30.1.23

Syra

 


 

Ανήμερα Χριστούγεννα στο Λαζαρέτο. Τριγυρνώ ανάμεσα σε ερείπια στην άκρη της Ερμούπολης. Πρώην λοιμοκαθαρτήριο, πρώην φυλακές, πρώην άσυλο ανιάτων, πρώην τόπος εξορίας. Πρώην γενικώς, παρατημένο, μισογκρεμισμένο.

Λειτούργησε, σαν να λέμε, αποκλειστικά ως έτερος τόπος, και τα ερείπια, ετεροτοπία επίσης, δεδομένης βεβαιας της δημοφιλίας του #ruins στο Instagram εν μέρει εμπορευματοποιημένης, εντός εκτός και επί τα αυτά του κύκλου της τουριστικής οικονομίας, τα ερείπια, όσο να ‘ναι, βαραίνουν πάνω μας, ανασύρουν μνήμες,

αναρωτιέμαι για το μέλλον του Λαζαρέτου, στην Κίνα, ή την Αυστραλία, θα είχε αξιοποιηθεί στην εποχή της πανδημίας, στο Ανατολικό Αιγαίο θα ‘χε χρησιμεύσει ως camp προσφύγων·

ανησυχώ για την τύχη του, αν αληθεύουν -κυρίως λαθεύουν δημιουργικά- τα δελτία τύπου, πως πρόκειται το Λαζαρέτο να αναδειχθεί ως κοιτίδα πολιτισμού, τότε οι πέτρες θα πάψουν για πρώτη φορά στην 161χρονη ιστορία τους να φιλοξενούν έναν έτερο τόπο – ας αρκεστούμε να πούμε πως όταν ο Foucault κατέτασσε τα μουσεία (τις γκαλερί, τους χώρους τέχνης) στις ετεροτοπίες, τότε ακόμα οι επισκέπτες τους προσομοίαζαν, λίγο ή πολύ, στον ανθρωπότυπο των «ποντικών της ταινιοθήκης»,

-        στην Cinémathèque, όλη την ημέρα μέσα εκεί, ότι οι Γάλλοι αποκαλούσανε rates de la Cinémathèque, δηλαδή ποντίκια της Ταινιοθήκης, όλη η Nouvelle Vague ονομαζόταν έτσι, ο Τρυφώ, ο Γκοντάρ και οι άλλοι εκεί μέσα μάθανε κινηματογράφο»,[1]

σήμερα, οι πολιτιστικοί χώροι είναι συχνά τοποθεσίες προσφερόμενες για Facebook check in και instagrammable cameo για τις μάζες των καταναλωτών της εικόνας και της εμπειρίας·

ονειρεύομαι το Λαζαρέτο τόπο παραγωγής, ετεροτοπία δηλαδή ως προς το context της Ελληνικής οικονομίας, ιδέες υπάρχουν: φύκια ή καμμένα δέντρα ή και αχινούς, κάτι θα κατεβάσει του Ευμορφίδη ο νους!

 

Πέτρες διάσπαρτες στο έδαφος, σκουριασμένες εξωτερικές σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά, μεταλλικά κρεβάτια, σαπισμένες ξύλινες δοκοί, σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο διακρίνεται η ημερομηνία 1880, σ’ ένα ακόμη η λέξη ΑΣΥΛΟ, ημερομηνίες, μισοσβησμένα ονοματεπώνυμα, επίσης πρόσφατα γκραφίτι και συνθήματα με σπρέυ: "666 The Number of the Beast" επιχειρεί να αποδώσει την ερεβώδη ιστορία του Λαζαρέτου μέσω της ποπ κουλτούρας ένας μεταλλάς πιτσιρικάς, μεταφράζοντας την αγωνία του κατάδικου, τον πόνο του ψυχικά ασθενούς, το αίσθημα της αδικίας του πολιτικού εξόριστου,

σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα την θάλασσα σκοντάφτω σε δύο πλαστικές καρέκλες, υποδέχονται καμιά φορά έφηβους μελλοντικούς δραπέτες του νησιού, ερωτευμένους «σχιζοφρενείς», αυτοεξόριστους της τουριστικής πολυκοσμίας:

 

η ιστορία συνεχίζεται.

 

 



[1] Κωνσταντίνος Θεµελής, Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998, σ. 144.

