27.1.11

Despair




Are you familiar with the frightening sensation of melting, the feeling of dissolving into a flowing river, in which the self is annulled by organic liquidization? Everything solid and substantial in you melts away in a wearisome fluidity, and the only thing left is your head. I'm speaking of a precise painful sensation, not a vague and undetermined one. As in a hallucinatory dream, you feel that only your head is left, without foundation and support, without a body. This feeling has nothing to do with that vague and voluptuous weariness by the seaside or in melancholy dreamy musings; it is a weariness which consumes and destroys. Mohamed Bouazizi poured inflammable liquid over his body and set himself alight outside the local municipal office, his act of protest cemented a revolt that would ultimately end President Zine El Abidine Ben Ali's 23-year-rule  No effort, no hope, no illusion can satisfy you any longer. Shocked witless by your own catastrophe, unable to think or to act, caught in cold and heavy darkness, solitary as in moments of profound regret, you have reached the negative limit of life, its absolute temperature, where the last illusions about life freeze. Αστυφύλακας των ΜΑΤ, 27 ετών, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του πιστόλι στις 3 τα ξημερώματα, στις τουαλέτες των κεντρικών γραφείων του ΠΑΣΟΚ στην οδό Ιπποκράτους, όπου εκτελούσε υπηρεσία. The true meaning of agony, which is not a struggle of pure passion or gratuitous fantasy, but life's hopeless struggle in the claws of death, is revealed in this feeling of great weariness. One cannot separate the thought of agony from that of weariness and death. Agony as struggle? But with whom and for what? The interpretation of agony as an ardor exalted by its own futility, or as a battle whose aim is itself, is absolutely false. In fact, agony means a battle between life and death. Since death is immanent in life, almost all of life is an agony. I call agonic only those dramatic moments in the battle between life and death when the presence of death is experienced consciously and painfully. Απεργία πείνας ξεκινούν από την Τρίτη 300 μετανάστες  True agony occurs when you pass into nothingness through death, when a feeling of weariness consumes you irrevocably and death wins. In every true agony there is a triumph of death, even though you may continue to live after those moments of weariness.

There is nothing imaginary in this turmoil. Eight Algerians in total have set themselves on fire since January 12 Every agony bears a conclusive stamp. Isn't agony similar to an incurable sickness which torments us intermittently? Agonic moments chart the progress of death in life, revealing a drama in our consciousness caused by the disruption of the balance between life and death. Such moments are not possible except in that sensation of weariness which brings life down to its absolute negative value.
Frequency of agonic moments is an indicator of decomposition and ruin. Death is something disgusting, the only obsession which cannot become voluptuous. Even when you want to die, you do it with an implicit regret for your own desire. / want to die, but I am sorry that I want to die. This is the feeling experienced by those who abandon themselves to nothingness. The most perverse feeling is the feeling of death. Imagine that there are people who cannot sleep because of their perverse obsession with death!
How I wish I did not know anything about myself and this world!

Emil Cioran, On the Heights of Despair, 1934.



16.1.11

Η βαριά βιομηχανία του Γιώργου Νταλάρα

http://beatbackbones-.tumblr.com/post/2522303665



 Ο Γιώργος Νταλάρας είναι το τέρας, τα πλοκάμια του οποίου, τυλίγουν την καρδιά μας απειλώντας να τη σπάσουν σε τέσσερα κομμάτια. Κατά συνέπεια, τον Νταλάρα πρέπει να τον ακούσεις∙ το οφείλεις στον εαυτό σου. 

 Ο Νταλάρας, δηλαδή η φωνή του, δηλαδή αυτό που κάνει με τη φωνή του το οποίο και είναι ο Νταλάρας, είναι απολύτως φυσιολογικό να εχθρεύεται by default πολλά απ’ όσα προσβεύουν λογής λογής καλοί άνθρωποι. Το τι κάνει, δηλαδή το τι είναι αυτός ο ίδιος, είναι προφανές, νομίζω, στα αυτιά όλων των ακροατών. Θα το εξηγήσουμε αναφέροντας απλά μερικές λέξεις σε άτακτη σειρά: μεγαλεπήβολο, δουλειά, αρτιότητα, μηχανικότητα, μεγαλείο, επαγγελματικότητα, ισχύς, ψύχρα, σωστό, αποστασιοποίηση. 

