30.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XII


Δε πρέπει να 'ταν πολύ αργότερα από τις 07:00. Δεν είχε αρχίσει κιόλας να χτυπά με μανία ο ήλιος, όπως το συνηθίζει στου Δέλτα τα μέρη άλλωστε. Κατά συνέπεια, επιχείρησα μια ανέμελη και αργόσυρτη έξοδο από την σκηνή, καθότι ακόμα εκείνη δροσερή. Χαλαρές κινήσεις, ένα unzip, και βρίσκομαι με το κεφάλι έξω από την σκηνή-προσεχώς φούρνο. Όταν πια αναδύθηκα ολόκληρος έξω, τον συνάντησα: ένας γεροδεμένος ταύρος σε ανοιχτό καφέ χρώμα με κοιτούσε κατάματα.

Το δευτερόλεπτο που στάθηκε ακίνητος πριν ξεχυθεί προς το μέρος μου, εννοείται πως μου φάνηκε για δεκάλεπτο. Τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκε να με φθάσει, μάλλον πως μου φάνηκαν κανά εικοστετράωρο. Ήταν μονάχα κατόπιν εορτής όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόταν δύο μέτρα μακριά μου και όχι face to face· τότε ήταν που έδωκε μια μεγάλη δαγκωματιά που κατέληξε σε ένα κλαδί γεμάτο από φρέσκα πράσινα φυλλαράκια στο στόμα του. Γρήγορα γρήγορα έφθασε στο πίσω μέρος της σκηνής όπου έκανε ξανά μια στάση για κολατσιό. Συνέχισε αμέριμνος τη βόλτα του περνώντας ανάμεσα από άλλες δύο σκηνές έχοντας προλάβει να ποδοπατήσει ένα i-phone που αναπαυόταν φορτιζόμενο ολόκληρο το τελευταίο του βράδυ σε τούτη τη ζωή. Έπειτα από τις δύο σκηνές υπήρχε το ποτάμι, εκεί που βρέθηκε σύντομα ο αδέσποτος εκείνος ταύρος, πριν συνεχίσει τη βόλτα του προς τα λιβάδια και τους υγροβιότοπους της αρεσκείας του. Στο βάθος, κάποιες αγελάδες έβοσκαν αμέριμνα...







Επιστροφή στη Ρουμανία XI



Βρισκόμαστε μόλις δευτερόλεπτα πριν αποβιβαστούμε στην προβλήτα και η πρώτη εικόνα που αντικρύζω είναι ένα πιτσιρικάκι να κάνει βουτιές από μια ξύλινη σαν εξέδρα, λίγο πιο πέρα απ' όπου δένει το καράβι. Έχουμε φτάσει πια στον προορισμό μας που δεν είναι άλλος από την κοινότητα του Sfântu Gheorghe που βρίσκεται στον τρίτο παραπόταμο του Δούναβη. Απ' εδώ, η Μαύρη Θάλασσα, γραμμή τερματισμού του ποταμού, βρίσκεται πλέον μια ανάσα.

Τουριστικός προορισμός εδώ και κάποιο καιρό, η εικόνα ενός ευπαρουσίαστου και τακτοποιημένου κέντρου του οικισμού δε ξαφνιάζει. Επιπλέον, δεκάδες βάρκες αράζουν νωχελικά δεμένες στο λιμανάκι. Περπατάμε για λίγο σε πλακόστρωτο έδαφος, κι η απουσία ενός gift shop γίνεται γρήγορα  αισθητή. Τρία με τέσσερα μαγαζιά με ξύλινους πάγκους προσφέρονται για φαγητό και μπύρα. Άλλα τόσα μίνι μάρκετ παρέχουν τα βασικά. Ολόκληρος ο οικισμός έχει δρόμους στρωμένους από άμμο, στις δύο άκρες φυτρώνει λίγη άγρια πρασινάδα. Ένα βυτιοφόρο ρίχνει νερό στην άμμο ώστε να μην μας κάνει τη ζωή αφόρητη ο άνεμος, όποτε το θυμάται όπως θα διαπιστώσουμε αργότερα. Έξω από ένα μίνι μάρκετ πια, βρισκόμαστε ακόμα κοντά στο λιμανάκι, ένα άλογο καταπίνει ανέμελα πρασινάδα. Χρώματος καφέ και με βαριεστημένη διάθεση, δε φαίνεται να στέκει παράταιρο σε ένα μέρος σαν κι αυτό που πρόκειται να με φιλοξενήσει. Εδώ, στις εκβολές του Δούναβη, το ζωϊκό βασίλειο προστατεύεται από την Unesco· όσο για τα μέλη του ανθρώπινου βασίλειου, αυτά κάνουν ότι μπορούν.  





