30.5.21

Moai

 

 

Βρέχομαι ως τα γόνατα. Στέκομαι στο ίδιο σημείο μέσα στη θάλασσα όπως πριν από 25-30 χρόνια. ‘Ημουν, θυμάμαι, εκστασιασμένος· είμαι, νοιώθω, συγκρατημένος.

Εκείνο το πρωί προς μεσημέρι χορεύαμε στη θάλασσα την ώρα που μια φωτιά σιγόκαιγε στην κορυφή του Παναχαϊκού Όρους. «Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, όλα τα δάση τα βουνααά...» τραγουδούσαμε όλο χαρά, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα των Παοκτσήδων για την Ομόνοια και τον Πειραιά.

Σοφός σαν έφηβος, δηλαδή ευτυχώς καθόλου, δεν θα αργούσε η στιγμή που θα πλήρωνα το πάθος μου για την φωτιά – άρπαξαν τα μαλλιά και τα φρύδια μου παίζοντας με τα σπίρτα. «Όποιος ανάβει φωτιά τα γένια του καίει» όπως λέει και το ρητό· κι απ’ τον έρωτα βέβαια κάπως έτσι καταλήγεις, αμούστακο παιδί παραδομένο στο καρδιοχτύπι του.

«Πυρ γυνή και θάλασσα, δυνατά τρία» μας κατατοπίζει πρώτος ο Αίσωπος. Έπεται, σε ανάλαφρο τόνο επιλέγουμε να πιστεύουμε, ο κωμωδιογράφος Μένανδρος: «θάλασσα και πυρ, και γυνή τρίτον κακόν».

«Ένα βιβλίο (η φλόγα της γνώσης), λίγη θάλασσα και πολύ γυναίκα και ο κόσμος ήταν πλήρης» μεταφράζει την εξίσωση της επιθυμίας, ύστερα από δύο χιλιετίες και βάλε, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Τερματικός σταθμός η Eurovision με «λίγο κρασί (νερό της φωτιάς), λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου» διά χειρός Πυθαγόρα.

Ζούμε, ως γνωστόν, στην εποχή του ποσοτικοποιημένου επιστημονικού ψεύδους – το δέος και ο θαυμασμός για το πυρ, την θάλασσα, το έτερο, ή το ίδιο, φύλο, δεν θα μπορούσε να είναι «λίγο» ή «πολύ» - είναι απροσμέτρητο.

Εξού και ο Προμηθέας δεν έπαψε στιγμή να χάνει το συκώτι του έως και σήμερα, ο Μένανδρος θα μνημονεύεται στον αιώνα τον άπαντα κι άλλωστε πνίγηκε, παραδόθηκε δηλαδή στη θάλασσα, ενώ, τέλος, όλοι οι άνθρωποι που γνώρισες από έρωτα εκπέσανε·

όσοι μένουν στα πατώματα ο κόσμος δεν τους συγχωρεί, για όσους καταφέρνουν και σηκώνονται, απορεί... ο κόσμος: εκείνων που τα υγρά καθόλου δεν προξένησαν εγκαύματα στα κορμιά των άλλων οπότε πριν απ’ όλους, λιγόστεψαν.

 

 

*

Πενήντα επτά ανεμογεννήτριες στέκουν εδώ και καιρό στην κορυφή του Βοδιά, εργάζονται απτόητες με τη βοήθεια των μποφώρ της περιοχής. Δεν θυμίζουν σε τίποτα τα τεμπέλικα δέντρα και τη ράθυμη χαμηλή βλάστηση μιας περασμένης εποχής. Τότε, οι άνθρωποι έτρεμαν πολύ λιγότερο τον ήλιο και τον καρκίνο του δέρματος – αυτά παθαίνεις όταν το περιβάλλον γύρω σου νοηματοδοτείται μέσω των θερινών παθημάτων αδαών περί καύσωνα ηλιολιγούρηδων Σκανδιναβών τουριστών.