 Η δύναμη όλων των παραπάνω, χαρακτηριστικά που στο σύνολο τους έχουν θετικό πρόσημο, είναι τέτοια που η όποια διάθεση να διατηρήσεις μια κριτική ματιά στο έργο του γίνεται δύσκολη υπόθεση. Αν εξαιρέσεις την ευκολία ενός αφορισμού του τύπου τέχνη-Πάθος-γνησιότητα, δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδομήσεις μέσα σου την αξία, την εμπειρία του να ακούς τον Νταλάρα.

 Ο Νταλάρας είναι σαν τις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου στις οποίες υποκύπτεις, έστω και για λίγο, σαν πρωτάρης, παρότι ο Γαλλοτραφής σκηνοθέτης, αν και κάποτε συγκάτοικος του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60, δεν κατάφερε να ξεκλέψει ούτε ένα τόσο δα μικρό περίστροφο από το οπλοστάσιο του τελευταίου, οπλοστάσιο που τον ανέδειξε στον κορυφαίο Έλληνα σκηνοθέτη την ίδια στιγμή που ο πρώτος κατατάσσεται στο σωρό. 

 Ας μη ξεχάσω και τη Μόνικα∙ αυτή η τραγουδοποιός, αν μη τι άλλο, έχει την ικανότητα να κερδίζει την προσοχή σου. Βέβαια στην περίπτωση της, το "σωστό" του Νταλάρα, δεν γίνεται τόσο επιτακτικό. Θέλω να πω, με τη Μόνικα το "σωστό" ξεκινά και τελειώνει στην αρτιότητα της φωνής της, ενώ στην περίπτωση του Νταλάρα το "σωστό" ξεκινά μεν από την αρτιότητα της φωνής του αλλά εντέλει διαπερνά όλη σου την ύπαρξη μέσω της επιβλητικότητας, της απολυτότητας της φωνής του. 

 Είναι αλήθεια πάντως πως η ένταση και ο όγκος της συναλλαγής σου με τον Νταλάρα είναι απείρως μεγαλύτερη απ’ ότι με τις δύο άλλες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν.

 Η πάλη με το φαινόμενο Νταλάρας θυμίζει επίσης τη μάχη στην οποία ρίχνεσαι με τα μούτρα όταν καλείς επειγόντως τον εαυτό σου να αποστασιοποιηθεί από την άνευ όρων παράδοση στην απόλαυση χυδαίας ποπ κουλτούρας. Μαθημένοι τόσο πολύ που είμαστε να κάνουμε like από ‘δω κι από κει, τα βρίσκουμε σκούρα όταν πρέπει να ξεχωρίσουμε τον Stanley Kubrick από τον Christopher Nolan χωρίς να πληγώσουμε τα αισθήματα του τελευταίου ή να μη θίξουμε την υπόληψη του παμφάγου ("anything goes") που έχουμε για συνομιλητή. Φυσικά, η ένταση και ο όγκος της συναλλαγής με τον Νταλάρα δεν είναι απείρως μεγαλύτερη σε τούτη την περίπτωση∙ η βιομηχανία του σινεμά έχει αποικήσει το υποσυνείδητο μας.

 Η μάχη με το τέρας Νταλάρας δεν είναι μάταια, πόσο μάλλον δεν είναι μια άστοχη επιλογή. Το θερμό σφιχταγκάλιασμα με όσα αγαπάς στον αγαπημένο σου φάλτσο Αμερικάνο τραγουδοποιό με τον οποίο ενηλικιωθήκατε κατά την ίδια χρονική περίοδο και ο οποίος ίσως να μην έχει και πολλά να προσφέρει στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα μα την ίδια στιγμή έχει προσφέρει σε σένα τον Μοναδικό ίδιο, περνάει μέσα από το συνεχές πετσόκομμα των κεφαλών της Λερναίας Ύδρας. Τα κεφάλια που ξεφυτρώνουν διαρκώς, είναι το σχεδόν μεγαλείο της φωνής του Νταλάρα∙ είναι επίσης όλες οι περιοχές που έχουν οργώσει μέσα στο κεφάλι σου οι θεριστές με το αυτόματο ατσαλένιο δρεπάνι: παραγωγοί, σκηνοθέτες, διαφημιστές του Hollywood