27.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία Χ


(φθάσαμε στο τέλος)

Ολοκληρώνοντας τη βόλτα των 180 μοιρών που διέγραψε το βλέμμα μου, μοιραίο ήταν να φθάναμε κάποτε και στο κέντρο του ημικύκλιου που χαράχθηκε νοητά. Φυσικά, δεν πρόκειται να μιλήσω για εμένα αλλά για εκείνες που βρισκόντουσαν ακριβώς δίπλα μου. Το κερασάκι της τούρτας κατά τον πλου του Ρουμάνικου Δούναβη ήταν άλλωστε τα κορίτσια.

Καθόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο. Τρεις φούστες μαύρες ή blue black και τρία αμάνικα μπλουζάκια, φαρδιά και άνετα, στα χρώματα του κίτρινου του μωβ και του κόκκινου. Γύρω στα εξήντα και τα τρία τους, δίχως γυαλιά ηλίου αλλά με μπούκλες ξανθιές και μαύρες και πλούσια, γεμάτα χαμόγελα. Συνοδεύονταν από έναν κύριο ο οποίος επιτελούσε και χρέη διασκεδαστή. Ποιός αλήθεια μπορεί να γνωρίζει ποιες δυνάμεις αυτού του κόσμου, ή ποια ανάγκη ίσως, τον ώθησαν να αναλάβει εκείνο το ρόλο· πάντως εκτέλεσε το ρόλο του ικανοποιητικά. Φορούσε ένα κοντομάνικο πουκάμισο σε χρώμα γαλατί το οποίο στολιζόταν από κάποια μικροσκοπικά γεωμετρικά σχήματα σε χρώματα διακριτικά και απαλά. Το συνδύαζε με κλασικό παππουδίστικο υφασμάτινο παντελόνι σκούρου χρώματος. Πρέπει να ήταν κάποια χρονάκια μετά τα εξήντα, Βαλκάνιος με τα όλα του στη φάτσα. Άλλωστε εδώ στη Dobruja που βρισκόμαστε κάποτε χτυπούσε μια από τις πολλές μικρές καρδιές των κάποτε πολυεθνικών Βαλκανίων. Καφετί-κιτρινιάρικο χρώμα επιδερμίδας με μπόλικες κοφτές ρυτίδες που χαράσσαν το μέτωπο του κυρίως. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα γκρίζα, χωρίστρα στο πλάι και λαδωμένα εννοείται. Η αλήθεια είναι πως έφερνε έντονα στον αδελφό του Πανίκα του Ψωμιάδη, ήταν μια σύμπτωση που δεν με ενόχλησε πάντως εκείνη τη στιγμή.

Δεν έκατσε λεπτό, στεκόταν όρθιος πάνω από τα κορίτσια για ολόκληρο το ταξίδι. Τους έφερε μπύρες, αναψυκτικά, ηλιόσπορους, όλα καταβροχθίστηκαν μονομιάς. Συχνά πυκνά βιντεοσκοπούσε δίχως έλεος, πότε τα κορίτσια σε κοντινό και πότε τους υπόλοιπους επιβάτες σε πλάνα πανοραμικά. Κρατούσε στα χέρια του μια Sony Handycam DCR HC35E. Μιλούσε αρκετά προς πολύ· συνήθως δηλαδή προσπαθούσε να κάνει τα κορίτσια να γελάσουν. Εκείνες, άλλοτε τον αγνοούσαν επιδεικτικά κι άλλοτε γυρνούσε η μία προς την άλλη χαχανίζοντας αλλά χωρίς να βγάζει λέξη. Διέκρινα καθαρά πάντως το βλέμμα του τύπου "δεν είναι πολύ αστείος ο κ. Πάνος;"

Ήταν αλήθεια λοιπόν· είχα για παρέα τα θρυλικά κορίτσια του Σταύρου Τσιώλη. Ήταν μια μαγική στιγμή. "Να ζήσουν - κι ας περιμένουν και καμιά φορά - οι γυναίκες" σκέφτηκα, είθε ετούτο το ταξίδι στο Δούναβη να μην τελειώσει ποτέ...