Από χιλιόμετρα μακριά, από απόσταση ασφαλείας, οι ανεμογεννήτριες δεν μοιάζουν πλέον μηχανές. Τ’ απογεύματα με συννεφιά βλέπω πελώριους σταυρούς, φαντάζομαι απόβλητους στην Ιουδαία. Τα πρωινά που ο ήλιος είναι εντάξει απέναντι μας αντικρύζω παράξενα τελετουργικά σύμβολα, μοιάζουν με Μοάι μοντέρνων Ράπα Νούι. Τα βράδια, πινέζες και καρφιά κάνουν voodoo στον πολιτισμό μας τρυπώντας ανελέητα το σώμα του βουνού.

Όπως και να ‘χει, τις ανεμογεννήτριες εμίσησαν πολλοί, ενίοτε for a good reason,

(περιβαλλοντικό κόστος, ιδιωτικές εταιρίες που ξεχνούν να μαζέψουν τα μπάζα άπαξ του θανάτου των ανεμογγενητριών, προβληματική χωροθέτηση),

την ιδέα πως ο άνθρωπος παράγει ενέργεια μέσω του αέρα και του ήλιου θέλω να πιστεύω κανείς!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

24.5.21

This is petroleum

 

Μεσημεράκι Παρασκευής και εξασκούμαι στο αγαπημένο μου θερινό χόμπι, για τις ώρες που αράζω σε κάποια παραλία τουλάχιστον – αλιευτής microplastics.

Μάτι εκπαιδευμένο πλέον, ικανό να ξεχωρίζει ανάμεσα από πολύχρωμα βότσαλα το τεχνητό μπλε, το κόκκινο των χρωστικών ουσιών, το πράσινο που δεν συναντάται στην φύση, την Μεσογειακή τουλάχιστον – ποιος ξέρει τι μυστήρια κρύβει μια ζούγκλα στην Καμπότζη;

Μια συνήθεια που έγινε ανάγκη που έγινε λατρεία η οποία ξεκίνησε όταν ο απόηχος του συνθήματος του Μάη του 68 «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία» έπαψε να δονεί τη νεολαία.

Αναμενόμενο, ζούμε στην εποχή που «κάτω από την παραλία υπάρχει πλαστικό». Προηγήθηκε χρονικά η «Αλλαγή» - από τον φραπέ στο χέρι περάσαμε στον take-away freddo cappuccino, το πλαστικό ποτήρι και τα καλαμάκια μιας χρήσης παρέμειναν περίπου ως είχαν.

The devil is in the details, οπωσδήποτε πλαστικοποιημένες πλέον, τις οποίες ήμουν στη δυσάρεστη/ευχάριστη θέση να διακρίνω αφότου σταμάτησα να επισκέφτομαι τη θάλασσα με hangover.

Πάει καιρός που εξομολογούμαι τα πάθη μου στη θάλασσα, αντί μιας μακρόστενης ξύλινης μπάρας. Κι άλλωστε, είτε κολυμπάς σε νερό της φωτιάς σε κάποιο μπαρ στο κέντρο της πόλης με soundtrack τη χλαλοή του κόσμου, είτε καταπίνεις λίγο λίγο την αλμύρα που φέρνει το κύμα την ώρα που βρίσκεσαι ανάσκελα στην επιφάνεια του νερού με τα χέρια σε έκταση και τον αδυσώπητο ήλιο να μοχλεύει τους ωκεανούς της μνήμης σου,

θαλασσοδέρνεσαι, θαλασσοπαλεύεις.

Ήρθαν τα πράγματα έτσι ώστε χρόνια τώρα να πηγαίνω στην παραλία οπλισμένος με πλαστική σακούλα. Και μπόλικο κουράγιο· ας μην ξεχνάμε πως τόσο οι υπέρμαχοι της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια αλλά και εκείνοι που πίστευαν πως το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του τον Αύγουστο ξεχνούσαν τις διαφορές τους και έθαβαν το τσεκούρι του πολέμου τις γόπες των τσιγάρων τους στην άμμο.

Like father, like son - ορίστε λοιπόν μια απόδειξη της αδιατάρακτης ομοψυχίας της μεσαίας τάξης στη χώρα μας!

Δεν θα πάψω να γεμίζω σακούλες με μικροπλαστικά για όσο καιρό τουλάχιστον σκαπτικά μηχανήματα θα οργώνουν παραλίες λίγο πριν την έναρξη της τουριστικής σεζόν ώστε να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλίκι.

 

This is water.”

This is water” απαντούσε ο David Foster Wallace στα νεαρά ψάρια που κολυμπούσαν αμέριμνα στη θάλασσα και αναρωτιόνταν ειλικρινώς ‘what the hell is water?’ Άτυπος εκπρόσωπος της Generation X, ο Αμερικανός συγγραφέας απευθυνόταν δυνητικά τόσο σε boomers, οι οποίοι κάθε άλλο παρά ευήκοα ώτα αποδείχθηκε πως είχαν δεδομένης της έξης τους στο Philip Rothικό μάντρα "I cum, therefore I am," όσο και σε millennials οι οποίοι, ακολουθώντας το παράδειγμα των μπαμπάδων τους, they turned on, tuned in, but didnt drop outthey burnout instead.

This is petroleum.”

This is petroleum” απαντώ από μέσα μου στα αδιάκριτα βλέμματα απροβλημάτιστων παραθεριστών που συνήθισαν να ζουν ως τουρίστες στον τόπο τους:

γιαγιάδες, προ κορωνοϊού, μειδιούν σαν με βλέπουν να πιάνω με τα γυμνά μου χέρια καπάκια -που κρύβονται ανάμεσα από πέτρες και χαλίκια, παντελώς ανυποψίαστες πως το πλαστικό έχει περάσει πλέον στην τροφική αλυσίδα, κατά συνέπεια, το σερβίρουν στα εγγόνια τους στο πιάτο·

μεσήλικες γυναίκες που μπαίνουν στη θάλασσα μέχρι τη μέση αμφιταλαντεύονται μεταξύ αμηχανίας και άρνησης· συνομήλικοι τους άντρες τρολάρουν, διερωτώνται ρητορικά αν θα πρέπει πια να πηγαίνουμε στην παραλία κουβαλώντας πλαστικές σακούλες·

τέλος, υπήρξε κι εκείνο το μεσημέρι του Ιούνη·

μια βαμμένη ξανθιά με ωραία πόδια έστρωσε την πετσέτα της δύο μέτρα μακριά από τη δική μου. Ήταν η δεύτερη μέρα στη σειρά. Δεν κατάλαβα πως έγινε, αλλά αγόρασα freddo espresso. ΣΕ ΠΛΑΣΤΙΚΟ. Έβαλα ακουστικά, το “Harlem River” από τον Kevin Morby στο repeat.

Σμαράγδια και ρουμπίνια πια, τα microplastics άστραφταν κάτω από τον ήλιο...

    

                            

 

 

 

 

10.5.21

Taste Like Honey: Reminiscences from the Αlbum Εra

 Max Romeo & The Upsetters War Ina Babylon


 

There was a time when reggae music didn’t signify to me a lot more than a lousy beach bar filled with hippy, or even mainstream, holidayers somewhere in a Greek island of the Aegean. As for Bob Marley, he was ascribed as passé and out-of-date to our collective urban consciousness. 

Still, before its cultural appropriation by Western audiences, reggae music was a music genre rooted in rebellion and activism. Bob Marley himself was once “happy to be known as ‘the musical revolutionist’ fighting war with his music.”

In any case, even when reggae music wasn’t raising social awareness, it was dissimilar to chill vibes and cocktail drinking. Reggae was worship music “praising Jah and celebrating a spiritual lifestyle;” certainly not ideally matched to a consumerist culture where music is often suitable to supermarkets.  

Max Romeo’s “War Ina Babylon” functioned as a catalyst to my reggae/dub awakening. It was through his record that I managed to take “One Step Forward” and put reggae into historical and cultural perspective.

War Ina Babylon isn’t an album for the light hearted. It takes a strong stomach. You have to… “put on an iron shirt, and chase the devil out of earth,” whatever that devil might be. As it was the case for some of us back then, not a fire-breathing dragon; complacency.

 

 

 

 

 

5.5.21

040

 


Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου. 040 Πειραιάς – Σύνταγμα. Δεν έχω λόγο να βρίσκομαι εκεί. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγος, ούτε απαγόρευση διαδημοτικών μετακινήσεων πλέον, πατάω Πειραιώτικο έδαφος. Terra incognita. Πριν από τον Βαγγέλη Μαρινάκη, για εμάς τους Αθηναίους, υπήρχε ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη. Γενικά μιλώντας, μακριά κι αγαπημένοι.

Μια κυρία με κοντά χρυσαφί μαλλιά και ηλιοκαμμένο πρόσωπο ρουφάει με λαχτάρα καπνό από το στριφτό τσιγάρο της. Δηλώνει πανευτυχής που θα αφήσει για λίγες ώρες τον Πειραιά για την Αθήνα. Εκφράζω την χαρά μου που είχα αφήσει για λίγες ώρες την Αθήνα για τον Πειραιά.

Πόσο μάλλον που λίγη ώρα προηγουμένως τράβηξα μια φωτό από ένα αντίγραφο αρχαίου αγάλματος που χρησιμεύει ως καλόγερος δίπλα από μια σακούλα πορτοκάλια. Χώρια που ένας φουρκισμένος εξηντάρης Πειραιώτης σταμάτησε με το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου - ήθελε να μάθει τι γύρευα με τη μούρη χωμένη ανάμεσα από τα κάγκελα της διώροφης κατοικίας του γείτονα του. «Έχει ένα άγαλμα!!» θα φωνάξω. «Ά γ α λ μ α» does the trick. Υποθέτω πως υποσυνείδητα όλοι μας θέλουμε να φωτογραφίσουμε ένα άγαλμα στη ζωή μας. Εγώ βέβαια το ‘χω βάλει σκοπό να φωτογραφίσω όλα τα γύψινα αγάλματα που βρίσκονται στις πυλωτές και τις αυλές των σπιτιών της Αθήνας και του Πειραιά αλλά δεν είπα τίποτα στον Νικαιώτη που με κοιτούσε εμφανώς δυσαρεστημένος με τη φετινή Δευτέρα του Πάσχα, κι ας άνοιξαν κάποια καφενεία. Λογικό. Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

 

Δεν ανέφερα τίποτα περί αγαλμάτων στην κυρία ετών πενήντα οκτώ με το κολάν από την λαϊκή γιατί άλλωστε με πήρε μονότερμα:

«Δεν μου αρέσει καθόλου ο Πειραιάς, εμένα η Αθήνα μ’ αρέσει. Η θάλασσα, εντάξει, πόσο να την κοιτάξεις... βαρέθηκα. Ο άντρας μου ήταν αρχιμηχανικός σε εμπορικό πλοίο. Έβγαζε πολλά. Αν κάποιος τότε έβγαζε 10.000 ας πούμε, ο άντρας μου έβγαζε 100.000. Εγώ του είπα ότι δεν θέλω να του τρώω τα λεφτά. Αγόρασα ακίνητα, στο τέλος έφθασα να αγοράσω είκοσι διαμερίσματα. 5.000 το μήνα έβγαζα. Ήμουν φιλόδοξη. Δεν σπούδασα τίποτα, αρχιτέκτονας ήθελα να γίνω. Αλλά τελικά έζησα σαν αρχιτέκτονας. Αν είχα γίνει αρχιτέκτονας θα είχα αγοράσει νησί. Έχω ταξιδέψει οδικώς σε όλη την Ευρώπη. Φοβάμαι τα αεροπλάνα. Αν γίνει ατύχημα με τα αεροπλάνο δεν έχεις τύχη, με το λεωφορείο όμως είναι πιθανό να γλυτώσεις. Εμένα μ’ αρέσει η ζωή, κατάλαβες; Διαβάζω πολύ. Μου αρέσει η γνώση. Να μαθαίνω. Είμαι καλή στο Sudoku. Λύνω τα δύσκολα αλλά την πατάω στα εύκολα. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό να ξέρεις...

Αποικία των ξένων έχουμε καταντήσει. Η Βουλή είναι γεμάτη κίναιδους, πως μπορείς να εμπιστευτείς ανθρώπους που δεν μπορούν να συγκρατηθούν; Πάω στο καζίνο στην Πάρνηθα. Είναι τζάμπα ο καφές, έχω κάρτα μέλους. Πίνεις όσους καφέδες θέλεις. Παίζω στο κουλοχέρη. Έχασα κάποτε λεφτά αλλά τα πήρα πίσω. Έχανα 4.000 το χρόνο για πέντε χρόνια αλλά μετά τα πήρα πίσω. Εσένα θα σε έπαιρνα μαζί μου για παρέα. Είσαι συμπαθής και ωραίο παιδί. Κατάλαβα ότι είσαι μορφωμένος χωρίς να ανοίξεις το στόμα σου. Θα σε έδινα στην κόρη μου αλλά είναι παντρεμένη. Μου την πέφτουν άντρες από σαράντα μέχρι εκατό είκοσι. Έρχονται και πολλοί διάσημοι στο καζίνο. Ο Σπυρόπουλος ο ηθοποιός έρχεται, αυτός κυκλοφορεί με μεγάλες, και ογδοντάρες ακόμη».

Κάποτε, θα αποχαιρετήσω την κυρία με τα παιχνιδιάρικα μελιά μάτια που δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά με τους αριθμούς, κατεβαίνει Καλλιθέα.

Ατενίζω την πόλη μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου ευγνώμων που, έπειτα από έναν βαρύ χειμώνα, πήρα επιτέλους τη δόση μου από κλεινόν άστυ. 

 

 

2.5.21

Taste Like Honey: Reminiscences from the Αlbum Εra

 

The Clash – London Calling


 

The Clash released “London Calling,” their third studio album, in 1979. A superb collection of nineteen first-rate songs, this is an album you ‘re inclined to listen from beginning to the end. And that’s a rarity. Ever since then, London Calling became a classic, indispensable part of the sentimental education of maddened, animated and spirited young men and women around the globe.

Joe Strummer more than any other punk rocker, became the archetypical hero for rebellious, moderately sophisticated, idealistic university graduates from countries of the First World, someone to identify with: politically strong-minded, not fucked up by substance abuse, neither pretty nor ugly, politically single-minded.

Contrary to Joey Ramone, my own personal favorite punk, Joe was surely a guy that you could bring over for dinner with parents. As for Johnny Rotten, that’s right, nasty. Not to forget Iggy; good for drinks.

"If I can't dance to “The Guns of Brixton,’ it's not the party at the city center I want to crash," used to be my mantra. For as long as the summer of innocence lasted at least. A few years, more or less. Enough for a lifetime, in case you wonder. Categorically not the American type of innocence which resembles “infantilism and prefers to see the past as utopia rather than as history and is reflected in popular culture, especially cinema and music” as James Baldwin once put it. “White Americans do not believe in death because they have rejected tragedy” he concluded.

 

Spanish bombs, yo te quiero infinito
Yo te quiero, oh mi corazón
Spanish bombs, yo te quiero infinito
Yo te quiero, oh mi corazón