19.2.08

Ο Paul Thomas Anderson και ο Daniel Day-Lewis στην Αθήνα.





Στις 14-12 παρευρέθησαν στην Αθήνα, ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson μαζί με τον Daniel Day-Lewis. Το ίδιο βράδυ, στο Παλλάς, είχε προγραμματιστεί η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του P.T. Anderson, "There Will Be Blood", σε μια βραδιά φιλανθρωπικού χαρακτήρα, καθώς τα έσοδα της εκδήλωσης διατέθηκαν στην Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών.


 Το πρωΐ, στον Ιανό (ο όρος «εμπορευματοποίηση της κουλτούρας» δεν είναι πλέον δόκιμος· η ρήση του Jean Baudrillard περί «κουλτουροποίησης του εμπορεύματος» δένει καλύτερα με την λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου), και εν μέσω κατανάλωσης καφέδων και κρύων σάντουιτς, έγινε μια συνέντευξη τύπου.
 Αρχικά ρωτήθηκε ο σκηνοθέτης για την έλλειψη πολιτικής ματιάς στην ταινία του. Η απάντηση του ήταν ό,τι δεν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, μιας και επικεντρώθηκε στην ιστορία των δύο βασικών χαρακτήρων της ταινίας. Βέβαια μια τέτοια τοποθέτηση είναι κάπως προβληματική, μιας και μια ταινία μπορεί να είναι πολιτική (με μια πιο ευρεία έννοια) χωρίς κατ’ ανάγκην να σχολιάζει άμεσα κάποια γεγονότα. Ο τρόπος που είναι πολιτικές οι ταινίες του Godard ή και του Haneke ακόμα και όταν φαινομενικά ασχολούνται με άλλα θέματα, είναι ένα σαφές δείγμα του πως μια ταινία μπορεί να υπερβαίνει τα επιμέρους και να αποκτά πολιτική συνείδηση.

 Ο
Anderson είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης (από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Αμερικάνους) και το σύνολο των προηγούμενων ταινιών του στέκεται σε υψηλά επίπεδα. Αγαπάει πολύ το σινεμά και προφανώς έχει μελετήσει όλους τους κλασικούς. Εντούτοις, στις ταινίες του απουσιάζει το στοιχείο που θα τις απογείωνε σε ένα άλλο επίπεδο· ενόσω περιγράφει (με αριστοτεχνικό τρόπο) το πώς, ξεχνάει να αναρωτηθεί το γιατί. Παρόλα αυτά, όντας συνεπής και παθιασμένος, αφοσιωμένος στην 7η τέχνη μακριά από μόδες και φθηνούς εντυπωσιασμούς, είναι ένας πολύ αξιόλογος σκηνοθέτης. Οι πολύ καλές ερμηνείες που αποσπά από όλους –ανεξαιρέτως- τους ηθοποιούς (ακόμα και του Tom Cruise!) είναι ενδεικτικό στοιχείο της αξίας του.


 Ο Daniel Day-Lewis, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς των τελευταίων ετών, στάθηκε αντάξιος της φήμης του. Άνθρωπος με τόλμη, ακεραιότητα και μια συνέπεια στις πράξεις και τα λόγια του, έδωσε αφοπλιστικές απαντήσεις σε ό.τι ρωτήθηκε.
 Όταν ζητήθηκε η γνώμη του, ως δημόσιο πρόσωπο, για τους λογής πολέμους και αδικίες ανά τον κόσμο (Ιράκ, Αφγανιστάν), έθεσε το πρόβλημα στην ρεαλιστική βάση που απαιτείται. Χωρίς ίχνος επιτήδευσης, απάντησε ό,τι δεν θεωρεί πως η γνώμη του έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιουδήποτε άλλου μόνο και μόνο επειδή είναι διάσημος ηθοποιός. Αποφεύγοντας να δώσει μια politically correct, μα συνάμα απλοϊκή, απάντηση του τύπου "Ο Bush είναι κακός", κατάφερε να ξεφύγει από τη νεο-φιλελεύθερη μόδα αλά Sean Penn που παρατηρείται τελευταίως στην Αμερική και αλλού.
 Σε μια επόμενη ερώτηση που αφορούσε το θέμα της ταύτισης του με τους ήρωες που υποδύεται στην μεγάλη οθόνη (αναφέρθηκε μια ιστορία όπου ήθελε τον Lewis να ζητά να τον αποκαλούν με το όνομα του χαρακτήρα της ταινίας και όχι με το αληθινό του, στα γυρίσματα του "Gangs of New York"), ήταν κατηγορηματικός: "Bollocks!" αναφώνησε, τονίζοντας ό,τι η ιστορία δεν έστεκε στην πραγματικότητα. Μιλώντας για το επάγγελμα του, το αποκάλεσε ένα παιχνίδι, ένα πείραμα, ένα αίσθημα "σαν να παίζεις σε μια παιδική χαρά, και αυτό είναι όλο". Η διάθεση του να αποποιηθεί την μυστηριακή χροιά που αποδίδεται στο επάγγελμα της υποκριτικής και η πραγματιστική του προσέγγιση, δείχνουν άνθρωπο προσγειωμένο και πάνω απ’ όλα ειλικρινή.
 Έπειτα ρωτήθηκε αν ένα βραβείο Oscar σημαίνει κάτι γι’ αυτόν. Σε μια ερώτηση η οποία αναζητούσε μια απάντηση αφοριστική, για ένα θεσμό συντηρητικό και προβλέψιμο, ο Lewis ήταν ουσιαστικός. "Σε περίπτωση ενός Oscar, η ταινία θα προβαλλόταν τρεις μήνες επιπλέον και σε αίθουσες που κανονικά δεν θα είχε διανομή· αυτό θα ήταν καλό για μας" ήταν η κοφτή απάντηση του.
 Μακριά από τους σκόπελους της τυποποίησης και των στερεοτύπων, χαράσσοντας μια δική του πορεία, η οποία δεν σημαίνει απαραιτήτως ό,τι είναι ανατρεπτική ή και αντισυμβατική, αλλά απλά ό,τι είναι η δική του προσωπική πορεία, συμβατή με τις επιθυμίες και τα πιστεύω του, ο Daniel Day-Lewis είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, μα και μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.