 Για να φθάσεις εκεί που επιθυμείς, οφείλεις να διασχίσεις όλη την έκταση που καταλαμβάνει η φωνή του Νταλάρα όταν δίνει ρέστα ερμηνείας∙ να διασχίσεις όλη την έκταση - χορεύοντας - του στραμμένου με νάρκες χωραφιού, και φυσικά μιλάω για το χωράφι που δε φυτρώνει τίποτα άλλο πάνω του (ή αλλιώς, δεν οπτικοποιείται τίποτε άλλο στο πεδίο της δημιουργικής φαντασίας) εκτός απ’ ότι έσπειρε ο μέγας θεριστής, το Hollywood ως ο Χάρος που θερίζει τις ιδέες μας, τα ένστικτα μας, τις αντιστάσεις μας.

 Ο Νταλάρας είναι βαριά βιομηχανία. Το Hollywood επίσης. Ο πρώτος διέσχισε το νέο ελληνικό τραγούδι. [1] Το δεύτερο διέσχισε όλα τα φιλμικά είδη και μας έδωσε Hitchcock, Ford, Scorsese, western, blockbuster, ανεξάρτητο σινεμά, πολλούς, πολλά. Γι’ αυτό λοιπόν, δικαιούμαστε να διασχίσουμε τη χαρά τους, με την προϋπόθεση πάντοτε, ότι πηγαίνουμε κάπου αλλού. Αλλού∙ εκεί που είναι η ζωή.





[1] Και όχι μόνο. Όπως λέει και ο Στυλιανός Τζιρίτας  «στο πρόσωπο του, στις ερμηνείες και στους στίχους που τραγούδησε η Ελλάδα που τρανσφορμαριζόταν στο διάσελο των δεκαετιών αναζήτησε την αστική δομή της. [...] Ο Νταλάρας είναι ένας τραγουδιστής που συνδυάζει τη γνώση, το απροσπέλαστο, το μυθικό, το οριακό... Δεν είναι τυχαίες οι στρατιές των οπαδών του σε πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα». http://www.lifo.gr/team/u9219/24295








