28.3.22

ΜΑΥΡΗ ΜΟΡΑ ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ ΜΑΥΡΗ ΧΩΡΑ

 

 


«Τα βιβλία φταίνε...» επιδράμει το υποσυνείδητο γυρεύοντας εξηγήσεις από τα δύο μυθιστορήματα που βρίσκονταν πάνω στο κρεβάτι μου λίγες ώρες πριν τη μόρα.

 

*      

Στο Lattentat της Yasmina Khadra, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του αξιωματικού του Αλγερινού στρατού Mohammed Moulessehoul, ο Amin Jaafari, καταξιωμένος χειρούργος, Παλαιστίνιος με Ισραηλινή υπηκόοτητα που απολαμβάνει μια άνετη ζωή στο Τελ Αβίβ, χάνει τον κόσμο του, την σύζυγο του δηλαδή, όταν εκείνη θα ζωστεί μια βόμβα.

«Κάτι άνοιξε στα δύο τον ουρανό και έλαμψε στη μέση του δρόμου, σαν αστραπή· το ωστικό κύμα με χτύπησε κατά μέτωπο. Ένας χείμαρρος από σκόνη και φωτιά έρχεται και με γραπώνει, εκσφεδονίζοντας με μέσα από μυριάδες θραύσματα. Έχω την απροσδιόριστη αίσθηση πως κομματιάζομαι, πως διαλύομαι μέσα στη λαίλαπα της έκρηξης... Μια ξαφνική απώλεια ακοής με παίρνει μακριά από τους θορύβους της πόλης. Δεν ακούω τίποτα, δεν αισθάνομαι τίποτα· αιωρούμαι, μονάχα αιωρούμαι...»

Ο Amin θα ποτίσει τον εαυτό του με δηλητήριο διπλής απόσταξης· θεωρεί πως οι ισλαμιστές έκαναν πλύση εγκεφάλου στην Siham, πείθεται κιόλας πως τον απατούσε με τον ανηψιό του, η (υποθετική) απιστία της γυναίκας του σταδιακά αρχίζει και τον βαραίνει περισσότερο. Η λύτρωση του γιατρού, πιθανόν και του ίδιου του συγγραφέα (ο Αλγερινός είδε, εκ των έσω, την χώρα του να σπαράσσεται από εμφύλιο πόλεμο τη δεκαετία του ’90 μεταξύ του καθεστώτος και των ισλαμιστών ~150,000 θύματα), κατέφθασε μέσω των ονείρων της χαμένης πατρίδας:

«Ένας ισλαμιστής είναι ένα πολιτικός αγωνιστής. Έχει μία και μόνο φιλοδοξία, να ιδρύσει ένα θεοκρατικό κράτος στην πατρίδα του. Ένας φονταμενταλιστής είναι κάποιος που διεξάγει τον ιερό πόλεμο ως τα άκρα, ονειρεύεται ένα μοναδικό και αιδιαίρετο ούμα, που θα εξαπλώνεται από την Ινδονησία ως το Μαρόκο με σκοπό, αν όχι να προσηλυτίσει τη Δύση στο Ισλάμ, τουλάχιστον να την υποτάξει ή να την καταστρέψει... Εμείς δεν είμαστε ούτε ισλαμιστές, ούτε φονταμενταλιστές. Είμαστε μονάχα τα παιδιά ενός λεηλατημένου και ταπεινωμένου λαού που παλεύουν με ό,τι μέσα διαθέτουν για να ανακτήσουν την πατρίδα τους και την αξιοπρέπεια τους, τίποτα περισσότερο.»

 

*      

«Τα βιβλία φταίνε» διαχρονικά άλλωστε, τουλάχιστον από την τρυφερή ηλικία της μετεφηβείας, όταν η μητέρα εξέφρασε τον προβληματισμό της, πανικοβλήθηκε αν θέλετε, μπροστά στην θέα ενός τόσου δα βιβλίου, το Junkie του William Burroughs, αδυνατώντας να αποκωδικοποιήσει το μυστικό, παραβλέποντας το γεγονός πως ότι βιβλίο υπήρχε κάποτε στην εφηβική βιβλιοθήκη, δηλαδή τα άπαντα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Ξενόπουλου σε σκληρόδετη έκδοση, και μόνο, είχαν απομακρυνθεί κακήν κακώς ώστε να γίνει ο χώρος για περιοδικά για σινεμά και pop/rock μουσική, αποφάσισε να πάρει την βοήθεια του κοινού, μιας νεότερης συναδέλφου στο γραφείο δηλαδή, με στενότερη σχέση με την λογοτεχνία, «ο Burroughs είναι ο αντιπρόσωπος του Διαβόλου επί γης» ήταν το συνθηματικό που έλαβε, απέμενε λοιπόν μονάχα να παραδοθώ ψυχή τε, κυρίως σώματι, στον “el hombre invisible” τον οποίο αρχικά προσέγγισα ως brand name της εναλλακτικής κουλτούρας, έπειτα ως μύστη της Αμερικάνικης λογοτεχνίας, πλέον δεν με ξενίζει εντελώς η κρίση του ικανότερου λογοτέχνη Mario Vargas Llosa που έβρισκε (με ελαφρώς σνομπ διάθεση) το Junkie ως το καλύτερο βιβλίο του Αμερικάνου συγγραφέα, το έργο που έφερνε σε αμηχανία τον ίδιο τον Burroughs δηλαδή, επιδραστικότερο ωστόσο καλλιτέχνη σε σχέση με τον Χιλιανό μυθιστορηματογράφο, το μητρικό απαγορευτικό, έστω συμβολικής ισχύος, ακολουθούσε την οικογενειακή παράδοση, όσο το επέτρεπε τελοσπάντων η εποχή, μια γενιά προηγουμένως o πατέρας της είχε κάνει, με πάσα αυστηρότητα, την αρχή:

