26.5.15

ξ. βασανίζομαι


Ο MILAN KUNDERA ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΠΑΝΤΑ 'Α ΘΕΣΗ



Ο Kundera, όσο κι αν φαίνεται περίεργο εκ πρώτης όψεως, ανήκει στο σύμπαν του John Le Carré πολύ περισσότερο απ’ όσο ανήκει στον κόσμο στον οποίο τον κατέταξε το κοινό των βιβλιόφιλων. Και οι δύο σπουδαίοι συγγραφείς ενηλικιώθηκαν στην Ευρώπη, αν και σε αντίπαλα στρατόπεδα, τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσαν μάλιστα οργανικά στελέχη των δύο καθεστώτων στα οποία έζησαν, με ότι αυτό συνεπαγόταν για τις προσωπικές τους ζωές αλλά και για τη διαμόρφωση του δημιουργικού τους σύμπαν. 

Ο Kundera ειδικά, δεν έπαψε ποτέ να ανήκει σε ένα στρατόπεδο. Αρχικά, όταν διετέλεσε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχίας αλλά και μετέπειτα, στην περίοδο που έζησε στη Γαλλία, εξόριστος πια, όταν άλλαξε πλευρά αλλά, πρακτικά μιλώντας, παρέμεινε «έγκλειστος» σε στρατόπεδο. Ο πολέμιος αυτός της «Τρομοκρατίας της Καρδιάς», όπως ο ίδιος την ονόμασε, καρδιά με την οποία μπούχτισε να χαριεντίζεται τα χρόνια της Πράγας, καθώς έτσι το θέλησαν οι ανάγκες και οι επιταγές του τότε αυταρχικού καθεστώτος, ήταν επόμενο πια να γίνει ο κήρυκας άλλων ιδεών, δοξασιών, επιχειρημάτων. 

Ήταν επόμενο, ναι· είπαμε, ψυχρός πολεμιστής! 

Δίχως την μια κάποια απολογητική διάθεση με μικρές δόσεις ενοχής που χαρακτήρισε το έργο του Le Carré, έστω αν κι αυτό αποσκοπούσε στην εξιδανίκευση των Μεγαλοβρετανικών ιδεών που υπηρέτησε προηγουμένως - και ίσως όχι μόνο προηγουμένως - στη ζωή του, ο Τσέχος έκτισε το σύμπαν του έργου του μεθοδικά - και πόσο ελκυστικό ήταν αυτό το σύμπαν!

Διαισθάνομαι την ένσταση· «τι δουλειά έχει το έργο και η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη μέσα στην ίδια κουβέντα!;» Τόσες λέξεις έγραψε γι’ αυτό το θέμα και ο Kundera ο ίδιος άλλωστε. Επιτρέψτε μου· δεν αναφέρω την προσωπική του ψυχροπολεμική ζωή διαρρηγνύοντας το έργο του, θυμίζω πως ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται μέσα στο έργο του, αρκεί μια ματιά στα γεμάτα πάθος δοκίμια του. Εκεί ο Kundera, ανάμεσα στα άλλα, αναφέρεται επικριτικά σε όλους εκείνους που διεξάγουν δίκες προθέσεων. 

Συντάσσομαι με τον Kundera κατά των εκστρατειών ηθικής εξόντωσης καλλιτεχνών με σκοπό να επισκιαστεί το έργο τους και να ξεθωριάσει η κληρονομιά τους, την ίδια στιγμή που αντιλαμβάνομαι πως ο Kundera απάλλασσε – σιωπηλά και αθόρυβα – και τον εαυτό του τον ίδιο! Και τον Celin... αλλά και τον ίδιο! 

Ο Kundera δεν ήταν αφελής· ανέβηκε στο τρένο την στιγμή ακριβώς που εκείνο ξεκινούσε τη μεγάλη του κούρσα με εκκωφαντική ταχύτητα αλλά και minimal ηχοχρώματα. Ο Kundera θα συνεχίσει να στολίζει φοιτητικά δωμάτια, ανήκει άλλωστε στην ίδια οικογένεια με τον Orwell, ένα ακόμη παιδί του Ψυχρού Πολέμου το οποίο υψώθηκε στο βάθρο των πολέμιων του ολοκληρωτισμού και εργαλειοποιήθηκε στον αγώνα που δίνουν κάποιοι να διατηρηθούν αιωνίως στην εξουσία. 

