29.7.13

Η επανάσταση του καφέ


Samuel Aranda



Η ζωή στην Αθήνα μοιάζει σχετικά ανέμελη όταν κινείσαι νωχελικά στα πέριξ της Διονυσίου Αεροπαγίτου. Κόσμος πάει κι έρχεται· παιδιά, σκυλιά, νταντάδες. Αυτές τις τελευταίες βέβαια, ίσως και να τις έπλασα με τη φαντασία μου. Μάλλον πρόκεται για μαμάδες που απλά νοιώθουν ξένες, ως προς τον κόσμο γενικά αλλά και ως προς τον εαυτό τους· κατά συνέπεια, και ως προς το παιδί τους.

Η κρίση αποξενώνει· όσο μικραίνει το βάθος της τσέπης μας τόσο η πιθανότητα επιθυμίας εξερεύνησης του υπαρξιακού μας πλούτου ξεμακραίνει, σαν το καΐκι που χάνεται από το βλέμμα μας μέσα στην απέραντη θάλασσα.

Χρόνος υπάρχει· διάθεση για εσωτερική αναζήτηση δεν μας βρίσκεται κάπου πρόχειρη λόγω μιας μερικώς εσφαλμένης παραδοχής, ό,τι δηλαδή το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Ό,τι το τρώει, το τρώει· είναι μονάχα που το μικρό ψάρι έχει προλάβει να κολυμπήσει σε θάλασσες βαθιές, ταραχώδεις ή και απόλυτα ήρεμες, προηγουμένως.

Μαθαίνει κανείς να κολυμπά μόνος του. 

Μαθαίνει να εκτιμά μαζί με τους φίλους του.

Στην γκρίζα (καμιά φορά και πολύχρωμη όμως) μοναξιά των Αθηναϊκών διαμερισμάτων, δεν εκτιμάς τίποτα· μονάχα λογαριάζεις εχθρούς. Ειδικά κάθε φορά που μετράς με βαριά καρδιά τα κέρματα ένα ένα ώστε να πάρεις το Μετρό.

Εχθροί υπάρχουν· λεφτά δεν υπάρχουν· τέλος, η ζωή συνεχίζεται. 

Συνεχίζεται έτσι ακριβώς όπως άρχισε, πριν το διαφημιστικό (μιας και γέννησε ψευδαισθήσεις) διάλειμμα (καθότι όντως σύντομο) της χρονικής περιόδου κατά την οποία ενηλικιώθηκε η γενιά μου: αγώνας μέχρι το θάνατο, χαρά, αγωνία μέχρι το θάνατο, ευτυχία, ίσως, και έπειτα πια, θάνατος.

Στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, με θέα το νησί του Παρθενώνα, το tagging εξαπλώνεται με τους φρενήρεις ρυθμούς ενός τάγματος σαρκοφάγων μυρμηγκιών σε τροπικό δάσος. Ένας μαγαζάτορας εξακολουθεί να εμπορεύεται καφέδες μετά συνοδεία αράγματος. Ακριβώς δίπλα του, δεκάδες υπογραφές-μουτζούρες στην τζαμαρία του κλειστού εδώ και καιρό ρουχάδικου, δηλώνουν την επιθυμία τόσων πολλών πλέον νέων να αφήσουν τα ίχνη τους κάπου μιας και δεν έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ποτίσουν με τον ιδρώτα τους τις καρέκλες του σκηνοθέτη λίγα μέτρα πιο πέρα· που άλλωστε λεφτά για μπουρμπουάρ στην σερβιτόρα.

Εν τω μεταξύ, οι όμορφες σερβιτόρες θα πρέπει να μάθουν με λιγότερα ενόσω οι καφέδες θα ρέουν ολένα και συχνότερα μέσα σε θερμούς. 

Θα ‘ναι μέσα σ’ ένα θερμό, κάτω από τον Ελληνικό ήλιο και μια ανάσα από τα νερά της Μεσογείου, που ο πικρός καφές της παρηγοριάς θα θελήσει να ξεχυθεί έξω από την αδιατάραχτης θερμοκρασίας φυλακή του ώστε να γίνει ένα με τη θάλασσα. Θα ξεδιψάσει ψάρια· θα μπερδέψει γλυκά ανυποψίαστους κολυμβητές. 

Η αλμύρα της θάλασσας, ως γνωστόν, γλύφει τις πληγές μας.  







 

18.7.13

IDENTITY POLITICS




Τη στιγμή που σας μιλάω, δε μπορώ ακόμα να γνωρίζω τι ήταν εκείνο που με τράβηξε προς τα έξω, πέρα από το τσιμέντο και το λευκό, και μακριά από την θαλπωρή του γραφείου και τη τόσο εθιστική δυσοσμία μια χούφτας από γνώριμες γόπες.