Γιοβάννα, Εύα Στυλ, Χατζιδάκης, ή και Θεοδωράκης, Αττίκ, Edith Piaf και Dalida, in·

Στέλιος Καζαντζίδης, και τα λαϊκά συμπαρομαρτούντα, out.

 

 

 

*      

«Ακούω τώρα τη βοή. Ένας ήχος απόκοσμος υψώνεται στον ουρανό σαν τραγούδι, νομίζω πως ακούω φωνές παιδιών, νότες ψηλές πολύπλοκες. Το κύμα πλησιάζει. Τρέχω παράλληλα με το κύμα. Βλέπω από κοντά την κοιλότητα στη μέση: μοιάζει με τα σωθικά κάποιου τεράστιου κήτους. Κοιτάζω την κορυφή: τρέχει ιλιγγιωδώς, καταβροχθίζει τον αέρα, ενώ στη βάση του το κύμα παραμένει ακίνητο, σαν ριζωμένο στους βυθούς. Πέφτω ξανά, το κεφάλι μου χτυπάει σε μια πέτρα, το στόμα μου γεμίζει φύκια, ζαλίζομαι. Ένα καβούρι γαντζώνεται κάτω από ένα βράχο, προσπαθεί κι αυτό να κρυφτεί. Το κύμα τώρα φράζει όλο τον ορίζοντα, γύρω μου έχει σκοτενιάσει τελείως. Θέλω να σηκωθώ, αλλά δεν μπορώ, μια έλξη ακατάμαχητη με κρατάει ξαπλωμένο, παράλυτο, παραδομένο στο τέρας που έρχεται.»

 

Εντυπωσιακό αφήγημα, κομψοτέχνημα του λόγου Ο Υπνοβάτης της Μαργαρίτας Καραπάνου, συγγραφικό κατόρθωμα που ωστόσο λανθάνει:

 


το δίκιο που την έπνιγε, έπνιξε και τον αναγνώστη,

 

 

 

 

21.3.22

ΜΑΥΡΗ ΜΟΡΑ ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ ΜΑΥΡΗ ΧΩΡΑ

 

 


Αααχχ.... 035, Ηούς και Πειραιώς, Αθηνάς και Μπουμπουλίνας, Αλεξάνδρας και Κυψέλης και το συντριβάνι της Ομόνοιας να δροσίζει το πλήθος μέσα από ανοιχτά παράθυρα – λεωφορείον ο μόχθος·

στην αφετηρία, στον Ταύρο, ανάμεσα από εργατικές πολυκατοικίες, ξεκινάμε me myself & I, στα Πετράλωνα δεν επιβιβάζεται κανείς, αγαπάμε Πετράλωνα, Θησείο - Μοναστηράκι κόσμος με σακούλες, μαζευόμαστε επί της Αθηνάς,

Ελληνίδα τροφαντή γύρω στα τριάντα βυθίζεται στο κινητό (παίζει ένα παιχνίδι) ώστε να μην χρειαστεί να παραχωρήσει την θέση της, κάθεται φάτσα με την είσοδο, καλοβαλμένος μεσήλικας Πακιστανός, Ελληνικά καλούτσικα, μαλώνει δυο μαυράκια, Αφροελληνάκια, που τρώνε γαριδάκια, σταματούν για μια στιμή ώσπου να συνεχίσουν να σκορπούν χαμόγελα με το κράτσα κρούτσα, η μητέρα τους, λίγα κεφάλια στο βάθος, κρατά στάση ουδετερότητας,

