25.8.19

Ονειρεύτηκα πως ο Μισέλ Ουελμπέκ είχε απαχθεί







... πως ο πραγματικός Mισέλ Oυελμπέκ, όχι εκείνος που βλέπουμε στην τηλεόραση, βρίσκεται εδώ και χρόνια αποκλεισμένος κάπου σε μια απόμερη βίλα στη νότια Ισπανία, μονίμως μεθυσμένος με παλαιωμένο ουίσκι, καπνίζοντας μετά μανίας πούρα Αβάνας, δύο γυναίκες συμμαζεύουν το σπίτι δύο φορές την εβδομάδα, η πρώτη μουσουλμάνα αραβικής καταγωγής Γαλλίδα δεύτερης γενιάς και η δεύτερη μαύρη Γαλλίδα, επίσης δεύτερης γενιάς, αδιάφορη ωστόσο για θεολογικές αναζητήσεις, για τις σεξουαλικές του ανάγκες δέχεται αποκλειστικά τις υπηρεσίες γυναικών από χώρες που δεν ανήκουν στη Δύση, κατά προτίμηση Ρωσίδες και κορίτσια από την Άπω Ανατολή, ο προαυλισμός του Μισέλ λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο χώρο γύρω από την πισίνα, όμηρος πολυτελείας καθώς είναι ενός επιτελείου τεχνοκρατών υπεύθυνου για τη συγγραφή των βιβλίων του (με τη βοήθεια καμιάς εκατοστής από proof readers για ένα σίγουρο best seller) τα οποία παρουσιάζει στο κοινό ένα κλωνοποιημένο ανθρωπόμορφο αλκοολικό ρομπότ-σωσίας του διάσημου Γάλλου πρώην συγγραφέα, επιτροπή σωτηρίας του Γαλλικού έθνους κράτους (με ολίγη από Αφρικανικές αποικίες και Μέση Ανατολή) και της Παναγίας των Παρισίων, στο διοικητικό συμβούλιο συναντάμε ένα σημαίνον μέλος του Εθνικού Μετώπου, έναν συνταξιούχο επιχειρηματία της εμπιστοσύνης του Νικολά Σαρκοζί με ακλόνητη πίστη στη θεωρία της Eurabia, τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, τον πλέον ικανό να εμπλουτίσει τα βιβλία με μια πινελιά από σάπιο Μάη του ‘68, μία πρώην Μις Μασσαλία (κολλητή της Κάρλα Μπρούνι) με ειδικότητα να ξελογιάζει παντρεμένους πολιτικούς ώστε να τους εκβιάζει αργότερα για λογαριασμό τρίτων, και δύο αναλυτές των μυστικών υπηρεσιών της Γαλλίας.

Αν το όνειρο μου κάποτε μεταφερθεί στον κινηματογράφο, τη Γαλλική νυφίτσα θα υποδυθεί, σε διπλό ρόλο, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί.







18.8.19

No Budget Story vs Too Much Info Clouding Over My Head








Η ζωή μας όλη ένα ανελέητο - άλλοτε κακόκουστο, κι άλλοτε ηρωικό - κυνηγητό της ομορφιάς, κινηματογραφικής εν προκειμένω. Φυσικά, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα τα πράγματα όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τέχνη, pop culture, και πάει λέγοντας. Υποκειμενισμοί, timing, ημιμάθεια-αμάθεια-εμπάθεια, γούστα, προκαταλήψεις, προσωπική εμπλοκή – ένα σωρό δυσκολίες συναντάμε στο διάβα μας όταν θελήσουμε να κρίνουμε το έργο ενός δημιουργού.

Αν σκεφτεί κανείς παραδείγματος χάριν το No Budget Story σε συνάρτηση με το Too Much Info Clouding Over My Head δημιουργεί αυτομάτως στο μυαλό του ένα κουβάρι νοημάτων, συγκρίσεων και αντιπαραθέσεων.


No Budget Story

Η ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη είναι στην ουσία ένα ριμέικ του In the Soup, ταινία που προηγήθηκε κατά πέντε χρόνια από το No Budget Story, αντιπροσωπευτικό δείγμα του ακμάζοντα τότε ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου με τον Steve Buscemi στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο. 

