7.10.09

Ο θάνατος σε special anniversary edition: Ο Jackson Pollock και το American Dream






 Θυμάμαι - εκείνο το κρύο απόγεμα του Δεκέμβρη στο Pompidou - το ωστικό κύμα κατακλυσμικής ενέργειας που με διαπέρασε εμπρός στην θέα ενός έργου του Jackson Pollock. Ίσως να έφταιγε που ήμουν νεότερος, ίσως που μου άρεσαν πολύ τα stories των καταραμένων ποιητών, ζωγράφων, μουσικών της ροκ, ή ακόμα και άσημων Αθηναίων που συναντούσα στα μπαρ. Ήταν πάντως η πρώτη φορά που αντίκρυζα ένα έργο του Pollock ιδίοις όμμασι.
 Όταν όμως αποκτάς το δικό σου story (ζώντας το νομίζεις πως βρίσκεσαι μέσα σε ταινία∙ όντας δικό σου story όμως, καθετί έχει ένταση και ζωτική ενέργεια σαν αυτή που σου «κλέβουν» οι ήρωες του Lynch και του Kubrick) τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Η τρομακτική δύναμη που ένοιωσα στη θέα του πίνακα του Pollock δε μπορεί παρά να προήλθε από το καθρέπτισμα της συλλογικής τρέλας. Ποιας τρέλας? Μα φυσικά αυτής που σε μια έξαρση αλλοφροσύνης «ανακήρυξε» τον εν λόγω καλλιτέχνη σε μια μεγάλη μορφή του 20ου αιώνα στο χώρο της τέχνης.
 Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Πάει καιρός που η συλλογική ετυμηγορία είχε κάποιο αντίκτυπο στην ανακήρυξη των «μεγάλων» και την κατοπινή τοποθέτηση τους στο πάνθεον της ιστορίας. Το συλλογικό (ας το πούμε και) feedback είναι ενενεργό∙ η συλλογική φωνή χάθηκε στους φρενήρης ρυθμούς κατανάλωσης, στην ατεκμηρίωτη αποδοχή του ασήμαντου ως σημαντικού, στον εκχυδαισμό του «Μου αρέσει – Δεν μου αρέσει» ως ιδανική συνθήκη γόνιμης και authentic έκφρασης του Υποκειμένου.
 Το πακέτο του προσωπικού του story (ένας άξεστος μέθυσος ποτισμένος από αρνητική ενέργεια που ούτε κατά διάνοια δεν άγγιξε τα βάθη οποιουδήποτε σκότους βρίσκεται μέσα μας) πακεταρίστηκε και πωλήθηκε σε ευηπόληπτους «πολίτες του κόσμου» με διαθέσεις ανατρεπτικές όταν βρίσκονται εντός των τοιχών ενός διεθνούς φήμης ιδρύματος.