Orwell = hard power / Kundera = soft power· αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία!

Μιλώντας κάποτε για χρυσές και μαύρες λίστες, ο Kundera ανέφερε πως ορισμένοι συγγραφείς ανεβοκατεβαίνουν από τα ψηλά στα χαμηλά  κι ανάποδα ανάλογα με τις μόδες και τις επιταγές της εποχής. Εκείνος, δεν μας το είπε αυτό, ανήκει στη χρυσή λίστα και όλα δείχνουν πως δύσκολα θα φύγει από εκεί καθώς έπραξε σύμφωνα με το λογικό του συμφέρον, δεν πόνταρε στα τερτίπια της καρδιάς.




25.5.15

ν. βασανίζομαι


Ο MILAN KUNDERA ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΠΑΝΤΑ 'Α ΘΕΣΗ

I


Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Milan Kundera για όλα αυτά. Μάλλον πως αντιπαθούσε πάντως τις πολεμικές, τις κατηγόριες και τις δηλώσεις που παρερμηνεύονται πως είναι της ψυχής.

(Ελάχιστοι έχουν μιλήσει από βάθη σαν αυτά που της αποδίδουμε, οι πιο πολλοί μιμούνται τη φωνή της με βάση τις εκδηλώσεις του πόνου του ανθρώπινου σώματος, το σώμα όμως δεν είναι μεγάφωνο της ψυχής, η ψυχή δεν υπάρχει, πρόκειται περί μιας υπερπολύτιμης ανθρώπινης επινόησης που γεννιέται από το ανθρώπινο πνεύμα, εφεύρεση που έρχεται να αντισταθμίσει την έμφυτη λογική του ανθρώπινου ζώου, της χαραγμένης στα κόκκαλα λογικής που προτάσσει την επιβίωση έναντι της χαράς, της ευφορίας, της ευτυχίας). 

Ίσως το ρήμα αντιπαθούσε βέβαια να μην είναι ακριβώς το κατάλληλο να αποδοθεί στον Kundera. Ο Kundera αναπνέει πνεύμα και χέζει λέξεις, ρουφάει μουσική όπως εγώ ρουφάω το γκρίζο χρώμα ενός μονίμως συννεφιασμένου, στα χρόνια της κρίσης, Αττικού ουρανού. Ο Kundera δεν πουλάει πνεύμα, ζει μέσα του, όπως εγώ εγκαταλείπω τα εγκόσμια κάθε φορά που καταπιάνομαι να γράψω δύο αράδες με περιορισμένο λεξιλόγιο λόγω επίμονης επιμονής στην δική μου εκδοχή της, πάντοτε υποκειμενικής, πραγματικότητας για την οποία απαιτούνται λίγες λέξεις για να παρουσιαστεί ακριβώς επειδή είναι μία εκδοχή ανάμεσα σε πολλές άλλες. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες αφηγήσεις της ιστορίας των ανθρώπων απαιτούν την εργασία χιλιάδων επίμονων «αραχνών που υφαίνουν ιστούς». Η μικρή αλήθεια που μου αναλογεί ωστόσο έχει την κοψιά αετού, όπως θα το ‘γραφε ο Kundera, ή, ίσως να μετέγραψε κι αυτός με τη σειρά του τον Nietczhe

Ο Kundera, όπως και ο Miller, δοξάστηκε. Λατρεύτηκε. Πουλήθηκε. Εν Αθήναις, ο Kundera, μαζί με άλλα δύο κεφαλαία «Κ», τον Kafka και τον Καμύ, σχημάτισαν την Αγία Τριάδα της λογοτεχνίας. Κάποιους τους καθήλωσε ο Kafka, άλλοι κόλλησαν με τον Camus, αμέτρητοι ήταν εκείνοι που πόθησαν την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι του Kundera, αλλά και όλων εκείνων που το είναι του Τσέχου συγγραφέα θέλησε: το γέλιο – τη χαρά – την ευφορία – το χιούμορ – την λεπτή ειρωνία - την καλοπέραση! 

