Ανέκαθεν μέσα μου πάλευαν η «ταπεινότητα» και ο Νιτσεϊκός Υπερ-Άνθρωπος. Η μάχη σκληρή, διαρκής, επίπονη.
Ταπεινότητα: χριστιανικής προελεύσεως εξ ανατροφής, με σεβαστές δόσεις από post-Buddhist Zen (σε μια πιο Αμερικανοποιημένη εκδοχή του) και «αριστερής» λιτότητας-μετριοπάθειας-ολιγάρκειας.
Υπερ-Άνθρωπος: ακαδημαϊκής προελεύσεως με ισχυρές δόσεις από (ψευδό) high-culture και σχηματοποιημένης ύστερα από την κοινωνική ζύμωση με μυριάδες (ψευδό) Υπερ-Άνθρωπους:
· well-educated people με ισορροπημένη κοινωνική ζωή και επαγγελματική σιγουριά-ασφάλεια∙ συνήθως υποφέρουν από μοναξιά∙ τέλος, συνήθως δεν «καταλαβαίνουν» τη δυστυχία-απογοήτευση του άλλου, συνεπώς η μοναξιά γίνεται ανυπόφορη
· snobbish-good looking-ευκατάστατους καταφερτζήδες με κοινωνική αναγνώριση και συνήθως καλλιτεχνικές βλέψεις∙ συνήθως τις Κυριακές τα βράδια ξεσπάνε σε κλάματα
· rationalized τέρατα με εξωφρενικές ικανότητες, δυνατότητες, ισορροπία, παράγωγα μιας εποχής που φθάνει οσονούπω, και κοιτά προς την τελειότητα∙ μοναδικό τους κουσούρι το γεγονός ότι μπορούν να μιλούν για ένα σωρό πράγματα με επιτυχία, χωρίς όμως «να έχουν κάτι να πουν»∙ συνήθως δεν καταλαβαίνουν τη δυστυχία-απογοήτευση του άλλου, συνεπώς, δεν γνωρίζουν τίποτα
Η αναγωγή της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου σε άσπρο-μαύρο την οποία υποδεικνύει το παρόν κείμενο και η οποία διαπίστωθηκε στα μισά της συγγραφής του, μα το κυριότερο, συνέβη ανεπαίσθητα, και ας είχε προηγηθεί προ ημερών (2 Δεκεμβρίου) από τον υπογράφοντα ένα κατακεραυνωτικό κείμενο σχετικά με την αστειότητα μιας τέτοιας προσέγγισης, δεν μπορεί παρά να προβληματίζει.
Ή μάλλον, μπορεί και όχι. Το παιχνίδισμα της «Μοίρας» (προσωρινός τρόπος να εκφράσω τις αγνωστικιστικές ανησυχίες μου) είναι μια απόδειξης της προσωρινότητας, ματαιότητας, μηδαμινότητας της όποιας «αλήθειας» είναι σε θέση να υποστηρίξει ένα ανθρώπινο ον.
Αντιλαμβάνομαι την κριτική από μια επιστημονική σκοπιά πάνω στο επιχείρημα της «Μοίρας» που έτρεξα να διαπιστώσω σαν να το λαχταρούσα τρόπον τινά, αλλά αδιαφορώ πλήρως. Η «αλήθεια» της επιστήμης άλλωστε, βρίσκεται υπό διαρκή έλεγχο∙ η «αλήθεια» της φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι «Δεν Γνωρίζουμε∙ κάνουμε υποθέσεις που επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται».
Εν τω μεταξύ, μπορώ κάλλιστα να απολαύσω την δική μου «αλήθεια» που συνίσταται σε αέναες βόλτες στο (όχι πια συλλογικό) φαντασιακό και σφιχταγκαλιάσματα με παράξενα παιχνίδια της όποιας «Μοίρας». I’ve only desired games in my life; games with great seriousness…