Το No Budget Story, αν και χωρίς μπάτζετ, γυρίστηκε με μεράκι και πάθος για τον κινηματογράφο. Πρόκειται, όντως, για μια απολαυστική ταινία. Ο Χαραλαμπίδης, αναμφισβήτητα χαρισματικός μπροστά στο φακό εκείνη την εποχή, πλαισίωσε το κινηματογραφικό του alter ego από supporting cast που συμπλήρωνε ιδανικά, έως και επισκίαζε, τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. 

Το σημαντικότερο πρόβλημα με τη ταινία του Χαραλαμπίδη όμως ήταν εξαρχής το story. Το In the Soup ή το Barton Fink των αδερφών Κοέν είναι ταινίες που νοηματοδοτούνται εντός της Αμερικάνικης κινηματογραφικής επικράτειας. Απουσία Χόλυγουντ, American Dream, και κινηματογραφικής βιομηχανίας, είναι μάλλον άστοχο να επιχειρήσεις να αφηγηθείς την ιστορία ενός νεαρού φέρελπι Έλληνα σκηνοθέτη ο οποίος μπλέκει με τη μαφία προσπαθώντας να βρει λεφτά για την ταινία του (In the Soup) μεταξύ Αμπελοκήπων και Νέου Κόσμου[1], όπως και θα ήταν αστείο να μιλήσεις για την εσωτερική πάλη ενός Πατρινού σεναριογράφου που αποφασίζει να κυνηγήσει το όνειρο του στη Μέκκα του σινεμά μετακομίζοντας στο κέντρο της Αθήνας (Barton Fink). 

Ο Ρένος μετέφρασε, δεν μετέπλασε· έκανε copy paste στην Αθήνα ένα made in Hollywood story.

Λίγα χρόνια προηγουμένως, ένας άλλος Έλληνας σκηνοθέτης θα εμπνεόταν από το Αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά, και δη έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του, τον Τζιμ Τζάρμους. Ο Νίκος Γραμματικός δανείστηκε κατά δήλωση του, την αρχική σύλληψη της - κλασικής πλέον - ταινίας του Απόντες από το Coffee and Cigarettes, μικρού μήκους ταινίες του Τζάρμους όπου η δράση εκτυλίσσεται γύρω από ένα φλιτζάνι καφέ και γεμάτα τασάκια πάνω σε κάποιο τραπεζάκι. Ο καφές και το diner θα γίνονταν ταβερνάκι με ούζο και μπύρες, κυρίως όμως ο Γραμματικός θα κατάφερνε να μετουσιώσει μια απλή ιδέα, όπως την συνάντησε στην καρδιά του Ανεξάρτητου Αμερικάνικου σινεμά, σε ένα απολύτως προσωπικό δημιούργημα, παραδίδοντας μια εξαίσια αποτύπωση (με τη βοήθεια του Νίκου Παναγιωτόπουλου στο σενάριο) ενός μικρόκοσμου μιας νησιώτικης επαρχίας (μικρογραφία στην πραγματικότητα της χώρας), τόπο με τον οποίο ο ίδιος είχε βιωματική σχέση. 

Οι Απόντες έμελλε να συμβολίσουν μιαν εποχή, το no budget story ομολογουμένως προσέθεσε μια φρεσκάδα στο κινηματογραφικό τοπίο εκείνης της δεκαετίας, πιθανόν της χειρότερης για τον Ελληνικό κινηματογράφο. 

Ο Ρένος τα κατάφερε καλύτερα με την επόμενη ταινία του,τα Φτηνά Τσιγάρα, στην οποία κατάφερε να παρουσιάσει με αγαπησιάρικο βλέμμα την καθημερινότητα των αμπελοφιλόσοφων των μικρών καφέ-μπαρ του κέντρου αποτυπώνοντας χιουμοριστικά, με γλυκύτητα και αθωότητα, την ήπια παρακμή μιας εποχής που περνιόταν για ξύπνια από μόνη της, παρά τις ενδείξεις για το ακριβώς αντίθετο για όποιον δεν ορκιζόταν τυφλή πίστη στην κοινωνική χρησιμότητα των διακοποδάνειων – λίγα χρόνια αργότερα η παρακμή θα σάρωνε το κέντρο της Αθήνας και οι θαμώνες μικροσκοπικών νησιών στο κέντρο της πρωτεύουσας θα σκόρπιζαν στις οθόνες και στο Facebook, με τους Έλληνες σκηνοθέτες να δίνουν πλέον βάρος στα ενδοοικογενειακά δράματα δωματίου και την ανάδειξη των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων μιας αφιλόξενης πόλης στην εποχή της οικονομικής κατάρρευσης (ενίοτε βέβαια με δυσβάσταχτες δόσεις από crisis porn) – themes που καλοδέχονται στα διεθνή φεστιβάλ ενώ συμβαδίζουν άλλωστε με τις άρρητες επιθυμίες και στοχεύσεις των producers στα διεθνή φόρουμ συμπαραγωγών και των γραφειοκρατών των Ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων όπου προπαρασκευάστηκαν κάποιες από τις Ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων.