 

28.1.23

Syra

 

 


Άνω κάτω στην Ερμούπολη σε μαρμάρινα σκαλιά, πέτρινα μονοπάτια, και στενά χωρητικότητας της περιέργειας ενός ατόμου, ανακαινισμένες και φρεσκοβαμμένες κατοικίες κονταροχτυπιούνται με ετοιμόρροπα σπίτια και εγκαταλελειμμένους εμπορικούς χώρους, κατάλοιπα της προηγούμενης ζωής του νησιού·

-        «το 10% της Ερμούπολης είναι ερείπια, από τις περίπου 5000 ιδιοκτησίες οι 482 έχουν πολύ σοβαρές φθορές,[1] «διατηρητέα νεοκλασικά, αφήνονται στην τύχη τους εξαιτίας της χρονοβόρας διαδικασίας έκδοσης οικοδομικών αδειών, η ολοκλήρωση της διαδικασίας μπορεί να πάρει από δύο έως και πέντε χρόνια, καθώς ο όγκος των μελετών που καλούνται να διαχειριστούν οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ είναι πολύ μεγάλος, κανείς δεν θα μπει στη διαδικασία επισκευής, αποκατάστασης και επανάχρησης ενός κτιρίου σε αυτά τα χρονικά διαστήματα»[2]·

 

μία σκλήρυνση, έναν όγκο
έχεις μέσα στην μυαλό
λες και μάγια σου ΄χουν κάνει
αααχχ ΥΠΠΌΑ μου αργό.

Κανείς, περίπου κανείς, ποιητική αδεία κανείς, απ’ όσους εργάζονται στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου δεν επιθυμούν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, ενυπάρχει άλλωστε ο κίνδυνος να υποχρεωθούν να ξεκινήσουν να εργάζονται επί μονίμου βάσεως με ρυθμούς ανάλογους με την χορήγηση αναρρωτικών αδειών,

κανείς, περίπου κανείς, δεν κυκλοφορεί στην πόλη με κρύο επτά μποφώρ και συννεφιά, ριπές ανέμου απειλούν να ταξιδέψουν την τραγιάσκα μου, θα προστατευτώ σ’ ένα ανήλιαγο στενό, στάζει πράσινη η υγρασία από τους ξεφλουδισμένους τοίχους ruins λαϊκών μονοκατοικιών, “you shall meet a tall dark stranger” μοιάζει σαν να λέει το ρεπεράζ, γκρο πλαν στον Christopher Walken (The Comfort of Strangers) στου μυαλού μου το μοντάζ, σκέψη που χαράσσεται στο πρόσωπο έτσι ώστε να creepάρει μια μεσήλικη Αλβανίδα, ο άντρας της εργάζεται στα ναυπηγεία, εκείνη σε ξενοδοχεία, κρυφοκοιτάζει μέσα από ξύλινα παλιά πατζούρια που θα κλείσουνε με κρότο, αποφασιστικά – είχα γίνει ο δικός της (not so) tall, (not so) dark, 90% stranger·

ξεμακραίνω προς τα ανατολικά, παίρνουν απουσία σήμερα οι επίμονοι κολυμβητές, σπιταρόνες under renovation παραλιακά, μια πρόσχαρη γοητευτική E.U. μαμά χαμογελά, χαιρετά έναν μαγαζάτορα στα Ελληνικά, λιγουλάκι ντόπια πια,

ένας αστυνόμος με πολιτικά φωτογραφίζει την φουρτουνιασμένη θάλασσα, κοιτάει προς τη Μύκονο, στο Cavo Paradiso, όποιος νύχτα υπηρετεί πτώματα και sexy γκόμενες θα δει, its hard, I know,

κοιτάω προς την Δήλο όπου δεν επιτρέπεται να διανυκτερεύσεις, επιμένει η παράδοση στο νησί που κάποτε απαγορεύονταν κηδείες τοκετοί, seemingly impossible, I know,

καταλήγω σ’ ένα γήπεδο μπάσκετ, γριά ετών εξήντα οκτώ στέκεται πίσω από λευκές κουρτίνες κεντημένες σταυροβελονιά, ανατέμνει μια στιγμή, γεύση στυφή, από το παρελθόν,

«τι φωτογραφίζετε εκεί;»

«το γήπεδο»,

«δεν είναι γήπεδο αυτό!»

«το μπάσκετ, το μπάσκετ...»

«δεν έχετε άδεια να φωτογραφίζετε, σταματήστε να φωτογραφίζετε, απαγορεύεται να φωτογραφίζετε!»

 

γιατί πατρίδα σου είναι εκεί

που ξένισες

και σε cringάραν περισσότερο

απ’ οπουδήποτε αλλού.