Μάγος ο Kundera, υπέροχος λογοτέχνης, αναρωτιέμαι καμιά φορά ωστόσο πώς τα κατάφερε να πείσει τόσους πολλούς πως «η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» ήταν δική του, κατά συνέπεια, ίσως να μπορούσε κάποτε να γινόταν και δική μας, μιας και ο Milan ήταν παιδί του Ψυχρού Πολέμου, ψυχρός τύπος και ο ίδιος. 




16.5.15

μ. βασανίζομαι


ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ ΤΟΥ HENRY MILLER ΘΑΦΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΛΑΖ



Τι αλήθεια θα συνέβαινε αν ο Henry Miller αποφάσιζε να επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα;

Ο Αμερικάνος συγγραφέας, αξίζει να αναφέρουμε παρεμπιπτόντως πως είχε δίκιο στο 75% των όσων ανέφερε για την Ελλάδα στο βιβλίο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσίου», δεν πιστεύω πως θα ενθουσιαζόταν και τόσο να συναντήσει ανθρώπους κακέκτυπα εκείνου που θα μπορούσαν να ήταν αν άκουγαν κάποτε τις φωνές των Ερινύων που τριγυρνούν γύρω από τους Αθηναϊκούς λόφους, κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος συνήθως· αν επέτρεπαν να τους τυφλώσει το Αττικό φως που αντανακλάται στα ιερά βράχια της Αττικής, στην ομιλούν πέτρα που βρίσκεται σπαρμένη σε όλη τη χώρα· αν έστηναν αυτί ώστε να κρυφακούσουν ιστορίες που μετέφεραν οι ναύτες και οι ψαράδες στο πέρασμα των δεκαετιών, ιστορίες για τον τόπο μας· αν έπαιρναν στα σοβαρά τις αρχαίες κολώνες από μάρμαρο Πεντέλης καρφωμένες γερά στα θεμέλια της Ευρώπης και πεταμένες στο Ελληνικό σήμερα, κολώνες που πρέπει να αναμετριέσαι μαζί τους επιστρατεύοντας ολόκληρη την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι σου αφού πρώτα έχεις απενεργοποιήσει το κομμάτι εκείνο του εαυτού σου που κάποτε αγόρασε εξειδίκευση από κάποιο, φημισμένο ή άσημο, πανεπιστημιακό ίδρυμα της Ευρώπης· 

αν επίσης αντιλαμβάνονταν πως σε μια κουλτούρα που η τέχνη της φιλίας ήταν από πάντοτε πολύτιμος σύμβουλος μιας πραγματικής εϋζωίας και παραμένει σύμμαχος και οδηγός ακόμα και σε χαλεπούς καιρούς, σε πείσμα της λογικής των θαυμαστών του Δαρβίνου, σε έναν τέτοιον τόπο λοιπόν το να αντιγράφεις πολιτιστικούς κώδικες οι οποίοι λιπαίνουν με χημικά λιπάσματα γόνιμα εδάφη που δεν χρειάζονται τίποτε άλλο παρά φως, τότε δίνεις γέννα σε κάτι κωμικοτραγικό, όλα αυτά χωρίς να επιθυμούμε να δηλώσουμε μια κάποια περιφρόνηση για υπολογιστικές συμπεριφορές, αντικοινωνικά χούγια και ατομιστικούς κώδικες συμπεριφοράς που προέκυψαν έπειτα από αιώνες κοινωνικών εξελίξεων στις πεδιάδες της Ολλανδίας, αλλά και στις θάλασσες της νοτιοανατολικής Ασίας όπου θαλασσοδέρνονταν επί αιώνες Ολλανδοί ναύτες-πειρατές, δεν επιχειρούμε μια αξιολογική περιγραφή μη συγκρίσιμων, καθότι μοναδικών, ποιοτήτων που δε θα μπορούσε να δηλώνει τίποτε απολύτως ξέχωρα από στενομυαλιά ή και λανθάνοντα σωβινισμό, περιγράφουμε απλά το χαρακτήρα μιας καταστροφικής άρνησης, μιας ανεπεξέργαστης άρνησης που διαγράφει μονομιάς τον ιστορικό χρόνο, και δη τον Ελληνικό, σε μια εποχή άλλωστε που αντιπαθεί σφόδρα το βάθος και δη το ιστορικό, και λόγω εξωφρενικών ταχυτήτων, αλλά όχι μόνο. Αντιπαθεί το βάθος επίσης διότι η ιστορική γνώση υποτίθεται  πως είναι θύμηση και διδαχή, δύο λέξεις από καιρό διαγραμμένες στο λεξιλόγιο ενός χρήστη του ίντερνετ. 

