18.4.08

O Ignacio Ramonet στην Αθήνα.













 O Ignacio Ramonet, δημοσιογράφος και συγγραφέας, διευθυντής της γαλλικής έκδοσης Le Monde diplomatique επί σειρά ετών, με αξιοσημείωτη δράση στο χώρο της αριστεράς[1], στις 2 Απριλίου βρέθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όπου και έδωσε μια διάλεξη με τίτλο Οι νέες γεωπολιτικές προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. 
 Ξεκινώντας την ομιλία του παρέθεσε μια σειρά από στατιστικά στοιχεία. "Στα 40 λεπτά που θα σας μιλήσω, 80 παιδιά θα πεθάνουν από ελονοσία, γύρω στα 800 παιδιά θα πεθάνουν από ασθένειες που θεραπεύονται εύκολα" και συνέχισε λέγοντας ότι το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με 2 δολλάρια την ημέρα, τη στιγμή που μια... αγελάδα στην Ευρώπη λαμβάνει επιδότηση 4 δολάρια την ημέρα. 4 δισεκατομμύρια δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ τηλέφωνο και 5 δισ. το ίντερνετ.
 Η ανάλυση του ξεκίνησε με μια δριμεία κριτική στο χρηματοοικονομικό καπιταλισμό και την ολοκληρωτική επικράτηση της αγοράς. Μιας αγοράς χωρίς ηθική, όπως σημείωσε. Ανέφερε τα παραδείγματα της Νέας Ζηλανδίας και της Χιλής όπου η κυριαρχία της αγοράς είναι απόλυτη, μιας και ακόμα και οι πρεσβείες δεν είναι κρατικής ιδιοκτησίας. Ειδική αναφορά έκανε και στην οικονομική ύφεση που παρουσιάζεται - παγκοσμίως πια - , με την κρίση σε πολλές τράπεζες να αποτελεί ανησυχητικό σημάδι για την ομαλή λειτουργία της αγοράς.
 Στη συνέχεια ανέλυσε το ρόλο της Κίνας και της αυξανόμενης ισχύς της. «Ποτέ άλλοτε στην ιστορία, ένα κράτος δεν κατάφερε τόσα πολλά μέσα σε 30 μόλις χρόνια» είπε, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που ενδέχεται να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Κίνα θα προκαλέσει ντόμινο ανακατατάξεων στον πλανήτη σύμφωνα με τον Ramonet. Οι αυξανόμενες ανάγκες της, θα πρέπει να καλυφθούν από τις εισαγωγές. Η Βραζιλία (εξάγει σόγια στην Κίνα) καταστρέφει τα δάση της για να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς. Μέγιστο πρόβλημα δημιουργείται και από τις ενεργειακές ανάγκες, με τη λύση των πυρηνικών εργοστασίων να εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους.
 Αναφερόμενος στο ρόλο των Μ.Μ.Ε., ο Ramonet ήταν ιδιαίτερα καυστικός. "Ιδεολογική μηχανή της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης, τα Μ.Μ.Ε. προσπαθούν να μας πείσουν να μην αντιστεκόμαστε στην «νεωτερικότητα»". Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στους κατακτητές Ισπανούς που ως εκφραστές της... νεωτερικότητας, ισοπέδωσαν πολιτισμούς και εξολόθρευσαν λαούς, έτσι και σήμερα η δικτατορία της αγοράς με την ευγενική υποστήριξη των Μ.Μ.Ε., οδηγούν τον πλανήτη σε αδιέξοδο. Σε ένα αδιέξοδο, για το οποίο οι λαοί θα πρέπει να είναι ευγνώμονες, στο όνομα της «προόδου».
 Έπειτα, αναφέρομενος στα στρατιωτικά μέσα που διαθέτουν οι μεγάλες δυνάμεις, ο Ramonet ισχυρίστηκε, ότι αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα γνωρίζει το χαμηλότερο ποσοστό εμπόλεμων συρράξεων, εδώ και 200 χρόνια. Οι εντάσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη, δεν δικαιολογούν την ύπαρξη τέτοιων στρατιωτικών εξοπλισμών, πρόσθεσε. Κάνοντας αναφορά και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου (ο οποίος έδινε δικαιολογητικά στις δύο δυνάμεις να αυξάνουν το οπλοστάσιο τους), ο Ramonet υπέπεσε σε ένα ατόπημα. Ο πόλεμος κατά του αόρατου εχθρού της τρομοκρατίας - είναι αυτονόητο πια - είναι μια νέα μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης. Οι Η.Π.Α. πριν από 7 χρόνια κήρυξαν τον περιβόητο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, και το έκαναν με κάθε επισημότητα. Είναι τουλάχιστον αφελές να διερωτόμαστε για την ενίσχυση των εξοπλισμών ενόσω μαίνεται ο πόλεμος του 21ου αιώνα· ένας πόλεμος όπου δεν υφίσταται πλέον η γραμμή του εχθρού. Πεδίο της μάχης, κάθε εκατοστό του πλανήτη· υποψήφια θύματα, όλοι μας.
 Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε επίσης, η αναφορά του στον Ομπάμα Μπάρακ. Τον χαρακτήρισε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον (έχει και η πολιτική αφέλεια τα όρια της), αναπάραγοντας ταυτόχρονα μια ύποπτη συνωμοσιολογία που ξεκίνησαν οι Times της Νέας Υόρκης και αφορά την πιθανή δολοφονία του σε περίπτωση εκλογής του. Η υπόσχεση του Μπάρακ για απόσυρση στρατευμάτων από το Ιράκ (την οποία και επικαλέστηκε ο Ramonet), δεν είναι μια δίκαιη απόφαση ενός πεφωτισμένου ηγέτη. Πρόκειται περί μιας απόφασης που εξυπηρετεί πολιτική σκοπιμότητα, ενώ ταυτόχρονα, δεν υπαγορεύεται από μια ανθρωπιστική σκοπιά αλλά από μια ορθολογιστική λογική εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Η.Π.Α.
 Από τα λεγόμενα του Ignacio Ramonet, προκύπτει και ένα άλλο ουσιώδες ζήτημα. Η απόρριψη μιας σαρωτικής δυτικοποίησης, η οποία εκφράζεται μέσω της επέλασης του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού και έλκει διαμέσου μιας ψευδαισθητικής φαντασίωσης ευημερίας που υπόσχεται, είναι δεδομένη. Αυτό που δεν είναι δεδομένο όμως είναι η ρήξη του δυτικού ανθρώπου με την ιδέα της υπεροχής του δυτικού τρόπου ζωής. Η επανάσταση του internet με τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει, μας οδηγεί να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή, χωρίς τις ανέσεις που αυτό προσφέρει, ως κάτι το υποδεέστερο. Η ευκολία, και η επίλυση πρακτικών ζητημάτων δεδομένων και αναγκαίων πλέον για εμάς, δεν πρέπει να θεωρούνται οικουμενική ανάγκη. Φυσικά, η άρνηση των κατακτήσεων που έχουν επιτευχθεί με την έκρηξη της τεχνολογίας, δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο, είναι το εξής: η ικανότητα να φανταζόμαστε και να αποδεχόμαστε έναν κόσμο και ένα σύστημα σκέψης -ολότελα ξένα προς εμάς-, ως μια ρεαλιστική πιθανότητα, ως μια αυθύπαρκτη πραγματικότητα.
 Μετά το τέλος της διάλεξης, ο Ramonet δέχτηκε ερωτήσεις από το κοινό. Αρχικά, ένας ηλικιωμένος κύριος (ίσως να κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της βραδιάς) αναρωτήθηκε, "Ποια άποψη συμμερίζεστε, του Bush ή των λαών?" Κατόπιν, μια κοπέλα μπέρδεψε τον Ramonet με... μέντιουμ, μιας και τον ρώτησε αν θεωρεί πως η Αφρική (?) θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μεγάλη δύναμη (κατά τα πρότυπα της Κίνας) μετά από 50 χρόνια. Οι ερωτήσεις συνεχίστηκαν και το αξίωμα ότι οι «καλοί» σωπαίνουν, επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά...


