20.8.17

Authenticity Check: The Ramones vs. The Sex Pistols



Αν παρακολουθήσει κανείς το βίντεο των Sex Pistols ‘God Save the Queen’, καταλαβαίνει γρήγορα πως το κουτάκι μπύρας που συνοδεύει την ερμηνεία του Johnny Rotten είναι διαφημιστικό κόλπο, product placement το λέμε σήμερα. Το κυρίως προϊόν όμως δεν είναι το κουτάκι αλλά ο ίδιος ο τραγουδιστής και το γκρουπ γενικότερα.

Είναι παγκοσμίως γνωστό πως οι Sex Pistols είναι μιντιακό κατασκεύασμα του πανούργου μάνατζερ Malcolm McLaren ο οποίος ξεπατίκωσε το Νεοϋρκέζικο στυλ με τα σκισμένα τζην, τα δερμάτινα μπουφάν και τα τρύπια κοντομάνικα (όπως αυτό γεννήθηκε από τα κάτω) το οποίο μετέφερε αυτούσιο στo Νησί. 

Τα πρόσωπα στην περίπτωση των Sex Pistols ήταν εντελώς αναλώσιμα, διαφημιστικό ντεκόρ στη βιτρίνα του μάνατζερ McLaren, υπάλληλοι στην υπηρεσία της μουσικής βιομηχανίας με την εξαίρεση φυσικά του Sid Vicious, η αυτοκαταστροφικότητα του οποίου μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί ως μία μάλλον αναμενόμενη αντίδραση ενός ανθρώπου βουτηγμένου στις ουσίες (με μειωμένη αίσθηση αυτοκυριαρχίας δηλαδή) απέναντι στη μεταχείριση του ως πειραματόζωου το οποίο άλλωστε βρισκόταν συχνά υπό πολιορκία από τα φλας των φωτογράφων.

Ο Vicious ήταν ο ο κραυγαλέος (ανυποψίαστος) κράχτης ενός κραυγαλέου προϊόντος προς πώληση.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θυμίζουν τους Ramones.

Οι Ramones μετέφεραν τον ήχο του εργοστασίου στη σκηνή, το ατημέλητο ντύσιμο τους ήταν το ακριβές αντίστοιχο της λερωμένης φόρμας του εργάτη. Ο συνεχόμενος, μονότονος, αδιαπέραστος ήχος που έβγαινε από την κιθάρα του Johnny Ramone ήταν αυτούσιος ο ήχος του εργοστάσιου μεταγλωτισμένος σε rock ‘n’ roll συμφραζόμενα ενώ η μονότονη κίνηση μπρος και πίσω του χεριού του frontman Joy ήταν το αποτύπωμα στη σκηνή της κίνησης ενός εργάτη στη γραμμή της παραγωγής του εργοστάσιου.

Πολύ πριν καταντήσουν περιφερόμενα φρικιά, εύκολη λεία στα γαμψά νύχια του αρχετυπικού τρολ Howard Stern, οι Ramones υπήρξαν άξιοι εκπρόσωποι μιας λαϊκής τέχνης γνωστής στα Δυτικά συμφραζόμενα ως pop culture.



19.8.17

Heaven’s Gate




Το Heavens Gate είναι μια ταινία επικών διαστάσεων και φιλοδοξιών, αντίστοιχη θρυλικών ταινιών όπως το Once Upon a Time in America, The Godfather, America, America και άλλων.

Ο Cimino, αρχικά με το The Deer hunter (1978) και έπειτα με το Heavens Gate (1980), επιτυγχάνει έναν προσωπικό θρίαμβο αφηγούμενος δύο ιστορίες με κοινή θεματική αλλά χρονική απόσταση ενός αιώνα ανά μεταξύ τους.

Το πρώτο σκέλος της εξερεύνησης του ανθρώπινου δράματος που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την ειρήνη στον πόλεμο βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε από πλευράς της βιομηχανίας του κινηματογράφου (5 Oscars), αλλά και από το κοινό λόγω της εξαιρετικής, και διαχρονικής, δημοφιλίας του The Deer Hunter.

