, εκείνη τη στιγμή ο Δ. Παπανικολάου - εξετάζοντας την έννοια της «jouissance» (ακραία απόλαυση-οργασμός) ως νέο τύπο ιστορικοποίησης - έκανε μια αναφορά σ’ ένα τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου όπου "η διαδήλωση (ειδωμένη ως «απόλαυση») ταυτιζόταν με τη χαρά και την ερωτική επιθυμία ενώ ταυτόχρονα η απουσία της γινόταν αντικείμενο μελαγχολίας" (Αντώνης Λιάκος, www.historein.gr). Ο Γ. Σταυρακάκης στα πλαίσια της δικής του εισήγησης που ακολουθούσε, είχε μαζί του ένα video στο οποίο ο Jacques Lacan (μιλώντας για τον αυταρχισμό που ελλοχεύει σε κάθε εξέγερση.. "υπηρετείτε το Λόγο του «Κυρίου»" έλεγε...) περιλούστηκε μ’ ένα ποτήρι νερό από οργισμένους φοιτητές κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης του.
H Αμερικανίδα σύνεδρος Marilyn Young, έθεσε το (προφανές) ζήτημα επί τάπητος∙ κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν ακολούθησε τους καταληψίες. Μια αντικειμενική παρατήρηση θα κατέγραφε μονάχα βλέμματα βαριεστημένης απορίας, πρόδηλης αμηχανίας, συγκαλημμένης αποδοκιμασίας. Σύμφωνα με το Lacan "κάτι άλλο είναι δυνατό, δεν είναι όμως όλα δυνατά ". Με άλλα λόγια, το.. "οι πάντες ήθελαν να ακούν τους πάντες" φαντάζει αδόκιμο∙ η ζωή ανάγεται πλέον «στην τέχνη του εφικτού».
Η Luisa Passerini, ενεργό στέλεχος των κινημάτων στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και του ’70, σχολιάζοντας το γεγονός ήταν ειλικρινής και εντός του πλαισίου του «δυνατού»: “I dont pretend to have answers but at least I have some reflections”...