26.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία ΙΧ


(συνεχίζουμε)

Ανάμεσα σε πολλούς κομπάρσους που περιμένουν, κατά βάση σιωπηλοί, να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα τούτο το ταξίδι (ένα ζευγάρι χαϊδολογιέται, κάπου αλλού μια κοπέλα βαριέται θανάσιμα ενώ ο άντρας κατεβάζει μπύρες τη μία μετά την άλλη κάτω από τον ήλιο και συνομιλεί μετά πολλών χαχάνων με άλλους άντρες που κάνουν ακριβώς το ίδιο, εναλλάσσουν δηλαδή κουτάκια μπύρας στο δεξί τους χέρι), ένα κορίτσι ξεχωρίζει.

Θεωρητικά μιλώντας κάθεται με παρέα, πρακτικά όμως είναι μόνη της, δηλαδή ανήκει στον κόσμο της. Είναι υπερβολικά αδύνατη σε μία χώρα όπου εσχάτως τα κορίτσια έχουν πέσει με τα μούτρα στο λεγόμενο και skinny look. Έχει μεσαίο ύψος, βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το μικροκαμωμένη γενικώς, και είναι ντυμένη απλά, καλοκαιρινά, με ένα τζην κοντό σορτσάκι να τονίζει τα ιδιαιτέρως λεπτά πόδια της και ένα ανοιχτό ροζ τιραντέ μπλουζάκι. Δε βγάζει κουβέντα επί τρεις ώρες, ανοίγει μονάχα το στόμα της όταν αποφασίζει να γευτεί τη γεύση φρέσκων φρούτων. Μήλων για την ακρίβεια. Δε βγάζει λέξη, ατενίζει μονάχα μέσα από τα δύο της μεγάλα μάτια που κάποιες στιγμές φαντάζουν όσο τεράστια και φαντασμαγορικά δείχνουν τα μάτια ενός κοριτσιού σε ένα γιαπωνέζικο καρτούν. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της δεν υπολείπονται σε τίποτα της σαγήνη των ματιών της. Αριστοκρατικά,  λεπτεπίλεπτα, ουσιώδη, σαγηνευτικά, εκπέμπουν απλότητα και ηρεμία. Τα μαλλιά της είναι πλούσια, μακριά, κατάμαυρα σαν το χρώμα των ματιών της, πιασμένα προς τα πάνω με ένα μεγάλο κότσο.

Είναι μονάχα φυσικό να μαγνητίσει το ενδιαφέρον μου για αρκετή ώρα, μα δεν ανέφερα το πιο αυστηρά προσωπικό της χαρακτηριστικό, όπως τουλάχιστον αυτό πολιόρκησε για ώρα τη φαντασία μου. Είναι απ' αυτές τις κάπως σπάνιες γυναίκες, από εκείνες τις αρκετά ιδιαίτερες υπάρξεις, όπου το πρόσωπο τους παραμένει σχετικά αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου μιας ανθρώπινης ζωής. Κατάφερα να την φανταστώ μικρό κορίτσι, πριν την εφηβεία, να περιεργάζεται με περιέργεια τον κόσμο μέσα από δύο μεγάλα μάτια, την φαντάστηκα και γηραιά πλέον, γύρω στα εξήντα, να τυλίγει το κομψό της κεφάλι με μια εσάρπα στα χρώματα της άνοιξης και με ρυτίδες να κοσμούν το ελαφρώς σπασμένο της πρόσωπο το οποίο, παραδόξως, έμοιαζε να είναι σχεδόν το ίδιο με εκείνο που αντίκρυζα στον ενεστώτα χρόνο.

Είναι αλήθεια πως κάποιοι άνθρωποι φέρουν πάνω τους απολύτως προσωπικά χαρακτηριστικά που τυλίγουν την ύπαρξη τους τόσο αρμονικά ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπους μοναδικούς και ανεπανάληπτους, ανθρώπους που ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος Εκείνη ανήκε στους ανθρώπους που συνειδητά διεκδικούν με αυτοπεποίθηση και σιγουριά κομματάκι περισσότερη μοναδικότητα για τον εαυτό τους - εγώ ήμουν ένας απ' αυτούς οι οποίοι χρειάζονται καμιά φορά  να βουτούν στο ψέμα, αν δηλώσουμε κατ' αυτόν τον τρόπο τον θερμό εναγκαλισμό με μια ακόμη ψευδαίσθηση, για να ζήσουν.