9.2.08

Κατασκεύαζοντας συναίνεση: Από τον εκβιασμό στην... αβάσταχτη ελαφρότητα του lifestyle



"Patience is the new patriotism". Αυτή είναι η απάντηση που είχε δοθεί από τα επίσημα χείλη Αμερικανού αξιωματούχου, πίσω στο 2002, απαντώντας στα παράπονα χιλιάδων πολιτών για την κατάσταση που επικρατούσε στα αεροδρόμια των Η.Π.Α., με τους εξονυχιστικούς ελέγχους να κάνουν το βίο... αβίωτο στους ταξιδιώτες. Με άλλα λόγια, "To complain is to be unAmerican".[1]
 
  Δεν έχει αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο μέσα σ’αυτά τα έξι χρόνια. Η ασφάλεια στα αεροδρόμια ( και όχι μόνο, φυσικά) παραμένει ζήτημα υψίστης σημασίας. Προφανώς παραμένει σε ισχύ και το «αίτημα» περί υπομονής. Μόνο που δεν είναι «αίτημα», αλλά προσταγή: "Every nation, in every region, now has a decision to make. Either you are with us, or you are with the terrorists", ήταν τα ακριβή λόγια του George Bush (ή μάλλον των κειμενογράφων του), όταν κήρυξε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η απολυταρχική αυτή άσκηση πολιτικής μας δίνει και το περίγραμμα του εξαναγκασμού που ασκεί η δήλωση περί υπομονής και πατριωτισμού. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από ό,τι θεωρείται... πατριωτικό, σε κατατάσσει στους κακούς· στους αντιΑμερικάνους· ή... και στους τρομοκράτες. Είναι τρομακτικό να αναλογιστεί κανείς, πράξεις που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές στις Η.Π.Α. (και οσονούπω και αλλού), π.χ. ο ακτιβισμός για τα δικαιώματα των ζώων!

  Τρομακτικό επίσης είναι το γεγονός ό,τι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των συγκεκριμένων μέτρων (η πλειοψηφία των Αμερικανών ούτως ή άλλως δέχτηκε να θυσιάσει προσωπικές ελευθερίες για το... καλό της πατρίδας). Το όλο θέμα έχει να κάνει με την πλήρη «προσαρμογή», με μια υποδούλωση βάρβαρη, που κερδίζεται εκβιαστικά. Για το καλό της πατρίδας λοιπόν, για τη σωτηρία του Έθνους, σκάσε και υπάκουσε· ειδάλλως... «ήδη είσαι ένας εχθρός του Συντάγματος».[2]

  Η αλήθεια είναι ό,τι ο εξαναγκασμός (είτε φυσικός, είτε ψυχολογικός) δεν είναι και πολύ αναγκαίος στις μέρες μας. Αυτό είναι που ξεχωρίζει και τα κατ’επίφαση δημοκρατικά, δυτικά καθεστώτα, από τα απολυταρχικά του τύπου Ιράν (βέβαια οι κατηγορίες περί αυταρχικού-θεοκρατικού Ιρανικού καθεστώτος είναι... σχετικές, καθώς π.χ. η ομοφυλοφιλία ναι μεν τιμωρείται με λιθοβολισμό, αλλά πρόκειται για νόμο στην ουσία ανεφάρμοστο, καθώς δεν... ευδοκιμεί το είδος των ομοφυλοφίλων στην Ιρανική γη, σύμφωνα με τον πρόεδρο Ahmadinejad).[3]