4.1.11

Για τα buzzα





 Κι αν μιλάμε για τέρατα, εμείς οι αρνητές του “ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” εννοούμε πράγματα συγκεκριμένα [εδώ]. Οι εκφραστές των αφαιρέσεων αρέσκονται να ψεύδονται∙ μας είναι γνωστό αυτό. Όσοι υποδύονται το τέρας φορώντας τη μάσκα του κυνικού, ορθολογικού, απομαγευμένου ευρωλιγούρη (αυτό το τελευταίο τους βγαίνει φυσικά και αυθόρμητα, τους τυφλώνει η πραγματικότητα της στιγμής που αστράφτει εκτυφλωτικά η στάμπα της σφραγίδας στο δεύτερο μεταπτυχιακό δίπλωμα από κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Γηραιάς Αλβιόνας∙ εναλλακτικά, τους τυφλώνει η πραγματικότητα της στιγμής που αστράφτει η στάμπα της σφραγίδας στο δεύτερο –και πιο σοβαρό- ιδιωτικό συμβόλαιο που υπογράφεις με την Α.Ε. που σε προσλαμβάνει ως high skilled migrant), απλά ψεύδονται ενώπιον όλων μας.
 Κι αν μιλάμε για αλήθεια δε θα τη βρούμε μασκαρεμένη πίσω από ευφυολογήματα, ευφάνταστη σύνταξη και ορθογραφία, σοφιστείες στριφογυριστών επιχειρημάτων (που καταργούν την έννοια της λέξης)∙ ούτε από την άντληση στοιχείων από οικονομικά εγχειρίδια κατά το αυστηρά προσωπικό δοκούν∙ ούτε από την άντληση σταθερών μεταβλητών και σχεδιογραμμάτων από στατιστικούς πίνακες (χρήσιμοι κατά τα άλλα)∙ ούτε από την απαξίωση του Σωκράτη προς όφελος ενός αυτιστικού σκεπτικισμού∙ ούτε από την ασφάλεια του διαδικτύου που αφαιρεί τη σωματικότητα των θέσεων μας όπως αυτή εκφράζεται ιδανικά όταν πασχίζεις να αποφύγεις το ιπτάμενο δακρυγόνο ή και όταν σημαδεύεις με το πλαστικό σου πηρουνάκι τον τελευταίο κεφτέ της πιατέλας της παρέας. (Βλέπετε, οι καλοί τρόποι δεν εμπεριέχουν την υποκρισία του να αφήσεις ανέγγιχτο τον τελευταίο μεζέ, ούτε και να χαραμίσεις την τελευταία γουλιά ενός τονωτικού espresso παριστάνοντας, όχι τον καμπόσο, αλλά τον Κάρολο της Αγγλίας σε ένα περίεργο στιφογύρισμα της μοίρας μιας και το προσφάτως σπασμένο τζάμι της λιμουζίνας του τελευταίου, θα έπρεπε να σε κάνει να το ξανασκεφτείς).
 Κι αν μιλάμε για την περιβόητη και κατεξοχήν μεταμοντέρνα (ξεφορτωνόμαστε και τη λέξη σιγά σιγά, καταλαβαίνω, ένας θρίαμβος! “Νάτη η εποχή των δολοφόνων” μα αυτή τη φορά είναι προς όφελος μας) συνθήκη απογύμνωσης του εαυτού, και μιλάμε φυσικά για την περιβόητη μεταμοντέρνα ειρωνική αποστασιοποίηση*, κατακτηθείσα από πλείστα περιφερόμενα σαν ρομποτάκια μέλη της παγκόσμιας μυστικής οργάνωσης των Επιφανών Κυνικών Αποστασιοποιημένων Ανθρωποειδών (ή αλλιώς, “ανθρώπων, πολύ ανθρώπων”) με ικανότητες καταφερτζή δολοπλόκου της σειράς με μια δόση από πολιτικάντικη ρητορεία-φλυαρία όπου η σειρά των επιχειρημάτων σου που περιμένουν απάντηση καταστρατηγείται προς όφελος μιας κρύας σούπας από βίαιες αναστροφές που βρίσκει γόνιμο έδαφος στα λιβάδια του σχετικισμού και της καφενειακής κουβεντολαγνείας, και που συναγωνίζεται επάξια άλλωστε, τη συνθηματολογία κάποιων κοντινότερων σε εμάς κατηγοριών ανθρώπων (βλ. κάποιων κομματικών στελεχών της αριστεράς), τότες λοιπόν, δε μας μένει παρά να βροντοφωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη πως οι μέρες σας είναι μετρημένες. Βλέπετε, η επερχόμενη φτώχεια του κόσμου θα συμμαχήσει μαζί μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, κι ας προκύπτουν τα μύρια όσα προβλήματα σε τούτη την αδιαμόρφωτη ακόμα σχέση.