Θαύμασα για όσο μπορούσα την εκφραστικότητα του προσώπου της για την οποία ήμουν σίγουρος ότι θα παραμείνει επίσης αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Εκφραστικότητα η οποία συνδυαζόταν εντελώς παραδόξως, μα τόσο αρμονικά με την ατάραχη έκφραση του προσώπου της, πρόσωπο που δεν συσπάστηκε σχεδόν καθόλου επί ώρες. Το πρόσωπο της ήταν άλλωστε εκείνο ενός αρχαίου Ελληνορωμαϊκού αγάλματος· εντελώς ανέκφραστο, απολύτως ικανό ωστόσο να αφηγηθεί ένα σωρό ιστορίες και να δώσει γέννα σε έντονα συναισθήματα.



                                                                                                                                          (συνεχίζεται..)



23.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία VIII


(συνέχεια της προσπάθειας ανάγνωσης)

Για να περάσουμε αμέσως μετά στα δεξιά μου και την ομάδα των τριών. Ένα ζευγάρι δηλαδή και μια παρατρεχάμενη (όπως θα έλεγαν κάποιοι κακοήθεις). Εκείνος άγγιζε το ένα μέτρο και ενενήντα εκατοστά ύψος και φορούσε παντελόνι παραλλαγής στρατιωτικό, καπελάκι τζόκεϊ και ένα αδιάφορο λευκό T-shirt. Από το πρόσωπο του διακρίνονταν ιδιαίτερα τα μεγάλα του δόντια κι εδικότερα εκείνος ο δεξιός κυνόδοντας που προεξείχε είναι η αλήθεια αρκετά. Θύμιζε έντονα έναν μικρό Δράκουλα-Κρίστοφερ Λι. Η διάθεση του όπως αποτυπωνόταν στο πρόσωπο του μεταβαλλόταν με γοργούς ρυθμούς: πότε έμοιαζε σκασμένος από κάτι και πότε φορούσε χαμόγελο μικρού παιδιού. Ήταν ο φύλακας άγγελος ενός κοριτσιού που έφθανε το ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά ύψος μα δε διέθετε περισσότερα από εξήντα κιλά. Μακριά μαύρα μαλλιά, ολίγον τι σπαστά, κατάλευκο δέρμα, λεπτεπίλεπτα χείλη ενισχυμένα με κόκκινο κραγιόν και με μια έκφραση μονίμου εσωστρεφής διάθεσης χαραγμένης στο πρόσωπο της. Πότε έμοιαζε με την Άργουεν, την Πριγκίπισσα των Ξωτικών στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, και πότε με κακομαθημένο και μονίμως οργισμένο κορίτσι σε μετεφηβική ηλικία που εμπνέεται από τους Evanescence ή ακόμα και από την Emily την περίεργη. Οι δύο αυτοί ρόλοι-περσόνες εναλλάχτηκαν με καταιγιστικό ρυθμό μέσα σε τρεις ώρες. Θαρρεί κανείς πως συγχρονιζόταν με τις απότομες αλλαγές στη διάθεση του συντρόφου της· τις στιγμές που εκείνος έτρωγε τα νύχια του εκείνη 'έφερνε' στην Emily και τις στιγμές που εκείνος χαμογελούσε από καρδιάς με μισάνοιχτο το μεγάλο του στόμα εκείνη μεταμορφωνόταν σε Λιβ Τάιλερ που, μεταξύ μας τώρα, πάντα την έβρισκα άνοστη, άχρωμη, και ολίγον τι αγελαδάρισσα.