Μέσα σ’ αυτά, εκ του ασφαλούς, ανακαλύπτουν και κατόπιν συνεπαίρνονται από τις άγριες διαθέσεις ενός αγρίου με «πολύ ταλέντο». Στην πραγματικότητα το ταλέντο απουσιάζει, η έμπνευση αγνοείται, οι άγριες διαθέσεις ωστόσο παραμένουν∙ διαθέσεις ενός αγρίου που πάλευε με νύχια και με δόντια να απελευθερώσει ενέργεια ικανή να κινήσει ατσαλένια κτίρια και πύργους βαριάς μεταλλικής κατασκευής. Από τη στιγμή πάντως που το σκερτσόζικο καπρίτσιο πολυεκατομμυρίουχων συλλεκτών-μουσειαρχών, ή αλλιώς των υπευθύνων διανομής της τέχνης του μηδέν ως τέχνης της αιωνιότητας, μετέτρεψε τον Pollock σε σύμβολο θέλησης και αυταπάρνησης και τους πίνακες του τους πιο ακριβοπληρωμένους, είναι γεγονός πως το story κρίνεται επιτυχημένο.
 Εν κατακλείδι: η τρικυμία εν κρανίω του Pollock η οποία αντικατοπτρίζεται στους πίνακες του δε μπορεί να προέρχεται από την διαπίστωση του ιδίου πως είναι ένα ακόμα τίποτα της ιστορίας. Η συλλογική λατρεία-θαυμασμός ως προς το έργο του δε μπορεί παρά να προέρχεται από τη συλλογική νέκρωση των αισθητήριων οργάνων του ανθρώπινου γένους. Η απόλυτη διαγραφή του Υποκειμένου καθιστά το είδος μας σε έναν παθητικό (open-minded) θεατή πάντοτε έτοιμο προς κατανάλωση.
 Το story του Pollock φυσικά και δεν είναι η εξαίρεση. Οι Η.Π.Α. τα πρώτα χρόνια μετά τον World War II ρίχτηκαν μετά μανίας στην δημιουργία τους δικού τους story. Χρηματοδότησαν την εξαγωγή της πολιτιστικής παραγωγής τους τόσο, όσο χρειαζόταν ώστε να δημιουργήσουν τις ιδανικές συνθήκες προς την καθιέρωση τους ως τον απόλυτο κυρίαρχο του pop culture προαγωγού. Η Ευρώπη συντετριμμένη και απαισιόδοξη, καταβρόχθισε και κατόπιν παρήγαγε τον ίδιο χυλό άμορφης μάζας πολιτιστικών προϊόντων.
 Τοξικομανείς οργανοπαίχτες της jazz στα 1950’s, αλλοπαρμένοι μουσικοί της ροκ βουτηγμένοι στις ουσίες στα τελειώματα των 1960’s όταν και γραφόταν ο επικήδειος της μεγαλύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, συγγραφείς χαμένοι κάπου στην επίμονη άρνηση τους να ζήσουν το American dream, ανυψώθηκαν στο βάθρο, εν αγνοία, και πολλές φορές, εν την απουσία τους. Οι Chet Baker, Jim Morrison, Billie Holiday, Charles Bukowski, Allen Ginsberg, όλοι τους σύμβολα αντίστασης ενάντια στο Αμερικάνικο όνειρο, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά την νομιμοποίηση τούτου του ονείρου. Τι κι αν για τους Ρεπουμπλικάνους αποτελούν μια θύμηση του «εφιάλτη» που έζησε η χώρα τους με την ανελέητη επίθεση που δέχτηκε το middle class American way of life εκείνα τα χρόνια, η ουσία δεν αλλάζει.
 Ο Θάνατος συσκευάσθηκε σε συλλεκτικές εκδόσεις με πολύχρωμα εξώφυλλα και έτσι η ποίηση του Morrison (το αδιέξοδο έκφρασης που προσφέρει απλόχερα το επίμονο φλερτάρισμα με τεχνητούς παραισθησιογόνους παραδείσους) η φωνή της Holiday (ένα μοιρολόι απελπισίας δίχως ίχνος κάθαρσης) η κιθάρα του Hendrix (ο επικήδειος ρόγχος, η τελική πράξη του θανάτου που αποτυπώθηκε στο μέγιστο βαθμό στο χάος των κιθαριστικών όχι τόσο αναζητήσεων, μα πιο πολύ εκφάνσεων της σκληρής πραγματικότητας που τον ήθελε ένα κινούμενο ράκος), με accelerating speed από το συνεχές flow of information-communication, πήραν τη θέση τους στην ιστορία.
 Οι Beatles πάντως δεν εμπίμπτουν στην ίδια κατηγορία. Κάτι λίγο η επαγγελματικότητα του McCartney, σίγουρα η δόση υψηλής κουλτούρας που προσέφερε ο George Martin, κάτι ο αέρας working class hero του Lennon, ίσως και τα ξόρκια της μάγισσας από τα Middle Ages Yoko Ono (καθόλου πάντως το γεγονός ότι βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθότι pop culture και η αφεντιά τους), τους βγάζουν από τη λίστα.
 Ίσως η ιστορία να κάνει τα στραβά μάτια στην περίπτωση τους, φόρος τιμής to the longest decade of the 20th century...


30.9.09

Ο Lynch, η μεταμοντέρνα αφασία, και η μεταφυσική επανάσταση των ψυχών.




 
 Πρόσφατα ανακάλυψα την αξία του David του Lynch. Τον είχα βάλει στο μάτι για κάμποσο καιρό ορμώμενος από μια σειρά γεγονότων:
a) Ο Ζίζεκ ανέφερε κάποτε πως σε περίπτωση επανάστασης δε θα μας έμενε άλλη επιλογή από το να τον τουφεκίσουμε και να βάλουμε τις ταινίες του σ’ ένα μουσείο (το κοινό απαρτιζόταν σε μεγάλη πλειοψηφία από αριστερούς και λοιπές δημοκρατικές academic κουράδες των Αθηνών).

b) Δείχνει λίγο βλάκας στην όψη.

c) Αυτό το video με είχε πείσει πως είναι retarded.

d) Με είχαν αφήσει παγερά αδιάφορο οι μεταφυσικές του παπαρολογίες.