 Κι αν δε μπορώ ακόμα να ξεχάσω τα λόγια ενός βετεράνου του Ισπανικού εμφύλιου πολέμου ο οποίος, σε μεγάλη ηλικία πια, έθεσε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές το πρόβλημα που ανακύπτει όταν άνθρωποι σαν κι αυτόν απευθύνονται σε μέλη της νεολαίας, της δικής μας νεολαίας, που μεγαλώνουν με κόμικς και ροκ μουσική, είναι που δεν το επιθυμώ. Βλέπετε, ο Ντάγκλας Άνταμς μπορεί να εξέθρεψε μια γενιά με το χιούμορ του, χιούμορ εξαίσιο, μα εκείνη η γενιά μεγάλωσε και κρατώντας απ’ αυτό το χιούμορ τίποτα άλλο από μια αφαίρεση που γέρνει στην καταστροφή, όπως μας τα εξηγεί πολύ καλά ο Αλαίν Μπαντιού [εδώ] (κι αν δε χωράει το παράδειγμα, δε μας πειράζει, τραβάμε το σχοινί πια, η συγκεκριμένη γενιά πάντως εκστασιάζεται για τον Duchamp και τον Pollock), πήγε και τοποθέτησε τον εαυτό της, αγκαλιά με το Ανταμσικό χιούμορ, στο ολότελα ξένο γι’ αυτό το χιούμορ, πεδίο του αχαλίνωτου κονφορμισμού την ώρα που αυτό προοριζόταν για το πάντοτε θελκτικό και απολύτως γόνιμο μη-χώρο που σχηματίζεται περήφανα και δίχως ενδοιασμούς, εκεί που δε χωρά στάλα σοβαροφάνειας, ηθελημένου ψεύδους, κονφορμισμού, λογικής του οικονομικού εγχειριδίου και του παμφάγου ευρωλιγούρικου χοιριδίου, εκεί που δε χωρά ένα ακόμα Λογικοφανές Ψέμα.
 Βλέπετε, η ώρα καταφθάνει, αργά, βασανιστικά, παρεμβάλλονται εμπόδια και ενδοιασμοί και δυσκολίες και εσωτερικές αντιφάσεις, το γνωρίζουμε αν και δεν κάνουμε και πολλά να τα ξεπεράσουμε, φθάνει όμως η ώρα, που το ψεμά θα μετρά σαν αμαρτία, αμαρτία θανάσιμη, ή και μη θανάσιμη. Όπως και να ‘χει, αμαρτίας καταδικαστέας από το πλήθος που θα ζητά σαν τρελό λίγη ακόμα αγχόνη για κείνους που λοξοκοίταξαν προς το παρελθόν με τη λογική του φέουδου, ένα παρελθόν το οποίο δε νοσταλγεί κανείς άλλος πέρα από τους λογής λογής επίδοξους κλόουν και αγγελιοφόρους του βασιλιά.
 Ίσως να είναι που σαν παιδί κι εγώ δε θέλησα να γίνω δικηγόρος όπως ήταν της μοδός στην Ελλάδα, σαν φοιτητής δε ήθελα να γίνω οικονομολόγος, όχι γιατί ήθελα να γραφτώ σε κάποια αριστερή παράταξη ώστε να βγάλω γκόμενα, μα γιατί ο θάνατος του Τζουλιάνι με συντάραξε συθέμελα μαζί με την ανάγνωση του “Ξένου” του Καμύ, και μεγαλώνοντας πια, δε θέλησα να γίνω νευροεπιστήμων μιας και κατάλαβα πως αν αποχωριστείς τη Σκέψη θέλοντας να την τεμαχίσεις, υποτίθεται, εις τα εξ ων συνετέθη (τα οποία φυσικά, θα μας παραμείνουν άγνωστα στον αιώνα τον άπαντα), δε θα γίνεις τίποτα παραπάνω από ένας εξυπνάκιας με ντοκτορά στο επιστημονικότροπο λογικοφανές ψέμα.
 Κι αν δε μ’ άρεσαν ποτέ τα ψέμματα (όχι, ο βελονισμός δεν κοπιάρεται∙ όσο κι αν προσπαθήσουν εκεί στο Χάρβαρντ, δε θα καταφέρουν ποτέ τους να αποκωδικοποιήσουν πλήρως το αντικείμενο εργασίας τους, άλλωστε, δεν αποτέλεσε ποτέ "αντικείμενο εργασίας" για κείνους που τον εξασκούσαν), είναι που δεν εκτιμώ τους δειλούς. Και τον πολιτικάντικο λόγο. Όσο για τον κονφορμισμό, είτε αποτελεί προέκταση μιας μικροαστικής ονείρωξης, είτε σηματοδοτεί την προσπάθεια να παραμείνεις με νύχια και με δόντια (αλλά και με ακαδημαϊκά papers) στη θέση που κατέκτησες με προσπάθεια ή σου "δόθηκε" κληρονομικά, δεν έχω παρά αισθήματα βαθύτατης περιφρόνησης, για τους ρυπογόνους φορείς του δε, ακόμα περισσότερο.
 Ίσως να είναι που μου αρέσει (ή και επιθυμώ) να συνδιαλέγομαι διαφορετικά. Όπως μας διδάσκουν οι μεγάλοι [εδώ].





*“I hate cynical irony, the form of knowing irony that's just a form of protection from any sort of engagement with the world," by Simon Critchley. http://www.truth-out.org/demand-everything-an-interview-with-philosopher-simon-critchley59500