Ομόνοια και Γ’ Σεπτεμβρίου λαμβάνουν χώρα κορωνοπραξίες, «φοβόμαστε... τι να κάνουμε» μονολογεί βραχύσωμη κυρία από την Ουκρανία, περπατάει σκυφτή, καθάριζε για χρόνια δικηγορικά γραφεία επί της Ευελπίδων, και σκάλες, πολλές σκάλες, «που θα πάει θα τελειώσει κι αυτό το παραμύθι!» απαντά στεντόρεια συνταξιούχος που συχνάζει στον ΟΠΑΠ της οδού Σπετσών, κάποτε ζητούσε να τον κάνουνε πρωθυπουργό για μία μέρα, τύπος κατάκοπος μπαίνει χωρίς μάσκα την οποία βάζει πρόθυμα μετά την κατακραυγή (με την εξαίρεση ενός πρωτοετή φοιτητή του ΕΚΠΑ που φωνάζει «ξεκολλήστε πια με τα φασιστικά», έπειτα βάζει εκ νέου ακουστικά), απολογείται δυνατόφωνα πως «υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τους αρέσει ο πόλεμος, ο πόλεμος είναι δυστυχία, εμένα μου αρέσει να πεθαίνουν οι άνθρωποι... ως άνθρωποι», πιάνει φιλίες με κυρίες,

στην Ηπείρου, Αφγανή κυοφορεί, ο ψηλός οπλοφορεί, κι εγώ,

«κυκλοφορώ κι αδιαφορώ
κι ούτε που θέλω της αλήθειας
το νερό

κυκλοφορώ κι αδιαφορώ
γιατί ποτέ να σ' αποκτήσω
δεν μπορώ»

στα Εξάρχεια, στην Μπουμπουλίνας, το κύμα της ενέργειας φθάνει πια στον οδηγό, φωνάζει στον Σλοβάκο με backpacker look (έχει το συνήθειο να φτύνει στην οδό Κεφαλληνίας, ευελπιστεί η υγρασία εδάφους της πόλης της Αθήνας να φθάσει κάποτε στα επίπεδα της κεντρικής Ευρώπης) «να βάλει την μούρη του μέσα» που την είχε βγάλει από το παράθυρο λόγω covid-19 που κάθεται δίπλα σε μια Βουλγάρα γιαγιά που υποδέχεται με «τσκ τσκ τσκ» Αραβίδα με χιτζάμπ που πασχίζει να κουμαντάρει καροτσάκι με μωρό, δύο υπερκινητικά πιτσιρίκια, και ένα PTSD,

δεξιά στην Αλεξάνδρας, αριστερά στην Μουστοξύδη, το τούνελ -κάτω από τα σύννεφα της γέφυρας που στάζει έγνοιες του παρελθόντος, πάνω από την γη του αλανιάρη μετροπόντικα που κουβαλά στην πλάτη του πιο άνετες μέρες- μας ξεβράζει στην Κυψέλη,

στάση Ευελπίδων, 20άχρονο κουκλί με ροζ παστέλ μαλλί, πρόκειται να επισκεφθεί το pop up branch στην foca negra Κυριακή πρωί, κατεβαίνει,

40άρα proud grombre αφήνει τη ρίζα στο μαλλί στο φυσικό της πλέον γκρι, μέσα από τα casual φαρδιά της σκούρα ρούχα κρύβεται ένα χορτασμένο δοτικό sexy κορμί, ανεβαίνει,

τέλος, 60άρα βαμμένη ξανθιά, κάθεται μόνη της, θυμάται τα παλιά, το Σανζ Ελυζέ, την Blanche Dubois, και τα λοιπά,

έχω κολλήσει στην ίδια σελίδα, «άντε να διαβάσει κανείς με τόση φασαρία» με ειρωνεύεται απαλά κυρία από την Αλβανία, σακούλες του Βασιλόπουλου βαραίνουν τα πόδια της, αντίο για την ώρα ο «Υπερ-Ατλαντικός», Βίτολντ 'τρελέ μπάσταρδε' Γκομπρόβιτς, και ο Υπερ-Σιβηρικός, γιοκ, η βοή, δηλαδή η μουσική, συνεχίζεται τουλάχιστον, κόσμος ανεβοκατεβαίνει, οι φοιτητές συχνά λαθραία,

Λονδίνο Άμστερνταμ ή Βερολίνο

δεν το ‘χεις εύκολο εφέτος για να πας

όσο κι αν έχουν δανεικά οι Brussels να σου δίνουν

εσύ να κάνεις βόλτες με το magic bus

 

the buzz of the magic bus, ένα όργιο ανθρωπίλας σε Ελληνικά, Ούρντου και Παντζάμπι, international Αγγλικά (του Airbnb, της teleperfomance, της Biennale), Σουαχίλι, Ρώσικα ή Ουκρανικά, μοιάζουν αυτά, Αφρικανικά (της επιβίωσης, της πιάτσας, και της προσευχής) Νταρί, Πολωνικά, Αμερικάνικα (του brunch, του street food, της Αναπτύξεως), Γιορούμπα και Λινγκάλα, Τουρκικά, Γερμανικά, Αραβικά (της προσφυγιάς, της πιάτσας, και της πίστης), Ρουμάνικα, Βουλγάρικα, Γαλλικά (του Παρισιού, της Μασσαλίας, και της Αφρικής), Ισπανικά, Ορόμο ή Τιγκρινιακά ή και, φυσικά, στην γλώσσα του σώματος.

 

«Say it again Χρήστο», this is Kypseli·

η Κυψέλη είναι το κέντρο της άκρης του κόσμου.