Ομολογώ πως άλλαξα γνώμη. Οι ταινίες του (ορισμένες τουλάχιστον και αναφέρομαι κυρίως στις πιο διαλεχτές και κατά τα λεγόμενα «δυσανάγνωστες») είναι η ιδανική εικονογράφηση όλων εκείνων των αφηρημένων εννοιών, η αποκωδικοποίηση των οποίων απασχολεί καθημερινά πολλούς ανθρώπους σε σκόρπιες συζητήσεις με το έτερον ήμισυ.
Ο τύπος αποδίδει στο πανί με τη δική του παλέτα το Εγώ, το Υποσυνείδητο, το Αυτό και ότι άλλο βάλει ο νους. Παιδί της μετα-μοντέρνης γενιάς κι αυτός, αφήνει κατά μέρους τις θεωρίες περί auteur (κι αφότου ο Barthes μας είχε ανακοινώσει το death of the author) μιας και δεν δείχνει να επιθυμεί να καταλήξει κάπου.
Αν το Lost Highway είναι η απόδοση του σκοτεινού Εγώ, ο Lynch δεν πολυνοιάζεται να δώσει μια δική του ερμηνεία. Οι ταινίες του είναι ένα μετα-μοντέρνο κολάζ, μια συρραφή εικόνων οι οποίες κατακλύζουν το ασυνείδητο και δεν δύναται να μετασχηματιστούν σε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο σε abstract, πολυεπίπεδα, και χρωματιστά (το συνεχές παιχνίδισμα του Lynch με την popular culture) screen shots.


Ο ζωγράφος Lynch βρίσκεται στον αντίποδα του Bergman ο οποίος πάσχισε να αποδώσει τις ίδιες πάνω κάτω έννοιες. Ο Σουηδός, αντλώντας από την διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του μας έδωσε (σε χρώμα - αλλά ΟΥΧΊ και τόνο - άσπρο μαύρο) το Persona, ένα ασύλληπτο θαύμα, η γένεση του οποίου πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες ψυχοσωματικής κατάρρευσης, και κατόπιν ανάρρωσης (?).
Ο Bergman ωστόσο είναι απελπιστικά (και για τον ίδιο) διεισδυτικός, μιας και φτάνει στα έγκατα του μυστηρίου του σκοτεινού Εγώ. Ο Lynch από την άλλη, αδιαφορεί για μακροβούτια στον πυρήνα της γνώσης. Συνηθίζει να τσαλαβουτά από ’δω κι από κει κατασκευάζοντας περίπλοκες συνθέσεις∙ συνθέσεις οι οποίες φαινομενικά είναι χωρίς «βάθος».
Προσοχή όμως: Ο Lynch ανακατεύει διαρκώς το παζλ που συνθέτει την πολυδιασπασμένη ύπαρξη του μεταμοντέρνου homo malakus. Όπως ακριβώς και οι μετανάστες (αόρατοι πλέον για εμάς, στοιβαγμένοι σε λογής camps εξαθλίωσης εκεί που η όποια έννοια του Υποκειμένου συνθλίβεται παταγωδώς), έτσι και ο μεταμοντέρνος άνθρωπος αγνοεί την ίδια του την ύπαρξη.