Η τρίτη της παρέας ήταν η κολλητή της φιλενάδας του αδιαμφισβήτητου αρχηγού της αποστολής "διακοπές στο Δέλτα του Δούναβη". Αρκετά υπέρβαρη με άλουστα βαμμένα κοκκινοπορτοκαλοκάστανα μαλλιά πιασμένο σε ένα μικρό κοτσιδάκι. Κατάπινε την μια Coca-Cola του μισού λίτρου μετά την άλλη έως ότου μπούχτισε και άνοιξε το Kindle. Ήταν μόλις τότε που παρατήρησα μια μεγάλη στρώση λίπους να σχηματίζεται στο σβέρκο της καθώς έγερνε το κεφάλι της προς τη μικρή οθόνη. Μια σχετική στεναχώρια με κατέβαλε για λίγα λεπτά της ώρας."Κρίμα, γιατί είναι γλυκό κορίτσι" σκέφτηκα, "κρίμα που δεν καταφέρνει να δείχνει και λιγάκι πιο υγιές". Το πρόβλημα δεν ήταν κατ' αποκλειστικότητα τα περιττά κιλά της αλλά μάλλον μια γενικότερη εντύπωση που σου έδινε πως ζούσε μια ανθυγιεινή καθημερινότητα που καταδυναστεύεται απ' αυτό το μαύρο καυστικό υγρό που λέγεται κοκακό(λ)α το οποίο μάλιστα συνήθως συνοδεύεται από εξίσου βλαβερές ουσίες του τύπου Pringles. Γρήγορα όμως η διάθεση μου άλλαξε και ομολογώ πως αισθάνθηκα πανευτυχής γι' αυτό. Ο αρχηγός της αποστολής που ανήκε άλλωστε στην κατηγορία των οργανωτικών wannabe μπαμπάδων που ονειρεύονται να φροντίζουν επιμελώς την παραμικρή λεπτομέρεια που εγγυάται, νομίζουν, την υπόθεση 'επιτυχημένες διακοπές', ξεδίπλωσε ένα τρίποδο καρεκλάκι που είχε κουβαλήσει μαζί του. Το στερέωσε στο πάτωμα και τότε, σε πολύ αργή κίνηση, κάθησε αναπαυτικά. Φόρεσε μια γκριμάτσα απόλαυσης στα τρία-τέσσερα αυτά δευτερολέπτα που κράτησε η όλη διαδικασία, γκριμάτσα απόλαυσης απ' αυτές που φορούν στους κωμικούς ήρωες του σινεμά. Στο περίπου περιγραφή: ορθάνοιχτο το στόμα αλλά στραβά, μισόκλειστο το ένα μάτι, υποψία ενός μικροήχου απόλαυσης, πρόσκαιρες έντονες ρυτίδες στο μέτωπο που μέλλει να εξαφανιστούν σε λίγα δεύτερα μόνο για να εμφανιστούν μόνιμα πια σε λίγες δεκαετίες. Ήταν αστείος με έναν τρυφερό τρόπο, ειδικά από τη στιγμή που ανέμενε μια κάποια επιβράβευση για εκείνη του την κίνηση, επιβράβευση ή γλυκερή συγκατάνευση που όμως δεν ήρθε ποτέ. Ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω. Λίγα λεπτά αργότερα θα χαρίσει ένα χάδι στο παχουλό κορίτσι, χάδι στο ευμεγέθες μάγουλο της, χάδι που σχεδόν άγγιξε και εμένα που βρισκόμουν κάποια λίγα μέτρα μακριά από την σκηνή. 

Είναι στο πεπρωμένο του να γίνει ο νευρωτικός οικογενειάρχης που φροντίζει να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά του καθώς και να μη ξεχάσει την τρίτη ρεζερβα από φακούς πριν ξεκινήσουν όλοι μαζί για ελεύθερο κάμπινγκ. Είναι ευκόλως εννοούμενο πως θα παιδευτεί από το σέξυ κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά που αναζητεί μετά νευρωτικής μανίας λεπτομέρειες και μικρογεγονότα ώστε να αποσύρει άμεσα τον εαυτό της στους σκοτεινούς διαδρόμους μιας εξαναγκαστικής εσωστρέφειας που δεν παράγει σκέψη αλλά ανακυκλώνει τα μικρογεγονότα. Είναι δεδομένο πάντως πως ο ρόλος του υπομονετικού επιδιορθωτή άβολων καταστάσεων είναι, όχι μόνο ο ρόλος που ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση του, μα ο ρόλος που συνειδητά διάλεξε για τον εαυτό του.

                                                                                                                                       (συνεχίζεται..)

                                                                                                                                       
                                                                  


21.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία VII


Συνεχίζουμε να πλέουμε στον Δούναβη· αγναντεύουμε ξενοδοχεία, οικισμούς, πράσινο, πολύ πράσινο. Το καταμαράν έσφυζε από ζωή, έσφυζε επίσης κι από υλικά αντικείμενα. Πραγματικά δεν υπήρχε γωνιά που δεν είχαν στριμώξει τα μπαγκάζια τους οι επιβάτες. Καβάτζα καμιά. Ένας κόσμος δίχως καβάτζα καμιά φαντάζει οπωσδήποτε σκληρός. Αλλά έτσι είχαν τα πράγματα εντός του θρυλικού (κάποτε στο μέλλον) καταμαράν. Είχαμε όμως ο ένας τον άλλον. Είμασταν πολλοί άλλωστε κι έτσι δεν άργησαν να σχηματιστούν τα πρώτα πηγαδάκια, να ακουστούν οι πρώτες γκρίνιες, τα πρώτα γέλια, να δούμε το πρώτο φιλί. Είμασταν πολλοί, θα μπορούσαμε να γίνουμε ένα.