Αν ζούσε πάντως ο Miller θα ένοιωθε άβολα με την κληρονομιά του, που δεν είναι μόνο δική του βέβαια, είναι και του Norman Mailer, καθώς και άλλων. Αυτή η κληρονομιά βοήθησε στην καθιέρωση της φαντεζί λογοδιάρροιας, της απροκάλυπτης άγνοιας περί των βασικών μετά τιμής και περηφάνιας, της αδιαφορίας για κάθε είδους κανόνες στην εργασία της γραφής αλλά και την πιθανότητα αυτή να είχε κάποιο απώτερο σκοπό και δηλωμένο στόχο.
Ο Miller δεν ήταν ένας σπουδαίος συγγραφέας. Επιπλέον, δε νομίζω πως βούτηξε ποτέ του σε μεγάλα βάθη, όχι επειδή δεν το επιθυμούσε, αλλά απλά γιατί δεν ήταν τόσο ταλαντούχος βουτευτής. Όπως και να ‘χει, στον «Κολοσσό του Μαρουσίου» ο Miller στήνει ένα μεγάφωνο να ακουστεί η σοφία του καθημερινού ανθρώπου, καταγράφει τον αντίλαλο των βουνοπλαγιών και των ιερών βράχων της Ελλάδας, αποκαλύπτει τη σχέση του ανθρώπου με αυτό το αρχέγονο βουητό. Η έκτη αίσθηση του Miller βρίσκεται σε οργασμό επί διακόσιες τόσες σελίδες, το βιβλίο του είναι ένα κοχύλι που μας προσφέρει την ηχώ του ατελείωτου ωκεανού, ο «Κολοσσός του Μαρουσίου» είναι όλα όσα εμείς ξεχάσαμε, όσα θάψαμε δίχως κηδεία καμιά. 



8.5.15

λ. βασανίζομαι



IRONY IS A WARM GUN

ΙΙ



Μιλώντας περί ειρωνείας, ίσως να έχετε παρακολουθήσει κάποιο από τους σωρούς των video που με τη μάσκα της σάτιρας έχουν μoναδικό σκοπό τη γελοιοποίηση καταστάσεων που σε εκείνους φαντάζουν θλιβερές και αστείες, καταστάσεων ανθρώπινων (ίσως πολύ ανθρώπινων) που βιώνονται από ανθρώπους γύρω μας (π.χ. πρώην τοξικομανής – νυν θρησκεύομενος). Είναι λογικό ως ένα βαθμό να βρίσκει κανείς μια ευχαρίστηση εμπρός της γελοιοποίησης όλων εκείνων που τον καταδυνάστευαν κάποτε: παλαιομοδίτικες ιδέες, μαραμένες λέξεις (π.χ. «θύμησες»). Επιπλέον, όλοι μας γνωρίζουμε πόσο έντονη μπορεί να γίνει η επιθυμία να συγχρονίζεσαι με την εποχή σου, το διαπίστωσε άλλωστε και ο Ρεμπώ όταν μας πληροφόρησε πως «δεν έχεις άλλη επιλογή από το να είσαι μοντέρνος». Βρισκόμαστε σήμερα πάντως στο σημείο όπου «το να είσαι άνθρωπος έγινε συνώνυμο του να είσαι μοντέρνος, δηλαδή εφήμερος». 