Η ζωή της ηρωίδας του χάρμα οφθαλμών Mulholland Drive αποτελεί οδηγό κατανόησης και εμπέδωσης των συνθηκών ύπαρξης μας. Η Betty ή Diane, ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ ενός εφιάλτη και της απάνθρωπης καθημερινότητας στην λεγόμενη και Πόλη των Αγγέλων (η διαστροφή η ίδια ετούτη η σύλληψη, δίχως άλλο). Αλλάζει ταυτότητες, μιας και της βρίσκονται πολλές. Βιώνει τον θάνατο, τη δόξα, φήμη, εξερευνά τη σεξουαλικότητα της, αναρωτιέται για το μέλλον της.
Αυτό που της διαφεύγει - και το οποίο αναδεικνύει ο Λυντς μέσα από τους λαβυρίνθους που κατασκευάζει - είναι η ίδια της η ύπαρξη. Η Betty είναι νεκρή∙ η Diane ήταν νεκρή από καιρό άλλωστε. Οι χαρακτήρες της ταινίας άγονται και φέρονται, τα γεγονότα τους προλαβαίνουν. Η Θεϊκή βούληση παίρνει την μορφή ενός cowboy, το Υποκείμενο συνθλίβεται κάτω από το βάρος της αφόρητης ζωής στα πέριξ του Hollywood suburbs.
Δεν έχουμε να κάνουμε με απουσία «βάθους» εκ μέρους του σκηνοθέτα. Απλούστατα, ο Lynch ξεδιπλώνει τα νοήματα του έτσι ακριβώς όπως αυτά βρίσκονται άγουρα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Χαοτικά και αταξινόμευτα, διαχέει τις ιδέες του σε ένα πρώτο επίπεδο και εντός μιας οριζόντιας γραμμής με πολλές απολήξεις που συναντά και μπουρδουκλώνεται με μυριάδες άλλες γραμμές, και όχι εντός μια κάθετης ευθείας που καταβροχθίζει επίπεδα στο διάβα της.
Ο Lynch το λοιπόν, φτάνει εντούτοις σε «βάθη» που όμως δεν είναι βάθη (δεν πιάνουν πάτο), αλλά αντίθετα απλώνονται οριζοντίως ιχνηλατώντας το άπειρο. Το ουσιώδες στο έργο του δεν ακολουθεί μια ευθεία γραμμή επιχειρώντας να διασπάσει το κέλυφος της αλήθειας που βρίσκεται στον πυρήνα αλλά σκορπίζεται σε διαδαλώδεις στοές (networks) ακολουθώντας μια ξέφρενου τύπου χαοτική πορεία.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η αξιακή λίστα μίσους προς τον Lynch μετασχηματίστηκε πάραυτα:
a) Ο φίλος μας ο Slavoj αν μη τι άλλο, είναι παιχνιδιάρης (ενίοτε και λαοπλάνος). Κοινώς, του αρέσει να σε πιάνει από το μπράτσο, να σου δίνει μία, και να σε πετά στο καναβάτσο. Μόλις όμως σηκωθείς, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έφταιγε η δύναμη της γροθιάς του που σε ξαπόστειλε στο έδαφος, μα το γεγονός ότι εσύ ο ίδιος έβαλες τα μούτρα σου πάνω στη γροθιά του στην ορμή σου πάνω για... «αλήθεια».
b) Δείχνει λίγο «Αμερικάνος» στην όψη και αυτό φυσικά δεν είναι καθόλου κακό.
c) Το ίδιο το επίμαχο video σε πείθει για τη σαγηνευτική δύναμη της πειθούς του.
d) Δεν με αφήνει αδιάφορο το (μεταφυσικό) όραμα του καθότι είναι ένα όραμα κι αυτό. Θα μου πεις, το όραμα σαν όραμα φαντάζει μια ηλιθιότητα και μισή τη σήμερον ημέρα καθότι αλλάξαν οι καιροί και αν ζούσαν σήμερα ο Μπελογιάννης ή ο Παναγούλης θα ήταν οι τρελοί του χωριού. Άλλωστε, η μεταφυσική δε μπορεί παρά να εκτιμάται ως μια υπέροχη και περιπετειώδης κατασκευή, μια αλλοπρόσαλλη ζωγραφιά μέσα στο Όλον που μας σκεπάζει και μας καθορίζει αμετάκλητα και οριστικά. Η αφέλεια της, και η φαινομενική ηλιθιότητα που την περιβάλλει, θυμίζει τις περιπλανήσεις του Lynch στο θαυμαστό κόσμο της Γνώσης. Η «επιφανειακότητα» και των δύο δεν αποτελεί εμπόδιο∙ μάλλον ως αναγκαία (συμπληρωματική) συνθήκη ύπαρξης προβάλλει στα μάτια μου.
Όμορφα.



13.6.09

Ζωή σε λόγου μας: Ο θάνατος της Susan Boyle σε εικονική πραγματικότητα





Προ ολίγων ημερών η Susan Boyle, το φαινόμενο του reality TV show "Britain’s Got Talent", υπέστη ένα emotional – nervous breakdown. Η ιστορία με την Susan Boyle είναι, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Όχι γιατί η ιστορία αφορά ένα ακόμα ασχημόπαπο που έγινε βασίλισσα, αλλά γιατί απλούστατα, δε συνέβη ποτέ.


Καλωσήρθατε στον Τροπικό Παράδεισο του Μη-Πραγματικού

Η στιγμιαία και «αυθόρμητη» (όσο αυθόρμητη μπορεί να είναι η αντίδραση ενός κριτή ο οποίος έχει ήδη ξεχωρίσει την υποψήφια στις audition, κάμποσο καιρό πριν) αντίδραση των παρευρισκόμενων (κοινό και κριτές), το σάστισμα αμηχανίας που μετατράπηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε θαυμασμό, ήταν μια αναπαράσταση.

Αυτή η αναπαράσταση εξέφρασε μια υπόθεση εργασίας με μαθηματικά βέβαιη την επαλήθευση της, «μαντεύοντας», και υπαγορεύοντας ταυτόχρονα την αντίδραση του τηλεοπτικού κοινού. Ήταν επίσης μια επιτυχημένη παράσταση απ’ αυτές που τα εκατομμύρια των παραγωγών εξασφαλίζουν την επιτυχία τους. Το τηλεοπτικό κοινό είναι (πως αλλιώς?) ενήμερο σχετικά με το ψευδεπίγραφο πραγματικότητας που καταναλώνει.

Λίγο πριν βγει στη σκηνή, οι τηλεθεατές πληροφορούνται (από την ίδια) ότι δεν την έχει φιλήσει ποτέ κανείς. Φυσικά, την είχε φιλήσει κάποιος (η ίδια το... παραδέχτηκε αργότερα).

Εκτός από ανύπαντρο ασχημόπαπο 47 ετών που ζούσε με τη μαμά της ο θάνατος της οποίας την άφησε με μόνη συντροφιά το γάτο της, η Boyle έκανε και άλλα πράγματα: π.χ. κάποτε συμμετείχε ως ηθοποιός στο Fringe Festival του Εδιμβούργου, έπειτα σε μια τηλεοπτική σειρά, ενώ δοκίμασε την τύχη της και στο reality show "My Kind of Music", πίσω στην δεκαετία του ‘90.

Η ίδια, συμμετέχει στο παιχνίδι κατασκευής ενός πλάσματος - βγαλμένου από τις σελίδες ενός πιασάρικου και όχι ιδαιτέρως καλογραμμένου βιβλίου - μα σίγουρα όχι από σάρκα και οστά. Το story άλλωστε, συναντάται στην λογοτεχνία τόσο συχνά, όσο συχνά εμφανίζεται τελευταίως στα κατασκευάσματα του Hollywood ένας super-hero… διαφορετικός από τους άλλους.

Είναι μιαν αλήθειαν ότι ο κόσμος συγκινείται από τέτοιες ιστορίες. “The Beauty that matters is always on the inside, How a villager became the queen of all media, και λοιπές φανφάρες δε μπορεί παρά να ξυπνούν τα αντανακλαστικά «προς διασημότητα» που διατηρεί κάθε καλά κοιμώμενος (και όχι αναγκαστικά «χωριάτης») τηλεθεατής.

Ποντάροντας στα δοκιμασμένα αντανακλαστικά ενός κομματιού του ανθρώπινου γένους που βρίσκεται υπό μόνιμη καταπίεση ορμών, επιθυμιών, αναγκών και λοιπών -ών, οι παραγωγοί έπεσαν μέσα.


Web 2.0: Speedy Gonzalez


Σε λίγα λεπτά της ώρας, το θαύμα είχε συμβεί. Ύστερα από 10 μόλις λεπτά, μία σελίδα στο You Tube εγκαινιαζόταν: SusanGotTalent. Η ίδια, ούτε που είχε ακούσει ποτέ της για το You Tube (μήτε και για το Twitter). Το επτάλεπτο video έκανε θραύση.

Τα ρεκόρ έδιναν και έπαιρναν, τα εκατομμύρια των views απασχολούσαν ειδικούς, η ταχύτητα της επιτυχίας όμως συζητήθηκε περισσότερο. Πριν από δύο χρόνια, ο Paul Potts, ένας μη-εμφανίσημος ντροπαλός - μεσοαστός της διπλανής πόρτας -, τραγούδησε Puccini στο εν λόγω σόου. Τώρα πωλεί εκατομμύρα δίσκους∙ χρειάστηκε όμως να περιμένει κάποιους μήνες έως ότου να δει φως στο τούνελ.

Σε γενικές γραμμές, ένα πανομοιότυπο έργο γράφτηκε για αυτόν πριν από δύο χρόνια αλλά η ιστορία της Boyle είχε και κάποια άλλα αξιοσημείωτα connotations.

Ο τίτλος άρθρου εφημερίδας που αναφέρθηκε λίγο πιο πάνω, δεν ήταν τυχαίος. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα της επιτυχίας της Susan Boyle ήταν αποτέλεσμα των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο. Η διακίνηση ιδεών, απόψεων, ή με δυο λόγια, «θεαματικοποιημένης πληροφορίας» αποτελεί βασική συνιστώσα της διαδικτυακής πραγματικότητας.

Information είναι η λέξη που θα μας απασχολήσει περισσότερο αυτόν τον αιώνα σε διάφορες πολύχρωμες παραλλαγές: Information War, Informational Utopics, Infotainment, Informatics, Information Work κτλ κτλ.

Διάφορα ενδιαφέροντα θέματα αναπτύχθηκαν σχετικά με το ταξίδι της πληροφορίας. Η διασύνδεση παραδοσιακών μέσων με τα new media, το spreadability των social networking και video sharing websites ή ακόμα και η «καταλληλότητα» του video:

- Some viewers said they were drawn by the one-act-play quality of the video, with a beginning, a middle and an end complete with a heroine (Boyle, obviously) and a familiar villain (Simon Cowell – ο «κακός» εκ των κριτών).[1]


Καλωσήρθατε στην Έρημο του Πραγματικού

Ωραία όλα αυτά, αλλά τι θα απογίνει αυτό το κορίτσι, θα μπορούσε να είναι μια θεμιτή ένσταση. Δεν είναι όμως. Η Susan που «μας γνώρισαν» δεν υπήρξε ποτέ. Τα δάκρυα που έρρευσαν και ύγραναν διάφορες (κατά τα άλλα «στεγνές») υπάρξεις, ίσως, να ήταν παράγωγα των ματαιώσεων της εκάστοτε κατακερματισμένης – και φαντασιόπληκτης – δόλιας ύπαρξης ανά τον πλανήτη.

Η ταύτιση πάντως του κοινού με την πριγκήπισσα του παραμυθιού δεν επιτυγχάνεται στην προκειμένη περίπτωση. Στο Wikipedia ένα κολακευτικό σκίτσο βρίσκεται στην θέση που συνήθως τοποθετείται η φωτογραφία του τιμώμενου πρόσωπου..

Η Boyle, δεν είναι ένας από «εμάς». Ανήκει «σ’ αυτούς» (άσχημους, άσημους, επίλεκτο μέλος του τσίρκου των ελαφροΐσκιωτων των reality show φθήνιας και κακογουστιάς, είναι μία από τους "Les Misérables"). Αν «πετύχει» βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «θαύμα»∙ η βιομηχανία του θεάματος, τηλεόραση, παραγωγοί, το... You Tube έφεραν εις πέρας μια ακόμη δύσκολη αποστολή.

Αν τα θαλασσώσει, τότε απλά δεν άντεξε την επιτυχία. Στην πραγματικότητα αυτό που δεν άντεξε η Boyle ήταν η ανυπαρξία. Την στιγμή που ανέβηκε στην σκηνή επιτελέστηκε η πράξη του θανάτου∙ η κατάρρευση ήταν η νεκρώσιμος ακολουθία.

Σε αντίθεση με την περσόνα που γνωρίσαμε, ο κατακλυσμός που επήλθε στην ζωή της ύστερα από το πολύκροτο γεγονός, δεν ήταν artificial. Ας δώσουμε την δέουσα προσοχή στον Σλαβόι τον Ζίζεκ, το μάστορα αυτόν του εντυπωσιασμού:

- Virtual Reality simply generalizes the procedure of offering a product deprived of its substance: it provides reality itself deprived of its substance, of the resisting hard kernel of the Real - in the same way decaffeinated coffee smells and tastes like the real coffee without being the real one, Virtual Reality is experienced as reality without being one.[2]

Η δύσμοιρη η Boyle με το που πάτησε το πόδι της πάνω στη σκηνή έμελλε να εξαϋλωθεί∙ ήταν πλέον ένα προϊόν (με συντηρητικά). Με τη σειρά τους, οι άμοιροι τηλεθεατές, άρχισαν να χύνουν δάκρυα δήθεν στην θέα ενός «θαύματος της ζωής» - ενός θαύματος αλά Schopenhauer (the Will to Live), αδιαφορώντας για το κάλεσμα του Nietzsche (the Will to Power) -, αλλά στην πραγματικότητα για να εκφράσουν την απελπισία τους - γενικώς και ειδικώς.

Γενικώς: άτιμο πράμα η μιζέρια∙ μπιφτέκι σόγιας ή κανονικό? Real life or Second Life? Ειδικώς: Reality or Virtual Reality? Reality TV or TV σκέτο? Zapping or You Tubing?

Καφές χωρίς καφεΐνη πάντως δεν γίνεται.