[1] Ο Ιγνάσιο Ραμονέ υπήρξε ο ιδρυτής της Ένωσης για τη Φορολογία των Οικονομικών Συναλλαγών για τη Βοήθεια των Πολιτών (ATTAC). Το κυρίως άρθρο του στη Le Monde diplomatique τον Δεκέμβριο του 1997 είχε θέμα τη δημιουργία αυτής της Ένωσης, η οποία ξεκίνησε στη Γαλλία το 1998 και από τότε αναπτύχθηκε σε έναν διεθνή οργανισμό που αριθμεί σήμερα 65.000 μέλη περίπου και έχει παραρτήματα σε 40 χώρες σε όλο τον κόσμο. Ο Ιγνάσιο Ραμονέ υπήρξε επίσης ένας από τους πρωτεργάτες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, είναι ο ιδρυτής της διεθνούς μη κυβερνητικής οργάνωσης Διεθνές Παρατηρητήριο των Μέσων Ενημέρωσης και της γαλλικής εκδοχής του. http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=884729

7.4.08

Στην Ελλάδα του... 447 π.Χ.



Η πολύκροτη ιστορία με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης και την ενδεχόμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων που εμποδίζουν την απευθείας οπτική σύνδεση του κοινού, από ένα (μικρό)[1]

κομμάτι του μουσείου προς τον Ιερό Βράχο (και όχι τον Παρθενώνα), είναι μια υπόθεση η οποία μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για την αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα, όσον αφορά την πολιτιστική διαχείριση.

Η ύπαρξη ενός σημαντικού πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο στα αρχαία χρόνια, έχει κληροδοτήσει το σύγχρονο Ελληνικό κράτος με έναν πολιτιστικό θησαυρό ο οποίος του αποφέρει κέρδος και διεθνή αναγνώριση. Η προσπάθεια να αναδειχθεί αυτή η πολιτιστική κληρονομιά είναι απολύτως λογική· ποιο είναι όμως το πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας? Εκτός από τον ήλιο, τη θάλασσα και το ξέφρενο γλέντι στα νησιά του Αιγαίου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υπάρχει οτιδήποτε άλλο? Μετά το ούζο, το φραπέ και την καθιερωμένη επίσκεψη στο Ψυρρή - για μια γεύση τυποποιημένου, φολκλόρ ελληνικού γλεντιού -, τι μένει να δει ο... Γιαπωνέζος?



Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με το ειδικό βάρος της Ακρόπολης ως τουριστικού αξιοθέατου και μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς έναντι της πολυκατοικίας του Β. Κουρεμένου επί της Διονυσίου Αεροπαγίτου, είναι εντελώς άστοχο. Εξαίρετο δείγμα νεότερης αρχιτεκτονικής (Art Deco), η πολυκατοικία του Κουρεμένου συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 113 έργα που αντιπροσωπεύουν την ελληνική αρχιτεκτονική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.[2] Μικρή σημασία όμως έχουν οι ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με την αρχιτεκτονική -και κατά συνέπεια πολιτιστική- αξία του συγκεκριμένου κτιρίου. Η ουσία του ζητήματος είναι άλλη: η «μουσειακή» αντίληψη περί πολιτισμού στην Ελλάδα πρέπει να πάψει. Σε μια από τις χειρότερες πανευρωπαϊκά πόλεις, όσον αφορά την αρχιτεκτονική της σπουδαιότητα και καλαισθησία, η κατεδάφιση ενός τέτοιου κτιρίου είναι προκλητική.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει κάποτε, αστειευόμενος, ότι θα πρέπει να γκρεμίσουμε την Ακρόπολη για να πάει μπροστά αυτός ο τόπος. Μέσα στην υπερβολή της, αυτή η δήλωση αναδεικνύει την πραγματικότητα· μια χώρα δέσμια της αρχαίας κληρονομιάς της· μια χώρα πολιτιστικά - και όχι μόνο, φυσικά – οπισθοδρομική και συντηρητική· τέλος μια χώρα που επέλεξε να βολευτεί με μια ψευδαισθητική, μεταφυσική σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, βάλσαμο για την σύγχρονη ανυπαρξία της.

Η ίδια η ιδέα σχεδιασμού του μουσείου, είναι προβληματική. Η μοναδικότητα του, λέει ο αρχιτέκτονας του μουσείου Μπερνάρ Τσουμί, έγκειται στο ότι «Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι το μόνο Μουσείο το οποίο αφορά την αλληλεπίδραση. Είναι εκεί για να δείξει και τι υπάρχει έξω από αυτό, προς τα μέσα. Είναι το πρώτο Μουσείο το οποίο διαδραματίζει έναν τέτοιο ρόλο».[3] Επίσης το ουσιώδες για τον Μπ. Τσουμί είναι ο «διάλογος ανάμεσα στο Νέο Μουσείο και την Ακρόπολη»: «Οταν στέκομαι στον εξώστη του Μουσείου και ατενίζω αναρωτιέμαι αν θα πρέπει ο διάλογος να είναι ανάμεσα σε δύο μέρη ή αν θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά τα δύο κτίρια του 1930. Μήπως πρόκειται για μια θορυβώδη παρέμβαση»;[4]
Το ψέμα έγκειται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται περί διαλόγου αλλά μονολόγου· το μουσείο στέκει βουβό μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του Παρθενώνα και αυτομάτως μετατρέπεται σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο με θέα· με το γυαλί να κυριαρχεί - στην προσπάθεια του να εκμεταλλευτεί το «μοναδικό» Αττικό φως - το μουσείο μοιάζει να αναπαράγει τα καθιερωμένα: Ελλάδα, η χώρα του φωτός - κυριολεκτικά και μεταφορικά -, Ελλάδα η χώρα του μεγάλου αρχαίου πολιτισμού.


Όλη αυτή η προσπάθεια δεν στερείται λογικής. Η Ακρόπολη, ως ανεκτίμητο κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μπορεί να αναδειχθεί εκ νέου σε τουριστικό προϊόν πρώτης προτεραιότητας. Η ουσία ωστόσο, βρίσκεται αλλού: οι τουρίστες - είναι αυτονόητο - θα αναζητήσουν και κάτι άλλο• κάτι που να αναδεικνύει το παρόν, κάτι που να δηλώνει την ομορφιά και τη σπουδαιότητα του σήμερα, σε πείσμα του χθες.
Μόλις λοιπόν ξεμεθύσουν από τη μυρωδιά του ούζου, με καθαρό μυαλό πλέον, κοιτώντας ολόγυρα τους, θα συνειδητοποιήσουν το προφανές: Ελλάδα η χώρα των Θεών του Ολύμπου (η εξειδανικεύση του παρελθόντος), Ελλάδα η χώρα που οι Θεοί εγκατέλειψαν (ο ρεαλισμός του παρόντος)…




[1] http://www.thewebcoders.com/history.htm Τα διατηρητέα δεν κλείνουν τη θέα προς το βράχο της Ακρόπολης από την αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα του ΝΜΑ, που έχει πάρει κατά παρέκκλιση ύψος για το σκοπό αυτό. Από το επίπεδο του εστιατορίου φαίνεται άνετα ο Παρθενώνας, όλο το τείχος, και μεγάλο μέρος του βράχου. Μόνο από την άκρη της υπαίθριας εξέδρας εστιατορίου εμποδίζεται ουσιαστικά η θέα.

31.3.08

Νίκος Γκάλης: μια διαφορετική προσέγγιση ενός μύθου





 Ο Νίκος Γκάλης είναι ο μεγαλύτερος αθλητής που έχει εμφανιστεί ποτέ στην Ελλάδα. Ποτέ άλλοτε ένας αθλητής δεν κατάφερε τόσο πολλά. Το μπάσκετ εκτινάχθηκε στα ύψη του πανελλήνιου ενδιαφέροντος επί 15 συναπτά έτη· ο Νίκος Γκάλης ήταν η αρχή και το (άδοξο) τέλος του. 

  Τα αξεπέραστα ρεκόρ πόντων και οι εξωπραγματικοί μέσοι όροι που είχε καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του[1] , είναι δεδομένο ότι σήμερα δεν είναι δυνατόν να ξεπερασθούν. Το μπάσκετ είναι εδώ και κάμποσο καιρό διαφορετικό: πιο επαγγελματικό, λιγότερο επιθετικό, πιο εχθρικό για έναν μεγάλο σκόρερ. Σαφέστατα, τα ποσοστά του Γκάλη θα ήταν μικρότερα σε τέτοιου είδους συνθήκες, αυτό που θα παρέμενε ίδιο όμως, θα ήταν η μεγάλη διαφορά που θα τον χώριζε από το δεύτερο.

 Ο Γκάλης αγωνίστηκε σε μια εποχή που ακόμα αναζητούσε ήρωες για να δοξάσει. Λατρεύτηκε σαν ήρωας αλλά δεν ήταν τέτοιος· ο χαρακτηρισμός ταιριάζει γάντι στον έτερο μεγάλο του ελληνικού μπάσκετ, τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Αρχηγός της ομάδας, αγωνιζόταν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και συχνά τον παρέσερνε το πάθος και η ένταση του αγώνα. Λατρεύτηκε σε μια εποχή όπου το κλάμα, ύστερα από μια ήττα, χτυπούσε ευαίσθητες χορδές του φιλοθεάμονος κοινού· σε μια εποχή όπου οι κινηματογραφικοί ήρωες του Κισλόφσκι, με τα πάθη τους, τις αδυναμίες τους, τις αρετές τους και την ανθρωπιά τους, εξέφραζαν ακόμη την πραγματικότητα. Οι εποχές αλλάζουν, οι όροι ύπαρξης επίσης, και σήμερα οι άνθρωποι που περιγράφει ο Κισλόφσκι στις ταινίες του, είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ο Γ. Καραγκούνης, που θυμίζει Γιαννάκη όσον αφορά την θεατρική εκφραστικότητα που συμπεριλαμβάνει στο παιχνίδι του, προκαλεί μονάχα το γέλιο ενώ η εκρηκτική ψυχοσύνθεση του Νέρι Καστίγιο στέκεται ανυπέρβλητο εμπόδιο για την εξέλιξη της καριέρας του.






 Ο Νίκος Γκάλης, λοιπόν, δεν ήταν ήρωας. Ο Βασίλης Γκούμας (παλαίμαχος καλαθοσφαιριστής) τον είχε αποκαλέσει κομπιούτερ· ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι (προπονητής της Ε.Σ.Σ.Δ. στον αλησμόνητο τελικό του 1987) τον είχε χαρακτηρίσει παίκτη του 21ου αιώνα, και είχε απόλυτο δίκιο. Ο Γκάλης ήταν μπροστά από την εποχή του, επαγγελματίας σε εποχές ερασιτεχνικής οργάνωσης, ένα κομπιούτερ ή μια μηχανή παραγωγής πόντων, ο Γκάλης παρέμενε πάντοτε συγκεντρωμένος στο στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την επιτυχία. Εγωϊστής και ανταγωνιστικός, δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ήττα ενώ ταυτόχρονα η επιτυχία δεν είχε ποτέ ταβάνι: «αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη, μέχρι την επόμενη», είχε δηλώσει κάποτε.[2]
 Ψυχρός σαν... αλλοτριωμένος αστός, ορθολογιστής σαν επιτυχημένος επιχειρηματίας (όπως και έγινε όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση), λάτρης της πειθαρχίας. Ο Νίκος Γκάλης προσηλωμένος απόλυτα στο στόχο του έφερε εις πέρας την αποστολή του. Το επικοινωνιακό κομμάτι της δουλειάς του, ποτέ δεν τον απασχόλησε ιδαίτερα. Ο Νίκος Γκάλης είχε ένα πράγμα μονάχα στο μυαλό του: να γίνει ο καλύτερος όλων. Τα κατάφερε, μιας και κατά γενική ομολογία, είναι ο μεγαλύτερος αθλητής στην ιστορία του Ελληνικού αθλητισμού.




[1] Έπαιξε σε 854 επίσημα παιχνίδια και σημείωσε 25.995 πόντους, 30.4 κατά μέσο όρο. Σε 384 αγώνες στη μεγάλη κατηγορία του μπάσκετ σημείωσε 12.849 πόντους (33.4 κατά μέσο όρο) και είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών.
[2] Στο ευρωμπάσκετ του 1987, μετά τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία και σε ερώτηση εάν αυτή η νίκη ήταν η μεγαλύτερη στιγμή του Ελληνικού μπάσκετ, απάντησε... «μέχρι την επόμενη».






22.3.08

Βία.




Η βία, ανέκαθεν, ήταν ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο. Ταμπού για την Αριστερά αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, είναι ένα διαχρονικό θέμα για αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Καντ, είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, ενώ κάθε ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής (από τον Φρόιντ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι) αντιμέτωπισε τη βία ως μια υπαρκτή πραγματικότητα. Εντούτοις, η διαφορά από τη θεωρητική ανάλυση του φαινομένου με τον αντίκτυπο που φέρει μια πράξη βίας στον ψυχισμό του ανθρώπου, είναι το σημείο το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού.

Ειδικότερα στο θέμα της βίας ως πράξη εξέγερσης και εναντίωσης, τα πράγματα είναι επίσης περίπλοκα. Η βία ως μέσο απορρύθμισης μιας δεδομένης κατάστασης πραγμάτων, σίγουρα έχει κάποια χρησιμότητα. Εν προκειμένω, στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος με την καταπίεση και την αδικία να λειτουργούν ως κύρια συστατικά της παντοδυναμίας του, μια πράξη βίας που επιφέρει αναταραχή και αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο, σαφέστατα έχει νόημα. Είναι ωστόσο η θεσμοποίηση της βίας που ελλοχεύει έναν κίνδυνο· να καταστεί αυτού του είδους η βία σε μια ιεροτελεστία άνευ ουσίας. Η «κοινωνία του θεάματος» παραμονεύει και με την πρώτη ευκαιρία την συσκευάζει σε τηλεοπτικό προϊόν άμεσης κατανάλωσης: οι τηλεθεατές την καταναλώνουν με βαριά ψυχή και κατόπιν τη χωνεύουν με μια είδηση που αναδεικνύει την εθνική ομοψυχία.

Η θεσμοποίηση της βίας μέσω των καθιερωμένων επεισοδίων σε πορείες και λοιπές εκδηλώσεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί μια απολύτως υγιή έκφραση δυσαρέσκειας· από την άλλη, το κύμα βίας που ξεσπά π.χ. σε μια αντιπολεμική πορεία, δεν είναι απαραίτητα στο σύνολο του «πακεταρισμένο» από πριν. Σε τέτοιου είδους ακραίες συνθήκες με την καταστολή των γκλομπς και των χημικών να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια την διαδηλωτών, πολλές φορές η έκλυση της βίας έχει τη μορφή μιας άμεσης, αυθόρμητης και λυτρωτικής αντίστασης.

Η μονολιθική σκέψη όμως που θέλει την αντίσταση να εκφράζεται μονάχα μέσω των μολότωφ, είναι παραπλανητική. Η απαίτηση να οπλιστεί το χέρι καθενός, είναι παράλογη και εκβιαστική. Η ευρύτητα της δράσης ενάντια στην απολυταρχικότητα και την πίεση για προσαρμογή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί· οι ρωγμές ενός διάτρητου καπιταλιστικού συστήματος είναι πολλές και η δυνατότητα να διαχέονται ριζοσπαστικές ιδέες και αντιλήψεις διαμέσου αυτών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Το γεγονός ότι αυτές καταλήγουν συνήθως στα σκουπίδια, ανάμεσα στους τόνους ανοησίας που μας περικλείει, είναι ένα άλλο θέμα.

Η άρνηση της υφιστάμενης πραγματικότητας παίρνει πολλές μορφές και μια θεωρητική σύμπραξη τους, μοιάζει αναγκαία. Από καλλιτέχνες που δρουν στο περιθώριο και πυροδοτούν αντιδράσεις με το έργο τους μέχρι αυτούς που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και από «αλλοπαρμένους» που προσβάλλουν τα μικροαστικά ήθη με τον τρόπο ζωής τους μέχρι αυτούς που ξημεροβραδιάζονται με τον Φουκώ και τον Μπάροουζ, ο δρόμος της υπέρβασης γνωρίζει πολλά μονοπάτια. Είναι αυτονόητο, ότι αν η άρνηση δεν μετουσιωθεί σε κάτι γόνιμο και δημιουργικό, αν δηλαδή το σπέρμα της αμφιβολίας δεν γονιμοποιηθεί σε στέρεα κριτική, δεν καταφέρνεις (σχεδόν) τίποτα· η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του όρου και της λειτουργίας του αντιεξουσιαστή, με σκοπό την αντικατάσταση του με αυτόν του ελευθεριακού (η φαντασία στην αντι-εξουσία, δηλαδή), μοιάζει επιτακτική.

Συμπερασματικά: Από το «νησί» του Ψυρρή κατά τις βραδινές ώρες, με τη φυσική βία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «ψυχαγωγίας» των επισκεπτών έως την ψυχολογική βία των δελτίων ειδήσεων, με το αόρατο χέρι της εξουσίας να προσγειώνεται άκομψα στο σβέρκο των φιλήσυχων τηλεθεατών βουλιάζοντας τους λίγο πιο βαθιά στον καναπέ, η βία είναι μονίμως παρούσα· η βία είναι... βίος και όποιος το αρνείται αυτό, εθελοτυφλεί.

13.3.08

Infotainment: ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι ή μήπως... κάρβουνο;



Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Η πληροφορία βρίσκεται παντού, διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνικής σφαίρας και το να ξεφύγεις από αυτή μοιάζει απίθανο. Η ογκώδης συσσώρευση τόνων πληροφορίας στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν μπορεί παρά να μπλοκάρει τις διαδικασίες της σκέψης. Μια σειρά παράγοντες συντελούν στην παντοδυναμία της πληροφορίας στην εποχή μας.


Η ματαιοδοξία του ανθρώπου, διαχρονική όσο και η επιθυμία του για εξουσία, τον μετατρέπουν σε ένα αδηφάγο τέρας: έτοιμος να καταβροχθίσει οτιδήποτε του προσφέρεται, και δίχως να συνειδητοποιεί το πλεόνασμα από junk food του χείριστου είδους που καταναλώνει, βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα χώνεψης. Η ανάγκη αυτοπροβολής και η δίψα του για υπεροχή διαμορφώνουν μια σκέψη δυσκοίλια και η γνώση, γυμνή από κάθε κριτική διάσταση καθίσταται άχρηστη και περιττή.

Η αδυναμία συγκρότησης μιας ενιαίας προσωπικότητας σε ένα μοντέλο ανθρώπου πολυσυλλεκτικό και πολυδιασπασμένο, ενισχύει την αβασάνιστη αποδοχή της υπερ-πληροφόρησης. Αναζητώντας παντού μικρά κομματάκια για να συνθέσει το άλυτο παζλ της διαμόρφωσης ενός συνεκτικού και όσο το δυνατόν αυτόνομου Εγώ, μετατρέπεται σε ένα τέλειο αγωγό στην ανεξέλεγκτη διάχυση πληροφορίας που συντελείται στο κοινωνικό πεδίο.
Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια να ξεδιπλώσει την πολυσύνθετη απεραντοσύνη του εσωτερικού κόσμου του, ο μοντέρνος άνθρωπος καταπιάνεται ευκαιριακά με πολλά και διάφορα με την ελπίδα ό,τι όλα αυτά θα τον οδηγήσουν σ’ αυτό που πραγματικά αποζητεί: να κατανοήσει ποιος είναι. Οι ανάγκες της αγοράς για έναν πολυπράγμονα άνθρωπο-καταναλωτή με εντυπωσιακό βιογραφικό, τον οδηγούν από σεμινάριο σε σεμινάριο· στα μονοπάτια της αντι-εξειδίκευσης η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει, ο άνθρωπος εξακολουθεί να νοιώθει μετέωρος.

Από την άλλη πλευρά, η ίδια η πληροφορία καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτή προσλαμβάνεται, έχει υποστεί μια μετάλλαξη. Ο όρος «infotainment» που έχει επικρατήσει μας δίνει το περίγραμμα για να αντιληφθούμε ορισμένα πράγματα. Η πληροφορία πλασάρεται σε όρους θεάματος και κατά συνέπεια καταναλώνεται με τρόπο ...θεαματικό. Ένα παράδειγμα: παρακολουθώντας ένα ντοκυμαντέρ για τον κόσμο των ζώων όπου θα έπρεπε να περιγράφονται οι συνήθειες τους με βάση τα ένστικτα τους -ελλείψει λογικής- η προσπάθεια που γίνεται να ενδιαφερθεί ο τηλεθεατής γίνεται με μέσα άστοχα και παράλογα. Προσδίδοντας μια συναισθηματική προσέγγιση (με την βοήθεια υποβλητικής μουσικής και ανόητων σχολιασμών) στον τρόπο με τον οποίο τα ζώα συμπεριφέρονται το ένα στο άλλο (νοιώθεις πως τα ζώα «διαχείριζονται» τα πράγματα με τρόπο... μελό), προσπαθώντας με άλλα λόγια να κάνουν πιο ελκυστικό το προϊόν τους στον αποχαυνωμένο τηλεθεατή, διαστρέφουν την αλήθεια. Η μάνα-λύκαινα θυμίζει μάνα τηλεοπτικής σαπουνόπερας και ο σουρεαλισμός κάνει την επανεμφάνιση του κατά τρόπο, τουλάχιστον διαστροφικό.

Η «κοινωνία του θεάματος» όμως, έχει διαταράξει τη σχέση της με την αλήθεια εδώ και καιρό. Η ουσία μιας είδησης συνήθως παραμένει μυστική από το δέκτη, μιας και αυτός γρήγορα περνά στην επόμενη. Η Αριστερά αναλώνεται σε μια καταμέτρηση των αδικιών ανά τον κόσμο, μα δεν τολμά να προχωρήσει σε ουσιαστικές αναζητήσεις των αιτιών· το δυναμικό κομμάτι μιας νεολαίας που αντιστέκεται, αδυνατεί να συλλάβει πολλές παραμέτρους των προβλημάτων που την απασχολούν. Η συσσώρευση όγκου πληροφορίας για τα δεινά που μας ταλανίζουν, δίχως την λύτρωση που επιφέρει η κοπιαστική αναζήτηση στα έγκατα του πυρήνα της αλήθειας (με άλλα λόγια η επίμονη μελέτη), καταντά αφόρητη. Η απολιτίκ γενιά συναντά την απαισιόδοξη (εν δυνάμει καταθλιπτική) και το αποτέλεσμα είναι μηδέν εις το πηλίκο. Η αλήθεια ανέκαθεν ήταν ένα ακανθώδες και περίπλοκο ζήτημα, μα η αδιαφορία γι’ αυτήν είναι που θέτει το πρόβλημα σε ένα άλλο επίπεδο το ύψος του οποίου, φαντάζει δυσθεώρητο...



19.2.08

Ο Paul Thomas Anderson και ο Daniel Day-Lewis στην Αθήνα.





Στις 14-12 παρευρέθησαν στην Αθήνα, ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson μαζί με τον Daniel Day-Lewis. Το ίδιο βράδυ, στο Παλλάς, είχε προγραμματιστεί η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του P.T. Anderson, "There Will Be Blood", σε μια βραδιά φιλανθρωπικού χαρακτήρα, καθώς τα έσοδα της εκδήλωσης διατέθηκαν στην Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών.


 Το πρωΐ, στον Ιανό (ο όρος «εμπορευματοποίηση της κουλτούρας» δεν είναι πλέον δόκιμος· η ρήση του Jean Baudrillard περί «κουλτουροποίησης του εμπορεύματος» δένει καλύτερα με την λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου), και εν μέσω κατανάλωσης καφέδων και κρύων σάντουιτς, έγινε μια συνέντευξη τύπου.
 Αρχικά ρωτήθηκε ο σκηνοθέτης για την έλλειψη πολιτικής ματιάς στην ταινία του. Η απάντηση του ήταν ό,τι δεν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, μιας και επικεντρώθηκε στην ιστορία των δύο βασικών χαρακτήρων της ταινίας. Βέβαια μια τέτοια τοποθέτηση είναι κάπως προβληματική, μιας και μια ταινία μπορεί να είναι πολιτική (με μια πιο ευρεία έννοια) χωρίς κατ’ ανάγκην να σχολιάζει άμεσα κάποια γεγονότα. Ο τρόπος που είναι πολιτικές οι ταινίες του Godard ή και του Haneke ακόμα και όταν φαινομενικά ασχολούνται με άλλα θέματα, είναι ένα σαφές δείγμα του πως μια ταινία μπορεί να υπερβαίνει τα επιμέρους και να αποκτά πολιτική συνείδηση.

 Ο
Anderson είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης (από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Αμερικάνους) και το σύνολο των προηγούμενων ταινιών του στέκεται σε υψηλά επίπεδα. Αγαπάει πολύ το σινεμά και προφανώς έχει μελετήσει όλους τους κλασικούς. Εντούτοις, στις ταινίες του απουσιάζει το στοιχείο που θα τις απογείωνε σε ένα άλλο επίπεδο· ενόσω περιγράφει (με αριστοτεχνικό τρόπο) το πώς, ξεχνάει να αναρωτηθεί το γιατί. Παρόλα αυτά, όντας συνεπής και παθιασμένος, αφοσιωμένος στην 7η τέχνη μακριά από μόδες και φθηνούς εντυπωσιασμούς, είναι ένας πολύ αξιόλογος σκηνοθέτης. Οι πολύ καλές ερμηνείες που αποσπά από όλους –ανεξαιρέτως- τους ηθοποιούς (ακόμα και του Tom Cruise!) είναι ενδεικτικό στοιχείο της αξίας του.


 Ο Daniel Day-Lewis, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς των τελευταίων ετών, στάθηκε αντάξιος της φήμης του. Άνθρωπος με τόλμη, ακεραιότητα και μια συνέπεια στις πράξεις και τα λόγια του, έδωσε αφοπλιστικές απαντήσεις σε ό.τι ρωτήθηκε.
 Όταν ζητήθηκε η γνώμη του, ως δημόσιο πρόσωπο, για τους λογής πολέμους και αδικίες ανά τον κόσμο (Ιράκ, Αφγανιστάν), έθεσε το πρόβλημα στην ρεαλιστική βάση που απαιτείται. Χωρίς ίχνος επιτήδευσης, απάντησε ό,τι δεν θεωρεί πως η γνώμη του έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιουδήποτε άλλου μόνο και μόνο επειδή είναι διάσημος ηθοποιός. Αποφεύγοντας να δώσει μια politically correct, μα συνάμα απλοϊκή, απάντηση του τύπου "Ο Bush είναι κακός", κατάφερε να ξεφύγει από τη νεο-φιλελεύθερη μόδα αλά Sean Penn που παρατηρείται τελευταίως στην Αμερική και αλλού.
 Σε μια επόμενη ερώτηση που αφορούσε το θέμα της ταύτισης του με τους ήρωες που υποδύεται στην μεγάλη οθόνη (αναφέρθηκε μια ιστορία όπου ήθελε τον Lewis να ζητά να τον αποκαλούν με το όνομα του χαρακτήρα της ταινίας και όχι με το αληθινό του, στα γυρίσματα του "Gangs of New York"), ήταν κατηγορηματικός: "Bollocks!" αναφώνησε, τονίζοντας ό,τι η ιστορία δεν έστεκε στην πραγματικότητα. Μιλώντας για το επάγγελμα του, το αποκάλεσε ένα παιχνίδι, ένα πείραμα, ένα αίσθημα "σαν να παίζεις σε μια παιδική χαρά, και αυτό είναι όλο". Η διάθεση του να αποποιηθεί την μυστηριακή χροιά που αποδίδεται στο επάγγελμα της υποκριτικής και η πραγματιστική του προσέγγιση, δείχνουν άνθρωπο προσγειωμένο και πάνω απ’ όλα ειλικρινή.
 Έπειτα ρωτήθηκε αν ένα βραβείο Oscar σημαίνει κάτι γι’ αυτόν. Σε μια ερώτηση η οποία αναζητούσε μια απάντηση αφοριστική, για ένα θεσμό συντηρητικό και προβλέψιμο, ο Lewis ήταν ουσιαστικός. "Σε περίπτωση ενός Oscar, η ταινία θα προβαλλόταν τρεις μήνες επιπλέον και σε αίθουσες που κανονικά δεν θα είχε διανομή· αυτό θα ήταν καλό για μας" ήταν η κοφτή απάντηση του.
 Μακριά από τους σκόπελους της τυποποίησης και των στερεοτύπων, χαράσσοντας μια δική του πορεία, η οποία δεν σημαίνει απαραιτήτως ό,τι είναι ανατρεπτική ή και αντισυμβατική, αλλά απλά ό,τι είναι η δική του προσωπική πορεία, συμβατή με τις επιθυμίες και τα πιστεύω του, ο Daniel Day-Lewis είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, μα και μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.



9.2.08

Κατασκεύαζοντας συναίνεση: Από τον εκβιασμό στην... αβάσταχτη ελαφρότητα του lifestyle



"Patience is the new patriotism". Αυτή είναι η απάντηση που είχε δοθεί από τα επίσημα χείλη Αμερικανού αξιωματούχου, πίσω στο 2002, απαντώντας στα παράπονα χιλιάδων πολιτών για την κατάσταση που επικρατούσε στα αεροδρόμια των Η.Π.Α., με τους εξονυχιστικούς ελέγχους να κάνουν το βίο... αβίωτο στους ταξιδιώτες. Με άλλα λόγια, "To complain is to be unAmerican".[1]
 
  Δεν έχει αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο μέσα σ’αυτά τα έξι χρόνια. Η ασφάλεια στα αεροδρόμια ( και όχι μόνο, φυσικά) παραμένει ζήτημα υψίστης σημασίας. Προφανώς παραμένει σε ισχύ και το «αίτημα» περί υπομονής. Μόνο που δεν είναι «αίτημα», αλλά προσταγή: "Every nation, in every region, now has a decision to make. Either you are with us, or you are with the terrorists", ήταν τα ακριβή λόγια του George Bush (ή μάλλον των κειμενογράφων του), όταν κήρυξε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η απολυταρχική αυτή άσκηση πολιτικής μας δίνει και το περίγραμμα του εξαναγκασμού που ασκεί η δήλωση περί υπομονής και πατριωτισμού. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από ό,τι θεωρείται... πατριωτικό, σε κατατάσσει στους κακούς· στους αντιΑμερικάνους· ή... και στους τρομοκράτες. Είναι τρομακτικό να αναλογιστεί κανείς, πράξεις που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές στις Η.Π.Α. (και οσονούπω και αλλού), π.χ. ο ακτιβισμός για τα δικαιώματα των ζώων!

  Τρομακτικό επίσης είναι το γεγονός ό,τι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των συγκεκριμένων μέτρων (η πλειοψηφία των Αμερικανών ούτως ή άλλως δέχτηκε να θυσιάσει προσωπικές ελευθερίες για το... καλό της πατρίδας). Το όλο θέμα έχει να κάνει με την πλήρη «προσαρμογή», με μια υποδούλωση βάρβαρη, που κερδίζεται εκβιαστικά. Για το καλό της πατρίδας λοιπόν, για τη σωτηρία του Έθνους, σκάσε και υπάκουσε· ειδάλλως... «ήδη είσαι ένας εχθρός του Συντάγματος».[2]

  Η αλήθεια είναι ό,τι ο εξαναγκασμός (είτε φυσικός, είτε ψυχολογικός) δεν είναι και πολύ αναγκαίος στις μέρες μας. Αυτό είναι που ξεχωρίζει και τα κατ’επίφαση δημοκρατικά, δυτικά καθεστώτα, από τα απολυταρχικά του τύπου Ιράν (βέβαια οι κατηγορίες περί αυταρχικού-θεοκρατικού Ιρανικού καθεστώτος είναι... σχετικές, καθώς π.χ. η ομοφυλοφιλία ναι μεν τιμωρείται με λιθοβολισμό, αλλά πρόκειται για νόμο στην ουσία ανεφάρμοστο, καθώς δεν... ευδοκιμεί το είδος των ομοφυλοφίλων στην Ιρανική γη, σύμφωνα με τον πρόεδρο Ahmadinejad).[3]

  Η «κοινωνία του θεάματος» έχει επιτύχει το στόχο της. Η συναίνεση έχει κατακτηθεί και αυτός που αμφισβητεί έχει πάρει τη μορφή του αποδιοπομπαίου τράγου. Το να αμφισβητήσεις την αξία και τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, πόσο μάλλον να αρνηθείς να γευτείς την ηδονή των καρπών της, μεταφράζεται ως πράξη ακατανόητη και παράλογη, ως μια πράξη απελπισίας και απόγνωσης. Το lifestyle μετατρέπει κάθε προϊόν σε ένα δώρο που δεν πρέπει να αρνηθείς και οι αγγελιοφόροι του (κριτικοί και λοιποί διαφημιστές) σε προστάζουν να το ξετυλίξεις μονομιάς. Ο Λόγος των «ειδικών» περιορίζεται σε κατηγορικές προσταγές του τύπου: "Μη το χάσεις!", "Πρέπει να πας!" "Άκουσε το!" και ο ενοχικός καταναλωτής γίνετε χίλια κομμάτια για να ικανοποιήσει όλα τα γούστα που δεν ήξερε ό,τι είχε, αλλά οφείλει να αποκτήσει. 

  Από την άλλη μεριά, ο καταθλιπτικός σύγχρονος άνθρωπος όπως τον περιέγραψε η E.Roudinesco[4], θέτει ο ίδιος τις βάσεις της αλλοτρίωσης του. Οι ελευθερίες που κληρονόμησε και η αδυναμία του να τις διαχειριστεί, τον φέρνουν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε, αλλά η σεξουαλική μιζέρια παρέμεινε (πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια, όχι στην καταπίεση που ασκείται στην σεξουαλικότητα, αλλά στους τρόπους «παραγωγής» αυτής της απελευθέρωσης, έλεγε ο Foucault).  

  Το μόνο που του μένει λοιπόν, είναι να προσπαθήσει να ξεχάσει τη θλίψη του. Κάπως έτσι καταλήγει δέσμιος μιας ψευδαισθητικής φαντασίωσης ευημερίας και ευεξίας, ευγενική προσφορά της σαρωτικής επέλασης του lifestyle. Στην ουσία μια προβολή του συλλογικού υποσυνείδητου ενός πληθυσμού στα όρια της κατάρρευσης, το lifestyle αντικατοπτρίζει την επιθυμία του μοντέρνου άνθρωπου να κολυμπήσει στα ρηχά. Βάλσαμο και γιατρειά ταυτόχρονα, το lifestyle σηματοδοτεί τη ρήξη με τη σκέψη.

  Έναντι της προσδιορισμένης άρνησης, επικράτησε μια ισοπεδωτική εξομοίωση (και αφομοίωση) των πάντων. Παράγωγο αυτής της διαδικασίας είναι η κατάργηση του προσωπικού γούστου. Η άποψη καθίσταται περιττή και αχρείαστη· εφευρίσκοντας ταμπέλες και κατηγοριοποιώντας ομάδες πληθυσμών, το lifestyle προσφέρει την απαραίτητη ψευδαίσθηση διαφορετικότητας και ατομικότητας. Πρόκειται βέβαια για μια πλαστή συνθήκη, για μια εύθραστη συμφωνία. Η λάμψη του εφήμερου όμως, είναι ζωτικής σημασίας σε μια κοινωνία ραγδαίας ανάπτυξης, όπου όλα είναι αναλώσιμα και με ημερομηνία λήξης. Αγωνιόντας να προλάβει τις εξελίξεις, τρέχοντας να ανέβει σε όποιο τρένο περνά από μπροστά του, ο άνθρωπος καταφέρνει μονάχα να ξεχνάει ποιος είναι και τι πραγματικά θέλει· ό,τι πρέπει για να καταναλώνει περισσότερο και να αναρωτιέται λιγότερο, δηλαδή...


[2] Πήτερ Σνάϊντερ," ...Ήδη είσαι ένας εχθρός του Συντάγματος", εκδ. Στοχαστής,1979. Στο μυθιστόρημα του Σνάιντερ, εξιστορούνται οι περιπέτειες ενός προοδευτικού δασκάλου στη Γερμανία, γύρω στα 1970. Μια μείξη αυθεντικών περιστατικών με στοιχεία μυθοπλασίας, το βιβλίο του Σνάιντερ είναι μια καταγραφή του κυνηγιού των (αριστερών) μαγισσών στη μεταπολεμική Ευρώπη.
[4]Roudinesco στα πλαίσια μιας ψυχαναλυτικής διάγνωσης του πολιτισμού, μιλάει για μια «φιλελεύθερη-καταθλιπτική κοινωνία», για ένα πολιτισμό που περνά από την υστερία στην κατάθλιψη"(Κ. Ράντης).

22.1.08

Ψέματα: Από το Λάκη Λαζόπουλο στη... κλοπή του εγκεφάλου της Ulrike Meinhof


ΨΕΜΑΤΑ

Το να λες ψέματα δεν είναι κακό. Αρκεί βέβαια, να το κάνεις όχι προς ίδιον όφελος αλλά για την πλάκα της υπόθεσης. Όπως κάνουν τα παιδιά λόγου χάρη, που αρέσκονται να πλάθουν φανταστικές ιστορίες για να κερδίσουν την προσοχή των γονιών τους, αλλά και γιατί αναζητούν έναν τρόπο να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους· μην έχοντας τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνουν αυτό, απλά λένε ότι τους κατέβει στο μυαλό· ψέματα δηλαδή. Αλλά ψέματα αθώα· ψέματα που αποτελούν προϊόντα μιας αχαλίνωτης και δημιουργικής φαντασίας, προτού αυτή περιχαρακωθεί από τις ατομικές ανάγκες και τις κοινωνικές συμβάσεις και εξοριστεί στο πυρ το εξώτερον.

ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ

Υπάρχουν και άλλου είδους ψέματα όμως. Ψέματα αυτοαναφορικά που χαϊδεύουν το εύθραστο Εγώ του σύγχρονου ανθρώπου και χρησιμεύουν στο χρωματισμό της ναρκισσιστικής, εγωκεντρικής μα συνάμα εξαιρετικά εύθραστης προσωπικότητας του. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα ανάμεσα στα ζώα του ανθρώπινου είδους και εμφανίζονται άλλοτε με έναν μανδύα χαριτωμενιάς και άλλοτε ξιπασιάς. Πρόκειται πάντως για ένα διαχρονικό φαινόμενο με ιστορία χιλιάδων ετών, μιας και είναι πασιφανές ότι στο μάταιο τούτο κόσμο που κατοικούμε, ο καθένας λέει – και κυρίως κάνει – του κεφαλιού του.