  Η «κοινωνία του θεάματος» έχει επιτύχει το στόχο της. Η συναίνεση έχει κατακτηθεί και αυτός που αμφισβητεί έχει πάρει τη μορφή του αποδιοπομπαίου τράγου. Το να αμφισβητήσεις την αξία και τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, πόσο μάλλον να αρνηθείς να γευτείς την ηδονή των καρπών της, μεταφράζεται ως πράξη ακατανόητη και παράλογη, ως μια πράξη απελπισίας και απόγνωσης. Το lifestyle μετατρέπει κάθε προϊόν σε ένα δώρο που δεν πρέπει να αρνηθείς και οι αγγελιοφόροι του (κριτικοί και λοιποί διαφημιστές) σε προστάζουν να το ξετυλίξεις μονομιάς. Ο Λόγος των «ειδικών» περιορίζεται σε κατηγορικές προσταγές του τύπου: "Μη το χάσεις!", "Πρέπει να πας!" "Άκουσε το!" και ο ενοχικός καταναλωτής γίνετε χίλια κομμάτια για να ικανοποιήσει όλα τα γούστα που δεν ήξερε ό,τι είχε, αλλά οφείλει να αποκτήσει. 

  Από την άλλη μεριά, ο καταθλιπτικός σύγχρονος άνθρωπος όπως τον περιέγραψε η E.Roudinesco[4], θέτει ο ίδιος τις βάσεις της αλλοτρίωσης του. Οι ελευθερίες που κληρονόμησε και η αδυναμία του να τις διαχειριστεί, τον φέρνουν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε, αλλά η σεξουαλική μιζέρια παρέμεινε (πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια, όχι στην καταπίεση που ασκείται στην σεξουαλικότητα, αλλά στους τρόπους «παραγωγής» αυτής της απελευθέρωσης, έλεγε ο Foucault).  

  Το μόνο που του μένει λοιπόν, είναι να προσπαθήσει να ξεχάσει τη θλίψη του. Κάπως έτσι καταλήγει δέσμιος μιας ψευδαισθητικής φαντασίωσης ευημερίας και ευεξίας, ευγενική προσφορά της σαρωτικής επέλασης του lifestyle. Στην ουσία μια προβολή του συλλογικού υποσυνείδητου ενός πληθυσμού στα όρια της κατάρρευσης, το lifestyle αντικατοπτρίζει την επιθυμία του μοντέρνου άνθρωπου να κολυμπήσει στα ρηχά. Βάλσαμο και γιατρειά ταυτόχρονα, το lifestyle σηματοδοτεί τη ρήξη με τη σκέψη.

  Έναντι της προσδιορισμένης άρνησης, επικράτησε μια ισοπεδωτική εξομοίωση (και αφομοίωση) των πάντων. Παράγωγο αυτής της διαδικασίας είναι η κατάργηση του προσωπικού γούστου. Η άποψη καθίσταται περιττή και αχρείαστη· εφευρίσκοντας ταμπέλες και κατηγοριοποιώντας ομάδες πληθυσμών, το lifestyle προσφέρει την απαραίτητη ψευδαίσθηση διαφορετικότητας και ατομικότητας. Πρόκειται βέβαια για μια πλαστή συνθήκη, για μια εύθραστη συμφωνία. Η λάμψη του εφήμερου όμως, είναι ζωτικής σημασίας σε μια κοινωνία ραγδαίας ανάπτυξης, όπου όλα είναι αναλώσιμα και με ημερομηνία λήξης. Αγωνιόντας να προλάβει τις εξελίξεις, τρέχοντας να ανέβει σε όποιο τρένο περνά από μπροστά του, ο άνθρωπος καταφέρνει μονάχα να ξεχνάει ποιος είναι και τι πραγματικά θέλει· ό,τι πρέπει για να καταναλώνει περισσότερο και να αναρωτιέται λιγότερο, δηλαδή...


[2] Πήτερ Σνάϊντερ," ...Ήδη είσαι ένας εχθρός του Συντάγματος", εκδ. Στοχαστής,1979. Στο μυθιστόρημα του Σνάιντερ, εξιστορούνται οι περιπέτειες ενός προοδευτικού δασκάλου στη Γερμανία, γύρω στα 1970. Μια μείξη αυθεντικών περιστατικών με στοιχεία μυθοπλασίας, το βιβλίο του Σνάιντερ είναι μια καταγραφή του κυνηγιού των (αριστερών) μαγισσών στη μεταπολεμική Ευρώπη.
[4]Roudinesco στα πλαίσια μιας ψυχαναλυτικής διάγνωσης του πολιτισμού, μιλάει για μια «φιλελεύθερη-καταθλιπτική κοινωνία», για ένα πολιτισμό που περνά από την υστερία στην κατάθλιψη"(Κ. Ράντης).