Όσο για το δεύτερο σκέλος της εποποιίας του, ατύχησε.

Μια παραγωγή του 1980, ένα χρόνο πριν την εκλογή του Reagan δηλαδή, αρχές μια δεκαετίας που έπειτα χαρακτηρίστηκε ως “crisis period, a pre-wartime period” (με αποκορύφωμα το παραλίγον πυρηνικό επεισόδιο του ’83), μια εποχή που «η γέννηση μιας ντελιριακής Νέας Υόρκης διέγραψε τη συλλογική μνήμη μιας δημοκρατικής Νέας Υόρκης» (“delirious New York erased the collective memory of democratic New York”), 

το Heavens Gate, λογοκρίθηκε.

Για όλους εμάς, είναι πολύ σαφείς οι όροι με τους οποίους λογοκρινόταν ένα έργο του Sergei Parajanov στην πάλαι ποτέ Ε.Σ.Σ.Δ. Ο σκηνοθέτης μερικών από των πιο ονειρικών και ευφάνταστων σκηνών στην ιστορία των κινούμενων εικόνων, δεν επιθυμούσε να υπακούσει στις ντιρεκτίβες της νομεκλατούρας των Σοβιετικών οπότε έπρεπε να μετανομαστεί σε μια παλιαδελφή (κατηγόρια ηθικολογικής υφής) η οποία γύριζε ακατανόητες ταινίες. 

Αποτέλεσμα: ταινίες που εξαφανίζονταν από προσώπου γης, κι ο σκηνοθέτης έγκλειστος σε κάποιο μπουντρούμι.

Όσο για τους όρους με τους οποίους λογοκρινόταν ένα καλλιτεχνικό έργο στην αντίπερα όχθη του Ψυχρού Πολέμου, έχει γίνει σίγουρα μικρότερη συζήτηση. 

Ας αρκεστούμε να πούμε πως στην συγκεκριμένη περίπτωση  o Cimino γύρισε μία ταινία η οποία δεν συμβάδιζε με το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής στη χώρα του. Το Heavens Gate λογοκρίθηκε όταν εκείνοι οι οποίοι έπρεπε να πουλήσουν το προϊόν στο οποίο είχαν επενδύσει ένα κάρο λεφτά αποφάσισαν - υπηρετώντας ψυχροπολεμικές σκοπιμότητες και σκοπούς - πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν τελικά και τόσο καλή ιδέα (“amazingly, given the stakes, it was yanked from distribution soon after it opened”). Αυτομάτως, ο σκηνοθέτης έπρεπε να μεταμορφωθεί σε παλαβό άτομο με κρίσεις μεγαλομανίας (κατηγόρια ψυχιατρικής υφής) ο οποίος γύρισε μία ασυνάρτητη ταινία.

Αποτέλεσμα: το Heavens Gate πετσοκόπηκε (κυκλοφόρησε συντομότερο κατά μία ώρα - το στούντιο κράτησε το φιλέτο και πέταξε στο κοινό τα κόκκαλα) και, ευλόγως, απέτυχε παταγωδώς. 

Η εισπρακτική αποτυχία της ταινίας φορτώθηκε το φαλίρισμα του κινηματογραφικού στούντιο της United Artists, οι κριτικοί μαστίγωσαν τον σκηνοθέτη  (“It fails so completely that you might suspect Mr. Cimino sold his soul to the devil to obtain the success of The Deer Hunter), όσο για το κοινό, ακολούθησε πιστά τις οδηγίες χρήσης και στήριξε την απόφαση της παραγωγής να καταχωνιάσει την ταινία στο συρτάρι των μεγαλεπήβολων κινηματογραφικών πονημάτων που απέτυχαν οικτρά λόγω της ανεπάρκειας του δημιουργού τους.

Για το τέλος, some wishful thinking:

ας γίνει το Heavens Gate αφίσα σε κάθε φοιτητικό δωμάτιο στην Αθήνα, στο Βλαδιβοστόκ, στο Μοντερέι,σ το Σαντιάγο της Χιλής·

να παιχτεί το Πάσχα στην τηλεόραση αντί για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ.