30.9.09

Ο Lynch, η μεταμοντέρνα αφασία, και η μεταφυσική επανάσταση των ψυχών.




 
 Πρόσφατα ανακάλυψα την αξία του David του Lynch. Τον είχα βάλει στο μάτι για κάμποσο καιρό ορμώμενος από μια σειρά γεγονότων:
a) Ο Ζίζεκ ανέφερε κάποτε πως σε περίπτωση επανάστασης δε θα μας έμενε άλλη επιλογή από το να τον τουφεκίσουμε και να βάλουμε τις ταινίες του σ’ ένα μουσείο (το κοινό απαρτιζόταν σε μεγάλη πλειοψηφία από αριστερούς και λοιπές δημοκρατικές academic κουράδες των Αθηνών).

b) Δείχνει λίγο βλάκας στην όψη.

c) Αυτό το video με είχε πείσει πως είναι retarded.

d) Με είχαν αφήσει παγερά αδιάφορο οι μεταφυσικές του παπαρολογίες.

Ομολογώ πως άλλαξα γνώμη. Οι ταινίες του (ορισμένες τουλάχιστον και αναφέρομαι κυρίως στις πιο διαλεχτές και κατά τα λεγόμενα «δυσανάγνωστες») είναι η ιδανική εικονογράφηση όλων εκείνων των αφηρημένων εννοιών, η αποκωδικοποίηση των οποίων απασχολεί καθημερινά πολλούς ανθρώπους σε σκόρπιες συζητήσεις με το έτερον ήμισυ.
Ο τύπος αποδίδει στο πανί με τη δική του παλέτα το Εγώ, το Υποσυνείδητο, το Αυτό και ότι άλλο βάλει ο νους. Παιδί της μετα-μοντέρνης γενιάς κι αυτός, αφήνει κατά μέρους τις θεωρίες περί auteur (κι αφότου ο Barthes μας είχε ανακοινώσει το death of the author) μιας και δεν δείχνει να επιθυμεί να καταλήξει κάπου.
Αν το Lost Highway είναι η απόδοση του σκοτεινού Εγώ, ο Lynch δεν πολυνοιάζεται να δώσει μια δική του ερμηνεία. Οι ταινίες του είναι ένα μετα-μοντέρνο κολάζ, μια συρραφή εικόνων οι οποίες κατακλύζουν το ασυνείδητο και δεν δύναται να μετασχηματιστούν σε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο σε abstract, πολυεπίπεδα, και χρωματιστά (το συνεχές παιχνίδισμα του Lynch με την popular culture) screen shots.


Ο ζωγράφος Lynch βρίσκεται στον αντίποδα του Bergman ο οποίος πάσχισε να αποδώσει τις ίδιες πάνω κάτω έννοιες. Ο Σουηδός, αντλώντας από την διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του μας έδωσε (σε χρώμα - αλλά ΟΥΧΊ και τόνο - άσπρο μαύρο) το Persona, ένα ασύλληπτο θαύμα, η γένεση του οποίου πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες ψυχοσωματικής κατάρρευσης, και κατόπιν ανάρρωσης (?).
Ο Bergman ωστόσο είναι απελπιστικά (και για τον ίδιο) διεισδυτικός, μιας και φτάνει στα έγκατα του μυστηρίου του σκοτεινού Εγώ. Ο Lynch από την άλλη, αδιαφορεί για μακροβούτια στον πυρήνα της γνώσης. Συνηθίζει να τσαλαβουτά από ’δω κι από κει κατασκευάζοντας περίπλοκες συνθέσεις∙ συνθέσεις οι οποίες φαινομενικά είναι χωρίς «βάθος».
Προσοχή όμως: Ο Lynch ανακατεύει διαρκώς το παζλ που συνθέτει την πολυδιασπασμένη ύπαρξη του μεταμοντέρνου homo malakus. Όπως ακριβώς και οι μετανάστες (αόρατοι πλέον για εμάς, στοιβαγμένοι σε λογής camps εξαθλίωσης εκεί που η όποια έννοια του Υποκειμένου συνθλίβεται παταγωδώς), έτσι και ο μεταμοντέρνος άνθρωπος αγνοεί την ίδια του την ύπαρξη.

Η ζωή της ηρωίδας του χάρμα οφθαλμών Mulholland Drive αποτελεί οδηγό κατανόησης και εμπέδωσης των συνθηκών ύπαρξης μας. Η Betty ή Diane, ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ ενός εφιάλτη και της απάνθρωπης καθημερινότητας στην λεγόμενη και Πόλη των Αγγέλων (η διαστροφή η ίδια ετούτη η σύλληψη, δίχως άλλο). Αλλάζει ταυτότητες, μιας και της βρίσκονται πολλές. Βιώνει τον θάνατο, τη δόξα, φήμη, εξερευνά τη σεξουαλικότητα της, αναρωτιέται για το μέλλον της.
Αυτό που της διαφεύγει - και το οποίο αναδεικνύει ο Λυντς μέσα από τους λαβυρίνθους που κατασκευάζει - είναι η ίδια της η ύπαρξη. Η Betty είναι νεκρή∙ η Diane ήταν νεκρή από καιρό άλλωστε. Οι χαρακτήρες της ταινίας άγονται και φέρονται, τα γεγονότα τους προλαβαίνουν. Η Θεϊκή βούληση παίρνει την μορφή ενός cowboy, το Υποκείμενο συνθλίβεται κάτω από το βάρος της αφόρητης ζωής στα πέριξ του Hollywood suburbs.
Δεν έχουμε να κάνουμε με απουσία «βάθους» εκ μέρους του σκηνοθέτα. Απλούστατα, ο Lynch ξεδιπλώνει τα νοήματα του έτσι ακριβώς όπως αυτά βρίσκονται άγουρα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Χαοτικά και αταξινόμευτα, διαχέει τις ιδέες του σε ένα πρώτο επίπεδο και εντός μιας οριζόντιας γραμμής με πολλές απολήξεις που συναντά και μπουρδουκλώνεται με μυριάδες άλλες γραμμές, και όχι εντός μια κάθετης ευθείας που καταβροχθίζει επίπεδα στο διάβα της.
Ο Lynch το λοιπόν, φτάνει εντούτοις σε «βάθη» που όμως δεν είναι βάθη (δεν πιάνουν πάτο), αλλά αντίθετα απλώνονται οριζοντίως ιχνηλατώντας το άπειρο. Το ουσιώδες στο έργο του δεν ακολουθεί μια ευθεία γραμμή επιχειρώντας να διασπάσει το κέλυφος της αλήθειας που βρίσκεται στον πυρήνα αλλά σκορπίζεται σε διαδαλώδεις στοές (networks) ακολουθώντας μια ξέφρενου τύπου χαοτική πορεία.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η αξιακή λίστα μίσους προς τον Lynch μετασχηματίστηκε πάραυτα:
a) Ο φίλος μας ο Slavoj αν μη τι άλλο, είναι παιχνιδιάρης (ενίοτε και λαοπλάνος). Κοινώς, του αρέσει να σε πιάνει από το μπράτσο, να σου δίνει μία, και να σε πετά στο καναβάτσο. Μόλις όμως σηκωθείς, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έφταιγε η δύναμη της γροθιάς του που σε ξαπόστειλε στο έδαφος, μα το γεγονός ότι εσύ ο ίδιος έβαλες τα μούτρα σου πάνω στη γροθιά του στην ορμή σου πάνω για... «αλήθεια».
b) Δείχνει λίγο «Αμερικάνος» στην όψη και αυτό φυσικά δεν είναι καθόλου κακό.
c) Το ίδιο το επίμαχο video σε πείθει για τη σαγηνευτική δύναμη της πειθούς του.
d) Δεν με αφήνει αδιάφορο το (μεταφυσικό) όραμα του καθότι είναι ένα όραμα κι αυτό. Θα μου πεις, το όραμα σαν όραμα φαντάζει μια ηλιθιότητα και μισή τη σήμερον ημέρα καθότι αλλάξαν οι καιροί και αν ζούσαν σήμερα ο Μπελογιάννης ή ο Παναγούλης θα ήταν οι τρελοί του χωριού. Άλλωστε, η μεταφυσική δε μπορεί παρά να εκτιμάται ως μια υπέροχη και περιπετειώδης κατασκευή, μια αλλοπρόσαλλη ζωγραφιά μέσα στο Όλον που μας σκεπάζει και μας καθορίζει αμετάκλητα και οριστικά. Η αφέλεια της, και η φαινομενική ηλιθιότητα που την περιβάλλει, θυμίζει τις περιπλανήσεις του Lynch στο θαυμαστό κόσμο της Γνώσης. Η «επιφανειακότητα» και των δύο δεν αποτελεί εμπόδιο∙ μάλλον ως αναγκαία (συμπληρωματική) συνθήκη ύπαρξης προβάλλει στα μάτια μου.
Όμορφα.