Ίσως να ήταν το έντονο φως που μπήκε θρασύτατα στο δωμάτιο από το ολόγιομο φεγγάρι του Ιουνίου. Ίσως πάλι, να ήταν εκείνη η ηχώ από το κελάϊδισμα των σπουργιτιών που αναπαύονται καθημερινά στον αειθαλή πλάτανο της γειτονιάς· είχαν περάσει ακριβώς έξι ώρες από τη στιγμή που σταμάτησαν να τραγουδούν, όπως το κάνουν κάθε απόγευμα, την ίδια ώρα, μα η ηχώ των λεπτεπίλεπτων φωνών τους αντηχούσε ακόμα μέσα στο κεφάλι μου. Τα έχω συνηθίσει τα σκασμένα· γι’ αυτό και κάθε σούρουπο απλώνω το χέρι μου προς τον πλάτανο, τους τείνω χείρα αιώνιας φιλίας αν δεν το καταλάβατε. Νοσταλγώ πάντως εκείνη την κουκουβάγια που μόλις μια φορά ξαπόστασε κοντά μας· είχε τα μάτια της ορθάνοιχτα, όπως το το επιτάσσει η φύση της, μα εγώ τα ‘χα κλειστά καθώς δεν τόλμησα να αντικρύσω τη σοφία της. 

Δεν έκανα το ίδιο με την πανσέληνο· με το τηλεσκόπιο του συνειδητού μου, οπωσδήποτε ιδιαίτερα ανήσυχο καθόλη τη διάρκεια ενός καλοκαιριού που σε ξέβρασε κοντά σε μια θάλασσα, βούτηξα μονομιάς στα βάθη της ύπαρξης συνεπικουρούμενος από το σκότος της νύχτας και το γεγονός πως όλοι τριγύρω κοιμόντουσαν βαθιά. Κοιτώντας το φεγγάρι, θυμήθηκα, τι άλλο; εκείνο το μικρό βηματάκι που μας υποσχέθηκε κάποτε, κοντά μισό αιώνα πια, τη ζωή σε άλλους πλανήτες ακόμα κι αν ο Αρανίτσης, ίσως και με το δίκιο του ο άνθρωπος, πιστεύει ακράδαντα πως τελικά μάλλον πως συνέβη το ακριβώς αντίστροφο: αντί να στήσουμε έξαλλους χορούς μέσα σε οξυγονούχους θόλους πάνω στη Σελήνη ήταν το βασίλειο της γκρίζας και απόκοσμης ερημιάς του φεγγαριου που τελικά εγκαταστάθηκε πάνω στη Γη. Όλα αυτά με μια μικρή επιφύλαξη βέβαια καθώς, και σε τελική ανάλυση, το φεγγάρι απέχει όντως πολύ μακριά από εμάς ώστε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. 

Λούστηκα λοιπόν το φως του φεγγαριού για λίγες στιγμές ώσπου η συνείδηση μου ξεγελάστηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να με κάνει να πιστέψω προς στιγμήν πως στην πραγματικότητα η ταυτότητα μας δεν είναι άλλο πράγμα από ένα κομματάκι από χαρτί εγκλωβισμένο σε πλαστικό και προορισμένο να ταξιδεύει εσσαεί στην κωλότσεπη ενός, οπωσδήποτε φθαρμένου, Αμερικάνικου, σαν τα όνειρα μας, τζην. Γενικά μιλώντας, όλοι την πατάμε κάποια στιγμή σε τούτη τη ζωή. 

Αξίζει πάντως να δοκιμάσει κανείς να επιχειρήσει να ζήσει για ένα σεβαστό διάστημα της ζωής του δίχως αυτό το χαρτί που αναγράφει όλα εκείνα που δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό που να σχετίζεται με το ατελείωτο, θα έλεγε κανείς, ταξίδι προς την άγνωστη Χώρα της αναζήτησης της ταυτότητας αλλά αντίθετα προσδιορίζει με σαφή τρόπο οτιδήποτε δεν έχει το παραμικρό αντίκρυσμα στην ροή της ζωής σε κείνη τη μακρινή Χώρα. Αν θες μια αναλογία, προσπάθησε να φανταστείς τη Χώρα της Ανάφης με σειρές φοινικόδεντρων και τα νερά του Κυκλαδίτικου αυτού νησιού να αναστατώνονται από το μήκους 133 μέτρων ιδιωτικό γιωτ του Εμίρη του Κατάρ· στην πραγματικότητα, στην Ανάφη είναι οι αέρηδες που κυβερνούν. Οι άνθρωποι απλά τους υπομένουν, άλλοτε καρτερικά κι άλλοτε με ανυπομενεσία.

Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί και το ακόλουθο περιστατικό. Ενόσω συνέβαιναν όλα αυτά, το πέος μου είχε αποφασίσει να απέχει πλήρως της εκκεντρικής (όπως θα την ονόμαζε πιθανότατα ένας λάτρης της στατιστικής και των δημοσκοπήσεων ως δείκτες της κοινωνικής ζωής που δεν μελετάται πλέον παρά κυρίως μετριέται) αυτής νυχτερινής διαδικασίας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μιλάμε και για μουνί, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Συμβαίνουν αυτά άλλωστε χωρίς εμείς καθόλου να τα επιλέγουμε.

Με άλλα λόγια, κάθετι στον κόσμο αυτό βρίσκει μια τρύπα να το χωράει αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εμπρός του φεγγαρόφωτου, αλλά και ενώπιον του πιο καυτού ήλιου φυσικά, το ακανθώδες, μα και τόσο επείγον, ζήτημα της ταυτότητας ανάγεται στην ανατομία του σώματος. Κάθε άλλο.