Η κυρία που καθόταν ακριβώς από πίσω μου πάντως, λογικά θα διαφωνούσε με εκείνη μου τη σκέψη. Γκρίνιαξε, αφότου πρώτα κοιμήθηκε για καμιά ωρίτσα, περίπου για τα πάντα: για τη ζέστη, για την παρακμή του καταμαράν, για κάποιον που την σκούντηξε κατά λάθος, για τη χώρα Ρουμανία γενικά. Είχε δίκιο σχεδόν σε όλα κι ο σύντροφος της μάλλον πως συμφωνούσε κι εκείνος αν κρίνω από την έκφραση του προσώπου του. Ωστόσο, λέξη δεν έβγαλε. Εκείνος ήταν γύρω στα πενήντα με γκρίζο άσπρο μουσάκι να καλύπτει μέρος του προσώπου του. Φορούσε T-shirt κόκκινο με άσπρη οριζόντια ρίγα και βερμούδα αρκούντως casual, εκτός κι αν συμφωνούμε πως όλες οι βερμούδες είναι αρκούντως casual by default. Έμοιαζε διεθνής· ούτε Ρουμάνος, ούτε Δυτικός, ούτε Βαλκάνιος, ούτε τίποτε. Διεθνής όπως ένας επισκέπτης των Νυχτών Πρεμιέρας της Αθήνας ή ένας θαμώνας του Bios. Εκείνη ήταν μελαχρινή Μεσογειακού τύπου με μαλλιά μαύρα καρέ έως τον ώμο. Αδύνατη με σχετικά φθαρμένο πρόσωπο (αυπνίες φαίνεται πως την είχαν ταλαιπωρήσει για κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής της) και δυο μεγάλα μάτια ανιχνευτικού τύπου, ποτισμένα δυστυχώς από μια κάποια μόνιμη πικρία. Ταυτόχρονα όμως, ένα κομμάτι του εαυτού της έσφυζε από υγεία· έδειχνε γυναίκα που απόλαυσε παθιασμένο σεξ ανα περιόδους της ζωής της. Αυτό φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπο της· αν γνωρίσει κανείς τη λαγνεία άλλωστε, έστω και για λίγο, τότε εκείνη δεν θα σε αποχωριστεί ποτέ. Αντιθέτως, αφήνει ίχνη κάτω από το δέρμα σου, πίσω από το πρόσωπο σου. Φανερώνεται πια κάθε φορά που οι ερωτικές σκέψεις γίνονται αβάσταχτο φορτίο και το βλέμμα της γυναίκας υγραίνει λιγάκι. Παρέμειναν και οι δύο σε συστολή για όσο διήρκεσε το ταξίδι, συστολή που τους είχε ολοφάνερα εγκαταλείψει λίγες ώρες αργότερα όταν και τους είδα να απολαμβάνουν το μπαλκονάκι του ενοικιαζόμενου δωματίου τους.

Στα αριστερά μου και στα όρθια, μια παρέα μεταξύ των είκοσι επτά και τριάντα ενός ετών έχει πιάσει θέση στρατηγική, δηλαδή με θέα και τα ρέστα. Είναι όλοι τους διεθνείς. Ανάμεσα τους λευκοί ξανθοί, μελαχρινοί Μεσογειακού τύπου, απροσδιόριστου τύπου. Έχουν σίγουρα καλή σχέση με την τεχνολογία των υπολογιστών ενώ επίσης απολαμβάνουν και πολιτιστικά θεάματα, όσο πιο fusion γίνεται τόσο το καλύτερο. Κουβαλούν μπόλικες μπύρες μαζί τους, αυτός είναι κι ο συνδετικός κρίκος με τους υπόλοιπους επιβάτες, ή τουλάχιστον με ένα μεγάλο ποσοστό από δαύτους. Μέσα σε τρεις μόλις ώρες δεκάδες λίτρα μπύρας καταναλώνονται, σε κάποιες περιπτώσεις κάτω από έναν σχετικά καυτό ήλιο, τον ήλιο του Δέλτα του Δούναβη. Δε γελάει σχεδόν καθόλου κανείς από τους επτά-οκτώ backpackers που απαρτίζουν την παρέα. Αντίθετα, παραμένουν σχετικώς συνοφρυωμένοι και υπερόπτες καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού για άγνωστους λόγους που πιθανότατα σχετίζονται με τις συνήθειες της μεγάλης των υπολανθάνοντων hipster σχολή, the Exarcheia style.

                                                                                                                                        (συνεχίζεται..)



15.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία VI


Τσακιζόμαστε να βγάλουμε εισιτήριο, έχουμε και ένα πλοίο να προφτάσουμε. Στα εκδοτήρια προσπαθούμε να γίνουμε σαφείς, όσο σαφής τουλάχιστον δύναται να γίνει ένας 'κάτι σαν τουρίστας', όπως σε βλέπουν δηλαδή οι άνθρωποι πίσω από τα γκισέ, όλα τα γκισέ, γκισέ προσαραγμένα σε λιμάνια Αύγουστο μήνα: "θέλουμε το πλοίο το καλό, το traditionale". Εννοώντας φυσικά εκείνα τα παλιά τα μπλε-λευκά με καρεκλάκια έξω και κάτω από μια τέντα, με θέα προς τον κόσμο και με άρωμα από Αμερικάνικο σινεμά.

Στο κατάστρωμα 3 όμως αντικρύζουμε ένα καταμαράν, την ίδια στιγμή που παντού τριγύρω βρίσκονται ακινητοποιημένα τα πλοία των ονείρων μου. Το καταμαράν είχε όντως τα χαρακτηριστικά ενός πλοίου Ινδικής καταγωγής και τεχνοτροπίας ήταν όμως μικρών διαστάσεων και βρισκόταν σε αρκούντως θλιβερή κατάσταση. Τα καθίσματα έξω ήταν ιδιαιτέρως λιγοστά και με σκέπαστρο στο μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χώρου ενώ τα τζάμια κι απ' τις δύο πλευρές έκλεβαν επιπλέον πολύτιμο έδαφος από τη θέα του επιβάτη. Δύο ξεσκισμένες από το χρόνο Ρουμάνικες σημαίες συνόδευαν καταλλήλως το βρώμικο σκηνικό του πλοιάριου.

Λίγα εξωτερικά καθίσματα ισούνταν με μια αναμενόμενη μάχη μεταξύ των επιβατών εδώ που τα λέμε. Ξαφνικά, ένα από τα πλοία των ονείρων μου εμφανίζεται από το πουθενά και ως διά μαγείας το καταμαράν, θαρρείς φοβισμένο ή και από σεβασμό προς τον γηραιότερο, του δίνει τη θέση του στο κατάστρωμα με αριθμό τρία. Παρκάρει με τη σειρά του ακριβώς δίπλα και παράλληλα από το ηλικιωμένο ξαδελφάκι του. Αυτή η αναπάντεχη κίνηση προκαλεί μια μικρά αναστάτωση ανάμεσα στους παρευρισκομένους· κάποιοι διαμαρτύρονται χλιαρά. Το πλήρωμα πάντως σπεύδει να μας καθησυχάσει: "θα περάσετε μέσα από το πρώτο πλοίο και θα επιβιβαστείτε στο καταμαράν". Δράττομαι της ευκαιρίας: "στο πλοίο των ονείρων μας... στο πλοίο των ονείρων μας!" "Αν θες να φτάσεις στον προορισμό σου σε έξι αντί για τρεις ώρες είσαι ελεύθερος να διαλέξεις το πρώτο πλοίο", μας εξημερώνει ένα μέλος του πληρώματος που ούτε τη φάτσα του δεν πρόλαβα να δω· με προτεταμένο χέρι μου δείχνει την είσοδο προς το καταμαράν. Αναρωτιέμαι πρόχειρα γιατί να επιμένει τόσο, ούτως ή άλλως είχαμε ήδη πληρώσει δέκα ron επιπλέον για το γαμημένο τους καταμαράν το οποίο άλλωστε εκείνοι διάλεξαν για εμάς. Ίσως να θέλουν να το βλέπουν και γιομάτο σκέφτομαι.

Εντός του ταλαιπωρημένου πλοιάριου επικρατεί συνωστισμός. Καταφέρνουμε να βρούμε θέση έξω μα ένα σωρό κορμιά μας κρύβουν μεγάλο μέρος του ορίζοντα. Την ίδια στιγμή, στο πλοίο των ονείρων μου που βρίσκεται ακόμα προσαραγμένο στο λιμάνι, καμιά δεκαπενταριά το πολύ νοματαίοι την βρίσκουν στην σκιά. Έχει τέτοια άπλα που ακόμα και τη σκηνή σου έστηνες στο κατάστρωμα που λέει ο λόγος. Οι μηχανές του καταμαράν έχουν ήδη πάρει μπρος κι εμείς προσπαθούμε να αγναντέψουμε μέσα από τα τζάμια, μάταια όμως. Μια πράσινη θολούρα ήταν ότι κατάφερνες να ξεχωρίσεις. Όπου πράσινη θολούρα βάλε την πυκνή βλάστηση του ποταμού Δούναβη... μα ήταν αλήθεια λοιπόν, ταξιδεύαμε στα νερά του Δούναβη! Ήταν τέτοια η χαρά μου που ακόμα και τα κακά νέα που προσγειώθηκαν στα αυτιά μας από δύο αργόσχολα μέλη του πληρώματος δεν με αναστάτωσαν ιδιαίτερα· οι έξι ώρες ήταν τελικά τέσσερις, το πλοίο των ονείρων μου απείχε μόλις μια ώρα μακριά από την επίδοση του καταμαράν!

Πλέουμε στον Δούναβη και για καλή μας τύχη με διάφορους ελιγμούς εξασφαλίζουμε ένα παράθυρο στη θέα. Μικρό παράθυρο αλλά αυτό είχαμε. Ο Δούναβης δεν αργεί να σε συναρπάσει· στη φυσική του ομορφιά προστίθεται κιόλας μια κάποια Ευρωπαϊκή υπεραξία. Το μεγαλύτερο ποτάμι της ηπείρου μας, αν εξαιρέσεις τον Ρωσικό Βόλγα, διασχίζει δέκα χώρες. Πηγή ζωής για κάποια μύρια χρόνια, ο Δούναβης τροφοδοτεί το φαντασιακό, σε οδηγεί σε ενθουσιώδεις σκέψεις. Ήταν άλλωστε η πρώτη μου φορά.

Ο Μπλε Δούναβης του Γιόχαν Στράους του υιού αν και γαργαλά για λιγάκι το μυαλό μου απορρίπτεται ασυζητητί."Το μπλε που φαντάστηκε ο Γιόχαν ίσως να ανήκει στη Βιέννη, εδώ στη Ρουμανία πάντως όλα είναι - του νερού συμπεριλαμβανομένου - καστανοπράσινα " σκέφτομαι. Κάποια μέρα ίσως να αποκτήσει και τούτο το μέρος τον ύμνο του σκέφτομαι. Μέχρι τότε δανεικά, τα πάντα είναι δανεικά.

Έχουν περάσει δέκα πέντε λεπτά που η φύση μας περιτρυγυρίζει από παντού, κατά βάση βέβαια αντικρύζουμε καλαμιές, όσες δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Είναι όμως η αίσθηση που σου προκαλεί ο υδάτινος ορίζοντας που κυριαρχεί στο συνειδητό σου, έως ότου εκείνη η αίσθηση δοκιμαστεί σκληρά: μαύρος καπνός τυλίγει τη θέα μου, ευγενική χορηγία ενός παλαιού πλοιάριου. 

Λίγο αργότερα, και τη στιγμή ακριβώς που συναντάμε το πρώτο δείγμα πολιτισμού, έπειτα από μπόλικα λεπτά στου Δούναβη την αγριάδα, πολλοί από εμάς στρέφουμε απότομα τα κεφάλια μας προς τα εκεί, εν πολλοίς ενστικτωδώς, μερικοί σηκωνόμαστε και από τις θέσεις μας κιόλας. Βλέπετε, τα δέντρα δεν τα ξεχώριζαν και πολλοί από εμάς πάνω στο πλοίο σε αντίθεση με τις κατασκευές από χέρια ανθρώπινα. Ίσως για κακή τους τύχη, μα σίγουρα για δική μου καλή τύχη, συναντάμε απομεινάρια του παλαιού κόσμου. Πρόκειται για κατασκευή κομμουνιστική, εδώ επισκεύαζαν τα πλοία κάποτε. Όλα βρίσκονται στο χρώμα της σκουριάς, γερανοί, μηχανήματα, παρατημένα πλοία. Ταυτόχρονα, όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, σαν να επρόκειτο να πάνε εργάτες να δουλέψουν το επόμενο πρωί.