Όπως κι εκείνοι λοιπόν, έτσι και εμείς ήδη καταδυναστεύομαστε από τον ανέξοδο ατομισμό, την αχαλίνωτη αθυροστομία, τον χυδαίο υλισμό όλων εκείνων που κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους με σκοπό να εκστομίσουν την κατηγόρια «μικροαστός!» δεν κάνουν άλλο πράμα από το να επιδεικνύουν την τύφλα τους. Μια τύφλα μεθυσμένη από την ατελείωτη αυταρέσκεια θα έλεγε κανείς·τύφλα στην έπαρση. Τα  video αυτά που μυρίζουν ψευδεπίγραφη - νοθευμένη από το πανταχού παρών lifestyle - αυθεντικότητα, αποτελούν μνημείο κακογουστιάς. Μια δήθεν σάτιρα που δεν προκαλεί το γέλιο αλλά εκβιαστικά μονάχα απαιτεί από εσένα να απελευθερώσεις εκείνο το κομμάτι του εαυτού σου που σε καλεί προς ανθρωποφαγία. 

Διάβασα κάπου πως ένας ανόητος είπε το εξής σοφό: «αυτή η χώρα θα πέσει στο γκρεμό χαχανίζοντας». Προσοχή· δεν θα βουτήξει στο κενό μέσα σε έκσταση αλλά εξουδετερωμένη έπειτα από στιγμές ανελέητου χαβαλέ. Φυσικά, και η έκσταση ακόμη εξουδετερώνει το υποκείμενο αλλά μάλλον δηλώνει κάτι βαθύτερο από μια διαδικασία που μοιάζει με νάρκωση μέσω της μίμησης: το γέλιο που προκύπτει μέσα από το χαβαλέ αποκαλύπτει ολοφάνερα το κωμικό χωρίς το κωμικό όπως το περιέγραψε ο Kundera

Κωμικό χωρίς το κωμικό: η περίπτωση να γελάς με κάτι που δεν είναι αστείο. 

Ο χαβαλές, πολύτιμο απόκτημα για παρέες φοιτητών που οχλαγωγούν σε κάποιο διαμέρισμα τις νυχτερινές ώρες, είναι μια κατάσταση που απέχει ένα διάστημα φωτός μακριά από το χιούμορ. Το χιούμορ προϋποθέτει αγάπη· είναι ακριβώς η αγάπη του Σταύρου Τσιώλη προς τους χαρακτήρες που σατυρίζει στις ταινίες του που αποδίδει καρπούς και σπέρνει αβίαστο γέλιο στο θεατή. Το χιούμορ επίσης δύναται να είναι μαύρο, σαν τη ψυχή του ποιητή.

Ο χαβαλές προκύπτει από τη ζωντανή επικοινωνία και συνδυαλλαγή άγουρων ακόμα, με δίψα για ζωή ωστόσο, νεαρών οργανισμών. Όταν ο χαβαλές αποκόπτεται από το φυσικό του περιβάλλον όμως ώστε να μεταφερθεί στην οθόνη αποκαλύπτει αυτομάτως την στενή, περιοριστική, και στενάχωρη, φύση του: η επιθετικότητα του, η ατσαλοσύνη του, η επιφανειακότητα του πυροβολεί το χιούμορ, πολύτιμο διανοητικό κατόρθωμα της νεωτερικότητας σύμφωνα με τον Octavio Paz, χιούμορ που αγαλλιάζει τον άνθρωπο. Το χιούμορ αποτελεί και απόδειξη εκλέπτυνσης, δεν είναι μόνο παράγωγο της αγάπης. Εκλέπτυνσης του πνεύματος μάλλον με όρους αποκλειστικά μοντέρνους, δηλαδή εφήμερους, ωστόσο εκλέπτυνσης.