ΦΟΒΟΣ

Άλλα ψέματα, πιο επικίνδυνα, είναι αυτά που περιέχουν μια πτυχή της αλήθειας, αλλά παραβλέποντας – πότε σκοπίμως, πότε όχι - τη σχετικότητα και το εύρος της, είθισται να παραπλανούν και να αποπροσανατολίζουν. Τα ναρκωτικά κάνουν κακό (ακούμε συχνά τώρα τελευταία από τους τηλε-ειδικούς) και αξίζει εδώ να αναφέρουμε την τοποθέτηση του ιδαίτερα λαοφιλούς, Λάκη Λαζόπουλου. Αναφέρθηκε λοιπόν, στον τεράστιο κίνδυνο που διατρέχουν τα ελληνόπουλα από την μάστιγα των ναρκωτικών, τονίζοντας παράλληλα ό,τι ο ίδιος δεν είχε ποτέ, ουδεμία σχέση με οποιαδήποτε ουσία. Ευφυής, ειλικρινής και στηλιτευτής της διαφθοράς στα μάτια των απανταχού κλεισμένων στο τσιμεντένιο καβούκι τους Ελλήνων ...οπισθοδρομικών, μα στην πραγματικότητα λαοπλάνος, υποκριτής, σαλτιμπάγκος της εξουσίας· ένα άριστο πιόνι στην αναπαραγωγή των στερεοτύπων, της ηλιθιότητας, του εθνοκεντρισμού. Ένας ψεύτης στην υπηρεσία του ψεύδους που παράγεται και διανέμεται από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων με ευγενικό χορηγό την εξαθλιωμένη ύπαρξη του "homo-consumer". Σίγουρα με το να κάνεις χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν ...τονώνεις τον οργανισμό σου, το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με την κατανάλωση αλκοόλ ή και ...νόμιμων ναρκωτικών (απ’ αυτά που πωλούνται στα φαρμακεία για την αντιμέτωπιση της υστερίας που προκαλεί στις μαμάδες ο φόβος μπροστά στη μάστιγα που απειλεί τα παιδιά τους), σαφώς όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Η πολιτική των απαγορεύσεων από την πλευρά της εξουσίας, ποικίλλει ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε εποχής. Η δαιμονοποίηση των ναρκωτικών (ενώ ταυτόχρονα κατέχουν σημαντικό ρόλο στο «λάδωμα της καπιταλιστικής μηχανής», κάτι καθόλου παράδοξο αν το καλοσκεφτούμε), υπαγορεύεται από τα καπιταλιστικά ήθη και αποτελεί μέρος της πολιτικής του φόβου. Ο Slavoj Žižek περιγράφει γλαφυρά την μορφή της πολιτικής στις μέρες μας· μια πολιτική "στηριζόμενη στο φόβο ως έσχατη δυνατότητα κινητοποίησης"· μια πολιτική όπου "η «πολιτική ορθότητα» είναι η χαρακτηριστική προοδευτική μορφή της "· τέλος, "μια πολιτική που χειραγωγεί τον όχλο: μια τρομοκρατική κινητοποίηση ενός τρομοκρατημένου λαού."[1]

ΑΓΝΟΙΑ

Η αναζήτηση της αλήθειας είναι επίπονη διαδικασία και τα νερά στα οποία λιμνάζει, βρώμικα και θολά. Σε μια εποχή όπου η επιστήμη έχει κυριαρχήσει και ο ορθολογισμός διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, η αναμενόμενη (σε όρους νεανικής επιπολαιότητας, ας μη ξεγελιόμαστε) κάθαρση από τα αλόγιστα ψεύδη, δεν έφτασε ποτέ. Η επιστήμη στην υπηρεσία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και στενομυαλιάς σε αγαστή συνεργασία με τα συμφέροντα των κυρίαρχων δυνάμεων, έρχεται να επικυρώσει το ψεύδος.

Αυτό είναι και το πιο τρομακτικό ψέμα απ’ όλα· φέροντας μια επιστημονική σφραγίδα, η ισχύς του μη-πραγματικού, του ψευδούς δηλαδή, πολλαπλασιάζεται. Μια χαρακτηριστική περίπτωση αφορά την ιστορία με την ...κλοπή του εγκεφάλου της Ulrike Meinhof (μέλος της RAF, ακροαριστερή ένοπλη οργάνωση που έδρασε -κυρίως- στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’70, στη Γερμανία). Μετά το θάνατο της λοιπόν (το 1976), της αφαιρέθηκε κρυφά ο εγκέφαλος. Η μελέτη ενός νευρολόγου και του διευθυντή μιας ψυχιατρικής κλινικής (ο δεύτερος συνέκρινε τον εγκέφαλο της με τον εγκέφαλο ενός serial killer) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια εγχείρηση αφαίρεσης όγκου από τον εγκέφαλο στην οποία είχε υποβληθεί σε νεαρή ηλικία η Meinhof, ίσως να οδήγησε στην επιθετική συμπεριφορά της. Για την ακρίβεια, υποστήριξαν ότι υπήρξε ζημιά στο κομμάτι του εγκεφάλου που ευθύνεται για τα συναισθήματα.[2] Όλα αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας το 2002 και με άξονα την επιστημονική ανακάλυψη που «συντελέσθη», έγινε μια προσπάθεια να εξηγηθεί η «παράλογη» συμπεριφορά της.[3] Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός, ότι είχαν αφαιρεθεί και οι εγκέφαλοι των τριών ηγετών της RAF οι οποίοι μελετήθηκαν, αλλά τα ίχνη τους... χάθηκαν κάπου στην πορεία.[4] Είναι προφανές ό,τι η «ευτυχής» συγκυρία της εγχείρησης, έδωσε ένα άλλοθι για μια τερατώδη εξήγηση (βασισμένη σε μια επιστημονική προσέγγιση που θυμίζει Lombroso[5]), των αιτιών που οδήγησαν την Meinhof να εγκαταλείψει την οικογένεια της και μια πετυχημένη δημοσιογραφική καριέρα . Οι Times, σε μια αναφορά τους στο θέμα,[6] καυτηριάζουν την άρνηση των δικηγόρων της Meinhof να συμπεριλάβουν στην υπερασπιστική τους γραμμή την έκθεση του νευρολόγου -που από τότε μιλούσε για εγκεφαλικές βλάβες που την οδήγησαν στις ακαταλόγιστες πράξεις της. "The Left, in other words, would rather have Meinhof bad than mad." Αυτό είναι το ρεζουμέ της δημοσιογραφικής άποψης του συντάκτη των Times και τα σχόλια περριτεύουν…

Σε μια κοινωνία που βρίσκεται μόνιμα στα πρόθυρα ενός "nervous breakdown", ψυχολόγοι, ψυχίατροι και ψυχαναλυτές έχουν τοποθετηθεί στη θέση που κάποτε κατείχε ο μάγος της φυλής, έλεγε ο Φουκό. Το ψεύδος αποκτά στέρεες βάσεις και η αλήθεια. πότε κρύβεται τρομαγμένη κάτω από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή και πότε τεμαχίζεται στις αποστειρωμένες αίθουσες υπερσύγχρονων εργαστηρίων που πασχίζουν να αποκρυπτογραφήσουν το αχαρτογράφητο των ανθρώπινων επιθυμιών.[7] Αυτό που έχει σημασία όμως, είναι ό,τι οι άνθρωποι είναι πάντοτε πρόθυμοι να πεισθούν· να πεισθούν ό,τι όσοι στρέφουν ένα όπλο ενάντια στη κρατική τρομοκρατία είναι ψυχικά ασθενείς· ό,τι τα ναρκωτικά διαφθείρουν τη νεολαία· ό,τι ξαπλώνοντας σε έναν καναπέ... θεραπεύονται, ενώ στην πραγματικότητα απλά ξεκουράζουν το κορμί τους περιμένοντας τη «μαγική συνταγή»· μια συνταγή, τόσο μαγική, ώστε να μπορέσουν ξεχάσουν τα ψέματα...