Too Much Info Clouding Over My Head

Το Too Much Info Clouding Over My Head του Βασίλη Χριστοφιλάκη κυκλοφόρησε 20 χρόνια μετά την ταινία του Χαραλαμπίδη. Είναι μια ταινία που δεν ντρέπεται για τον ερασιτεχνισμό της και αποτίει φόρο τιμής στο ανεξάρτητο Αμερικάνικο σινεμά των ‘90s, στον Γούντυ Άλλεν, το No Budget Story φυσικά! στον Κέβιν Σμιθ, ενώ εμπνέεται από το ρεύμα του mumblecore και το διατρέχει η αύρα του standup comedy

Πράγματι, το φιλμ εγγράφεται στη μακρά λίστα των ταινιών οι οποίες με, ενίοτε συγκινητικό και ειλικρινές τρόπο, όχι μονάχα δεν κρύβουν τις επιρροές τους, αλλά αντίθετα είναι εξαρχής μια αναφορά σ’ αυτές. Πρόκειται για ταινίες που ετεροπροσδιορίζονται δηλαδή, που δεν αποτελούν αυτόνομες καλλιτεχνικές δημιουργίες όσο κομμάτια ενός σύμπαντος, μονίμως under construction, που ονομάζουμε film genre

Το Too Much Info Clouding Over My Head είναι τεχνικά λιγότερο άρτιο από το No Budget Story. Επιπλέον, το γεγονός πως όλες οι κάμερες και τα (φτωχικά) φώτα εστιάζουν στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα αφαιρεί από τη δυναμική της ταινίας, όπως αυτή δημιουργείται σε ταινίες με πολλούς ενδιαφέροντες συμπρωταγωνιστικούς χαρακτήρες· τι θα ‘ταν τα Φτηνά Τσιγάρα χωρίς τον Τσάκωνα και τον Άλκη Παναγιωτίδη; Ας σημειωθεί ωστόσο πως ο Χριστοφιλάκης αντλεί από τo one man show των stand-up comedians (απ’ όπου ξεκίνησε την καριέρα του και ο ίδιος) και των ταινιών mumblecore (αλά Frances Ha), κάνει δηλαδή μια ταινία που δεν είναι αδιάφορη για την εποχή της. 

Όπως και να ΄χει, το Too Much Info Clouding Over My Head προκαλεί το αβίαστο γέλιο μέσα από μια ιστορία η οποία ανακαλεί επιτυχημένα συμπεριφορές, χούγια, έξεις, αδιέξοδα, όνειρα, επιθυμίες, άγχη, νευρώσεις, αστοχίες από μειοψηφούσες κοινωνικές ομάδες των Αθηνών εντός των οποίων ενηλικιώθηκε ο σκηνοθέτης, και μαζί του και ορισμένοι από εμάς. 

Κινηματογραφικές αναφορές vs εύστοχη αντανάκλαση μιας κοινωνικής πραγματικότητας σημειώσατε μια δίκαιη ισοπαλία.

Δεν συναντά λοιπόν μαφιόζους στο διάβα του ένας φέρελπις Έλληνας σκηνοθέτης στην Αθήνα του σήμερα, όπως δεν συναντούσε ούτε στα ‘90s. Σκοντάφτει πάνω σε τσιτωμένους παραγωγούς ταγμένους στην εμπορική τηλεορασόπληκτη επιτυχία με κάθε κόστος, φαντασμένους θεατράνθρωπους που πήραν μεταγραφή από το χαζοκούτι, αναγνωρίσιμους ηθοποιούς της απογευματινής ζώνης της τηλεόρασης ενώ αναζωογονείται από καμμένους κομιξάδες, αρρωστάκια b-μουβάδες, κομμάτια του χάρτη της εναλλακτικής Αθήνας των τελευταίων δύο τριών δεκαετιών· τέλος, μπλοκάρεται από τη μάνα του. 

Σε μια συνέντευξη του ο Χριστοφιλάκης αναφέρει πως θα προτιμούσε η ταινία του να αρέσει κυρίως στο κοινό, και όχι απαραίτητα στα φεστιβάλ. Σ’ αυτό έρχεται σε αντίθεση, όχι μόνο με το τρέχων παράδειγμα που καθορίζει το πλαίσιο δημιουργίας πλείστων Ελληνικών ταινιών, ειδικά εκείνες που τσουβαλιάστηκαν με την ταμπέλα του “weird wave”, αλλά και με το No Budget Story, ταινία που αποτελεί το μακρινό πρόδρομο των Ελληνικών φεστιβαλικών ταινιών. Άλλωστε , η περίφημη κριτική του Variety για την ταινία του Χαραλαμπίδη, οπωσδήποτε θετική, αν και απέχει μακράν του να θεωρηθεί «αποθεωτική», ξεκινούσε ως εξής: “This is the epitome of a niche product, one that will have to struggle valiantly to find the right audience outside festivals.”

Αλλά για τη σχέση Ελληνικού κινηματογράφου, κοινού, Greek weird wave, διεθνών φεστιβάλ, και ενός global/transnational cinema, θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά.



[1] Πόσο μάλλον αν πιστέψουμε τον Νίκο Τριανταφυλλίδη πως στην Ελλάδα «οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι επικράτησαν παντού», παραφράζοντας μια (υποτιθέμενη;) ρήση του Γκοντάρ πως «την τηλεόραση την εφηύραν ταχυδρομικοί υπάλληλοι ενώ το σινεμά έμποροι ναρκωτικών»! 




15.8.19

Vibrations


IV



Η πιο σεξουαλική γυναίκα στο κάμπινγκ δεν είχε φτάσει ακόμη στα τριάντα, θα γινόταν 28 λίγο αργότερα μέσα στη χρονιά. Ήταν επίσης ξανθιά. Το σώμα της πιθανόν να μην το ζήλευε ένας Αναγεννησιακός ζωγράφος, σίγουρα ωστόσο θα είχε την έγκριση ενός παραγωγού xxx ταινιών στην κοιλάδα του Σαν Φερνάρντο, την καρδιά της μπίζνας της πορνογραφίας.

Το ύψος της ήταν περίπου 1,72, το βάρος της λίγο κάτω από τα 60 κιλά. Τα πόδια της ήταν θελκτικά, σχετικά μακριά, αψεγάδιαστα, δεν ήταν όμως εύθραστα ή αδύνατα, αντιθέτως, έμοιαζαν σαν τα σίγουρα πόδια μιας χορεύτριας χωρίς όμως διογκωμένες γάμπες  ή αυθάδη κόκκαλα– ήταν τα πόδια μιας πρωταθλήτριας του ανταγωνιστικότατου σπορ του σέξινες. Τα πόδια της οδηγούσαν από την πίσω όψη σε έναν σφιχτό, στητό, σε αρμονία με το υπόλοιπο σώμα της, κωλαράκο. Η μέση της ήταν σχετικά στενή, η κοιλίτσα της επίπεδη, και λίγο πιο κάτω από έναν χαριτωμένο αφαλό ακολουθούσε ένας επικλινής δρόμος με απότομη κλίση, δρόμος που κατέληγε θριαμβευτικά στην πηγή της σεξουαλικότητας της – το μουνάκι της. Δεν ήταν ξυρισμένη τελείως, είχε διατηρήσει, με επιμελώς ατημέλητο τρόπο, κάποιες λίγες μακριές τριχούλες τις οποίες ο ήλιος είχε καταστήσει σχετικά αόρατες. 

Στο πάνω μέρος του θεσπέσιου σώματος της, συναντούσες ένα ζευγάρι από στητά στήθη μεσαίου μεγέθους με ευμεγέθεις ρόγες. Τα στήθη της βρισκόντουσαν σε πλήρη αρμονία με τους φαρδείς, αθλητικούς ώμους της, δεν ήταν όμως στρογγυλά αλλά μάλλον κάπως μακρόστενα, το φυσικό αντίστοιχο της Πάμελα Άντερσον επί εποχής Μπέιγουοτς. Πράγματι, όταν κατέβαινε με γοργό βήμα προς τη θάλασσα, ή όταν έτρεχε πίσω από το σκυλάκι της, που ήταν ίδιος ο Ιντεφίξ, όταν εκείνο επιχειρούσε εφόδους στις πετσέτες των  παραθεριστών, τα βυζιά της ανεβοκατέβαιναν με τέτοια φυσικότητα και χάρη, που έστελναν ρίγη συγκίνησης στους πολυάριθμους θαυμαστές της, άλλους σιωπηλούς κι άλλους πιο εκδηλωτικούς. Δεν ήταν και λίγοι όσοι περνούσαν από την καβάτζα της καθημερινά ώστε να την καλημερίσουν, αναφέρονταν σε εκείνην ως «τι μουνάκι είναι αυτό!» Δεν θα μπορούσε να είναι «μουνάρα», δεν είχε το σωματότυπο της Μόνικα Μπελούτσι. Ούτε «μουνί», όπως η Ιρίνα Σάικ. «Μούναρος» για τους άντρες είναι μια γυναίκα του τύπου Τζένιφερ Λόπεζ, πιθανόν και κάποια από τις Καρντάσιανς. Ήταν «μουνάκι» λοιπόν, σαν την Τζένιφερ Λόρενς, αντί για την προσποιητή αθωτότητα της Αμερικανίδας ηθοποιού, είχε την γοητευτική ευθύτητα μιας γυναίκας της Μεσογείου. 

Είχε τη δική της καβάτζα (τέσσερις καλαμιές με ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα για σκέπαστρο) στην παραλία, μία από τις λίγες, την είχε κληρονομήσει  από κάτι φίλους της που είχαν διακοπάρει στο νησί στις αρχές του καλοκαιριού. Εκείνη είχε επιλέξει φυσικά τον Αύγουστο, όσο πιο γεμάτο το κάμπινγκ, τόσες πιο πολλές οι επιλογές άλλωστε. Όχι πως σκόπευε να ξεσαλώσει, σεξουαλικώς μιλώντας, εκείνο το καλοκαίρι. Εν τέλει, πηδήχτηκε με έναν Δανό δύο βραδιές, από τη μία εβδομάδα που εκείνος παρέμεινε στο νησί. Ενδιάμεσα, είχε αποκρούσει, συνήθως με νάζι και συγκατάβαση, κανά δυο φορές ωστόσο σνομπάροντας, για άμεσα αποτελέσματα, ένα σωρό από επίδοξους μνηστήρες. Της άρεσαν οι άντρες που περιποιούνταν το σώμα τους, που το διατηρούσαν καθαρό και ακμαίο, που δεν φοβόνταν την αποτρίχωση, που τα γεννητικά τους όργανα δεν ήταν αποκλειστικά μια μηχανή εκσπερμάτωσης αλλά μάλλον ένα μνημείο κάλλους – όπως συνέβαινε με γυναίκες σαν κι εκείνη άλλωστε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να αράζει με αγόρια ντυμένα στα μαύρα, βερμούδα και ξεχειλωμένο T-shirt, μούσι και ατημέλητα μαλλιά, μ’ αυτούς διασκέδαζε άλλωστε τα βράδια στο μπιτς μπαρ - απλά δεν θα πηδιόταν μαζί τους, εκτός πια κι αν κάποιος κατάφερνε να την κάνει να γελάσει πολύ παρέχοντας της ταυτόχρονα μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς – δύσκολα πράγματα δηλαδή.

Τα μακριά, έφθαναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους, σπαστά ξανθά μαλλιά της είχαν αποκτήσει μια ξεκάθαρη χρυσαφί απόχρωση, όπως και το δέρμα της. Πράγματι, είχε το ομορφότερο μαύρισμα που είχα συναντήσει ποτέ μου – καστανό χρυσαφί που έμοιαζε θαρρείς το όνειρο κάθε όμορφου σώματος, ανεξαρτήτως φύλου, που εμπιστευόταν με τις ώρες τις διαθέσεις του ήλιου σε μία παραλία της Μεσογείου. 

Ένα τέλειο σώμα στο χρώμα του χρυσού για μια εξπέρ της αποτρίχωσης – αλλά αυτή ήταν η καρδιά του νησιού για εκείνο τον Αύγουστο, ένα πλάσμα των αισθήσεων και της απόλαυσης.