24.6.11

ένα κείμενο

bobby breidholt



Είναι ενδιαφέρον το πόσοι πολλοί δεν ξέρουν να διαβάσουν ένα κείμενο, κείμενο θεωρητικό. Ένα κείμενο το οποίο αν και εφόσον κατηγορηθεί ως ελιτίστικο ή και αφ’ υψηλού θα κατηγορηθεί μόνο και μόνο γιατί ακριβώς είναι ένα κείμενο θεωρητικό.

Η Θεωρία, αμαρτωλή και προδότρα της πράξης ενίοτε, είναι η πραγματικότητα που ίπταται πάνω από τα κεφάλια της Λίτσας και του Γιάννη (της Φιλαρέτης και του Οδυσσέα αν προτιμάτε). Είναι μια πραγματικότητα που για να την ακουμπήσεις απαιτείται επίμονη και επίπονη προσπάθεια∙ χρειάζεται και μυαλό. Ίσως όμως και απλά να χρειάζεται να σηκώσεις το κεφάλι σου και να κοιτάξεις ψηλά, θα πρέπει να είναι μια ματιά με λαχτάρα όμως. Μια καθαρή ματιά γιομάτη πίστη.

Το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι ο κατήγορος ενός «αφ’ υψηλού» θεωρητικού κειμένου θα πέσει με τα... λόγια να υπερασπιστεί τη χαμένη τιμή της Λίτσας και του Γιάννη, της Φιλαρέτης και του Οδυσσέα. Αυτό θα το κάνει εκ του ασφαλούς, εκ του προχείρου, και κατά βάση από απόσταση. Η σωματική παρουσία στον αγώνα της προάσπισης των συμφερόντων της Λίτσας και του Γιάννη, της Φιλαρέτης και του Οδυσσέα, υπαγορεύεται αυστηρά από τις επιθυμίες του∙ ίσως και από το κέφι του. Δε νοιώθει κάποιο καθήκον.

Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή η υπεράσπιση γίνεται αφ’ υψηλού. Απαλλαγμένος από τον καταναγκασμό να ακολουθεί μια στοχευμένη σκέψη με αρχή, μέση και τέλος, ο τιμητής αυτός θα μιλήσει πρόχειρα και συνθηματικά, και φυσικά πάντοτε εξ’ ονόματι του εαυτού του. Αυτός είναι ένας εαυτός ο οποίος καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με εκείνους της Λίτσας και του Γιάννη, της Φιλαρέτης και του Οδυσσέα. Η παραμικρή υποψία πως ίσως και να συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκαταστροφική για εκείνον∙ θα τραυμάτιζε βαθιά τη ψυχολογία του ανασφαλή και επιπόλαιου υμνητή.

Ο πολύπαθος αυτός εαυτός, σέρνεται από πλατεία σε twitter αναπαράγοντας μετά μανίας την πίστη του στο νέο. Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει το νέο είναι επόμενο να συμπεράνουμε πως απλά αναπαράγει ελαφρά την καρδία μια μασκαρεμένη (και καρναβαλίζουσα, σύμφυτη με τα ήθη των καιρών) παλαιότητα.

Τόσο παλαιά, που ούτε ένα κείμενο δεν μπορεί να κατανοήσει∙ δε γνωρίζει άλλωστε ανάγνωση, σαν τους μακρινούς προγόνους μας. 


Γνωρίζει άλλα πράγματα, καθόλα απαραίτητα τη σήμερον ημέρα, μάλλον και την αυριανή. Και καλά κάνει. Θα ήταν χρήσιμο όμως για την ανθρωπότητα αν μάθαινε να ακούει κιόλας. Θα ήταν χρήσιμο και για τον εαυτό του, εδώ που τα λέμε.

Με άλλα λόγια, αν κατάφερνε να παραδεχτεί στον εαυτό του πως εμπρός στο Χρήστο Γιανναρά* θα έπρεπε να σταθεί ως άλλο μαθητούδι του δημοτικού τότε θα υπήρχε ελπίδα. Αυτό δε σημαίνει πως θα έπρεπε σώνει και καλά να είναι διατεθειμένο, το ενήλικο αυτό δημοτικάκι, να αφουγκραστεί τις λύσεις του δασκάλου του. Είναι γνωστόν τοις πάσι του διαδικτύου πως ο Γιανναράς ενίοτε αντικρύζει τα πράγματα λοξά.

Μα είναι δάσκαλος και ένας δάσκαλος δεν είναι ούτε κακός, ούτε καλός∙ είναι δάσκαλος. Σαν αυτόν που χρειάζεται ο (μη) αναγνώστης που κοιτάει πάντοτε λοξά∙ διαβάζει άλλωστε τα κείμενα λοξά, the internet way. 












13.6.11

μπισκότο





Είναι αναμφίβολα μια κινηματογραφική σκηνή που θα διδάσκεται σε κινηματογραφικές σχολές. Στον αιώνα τον άπαντα. 



Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου βρίσκεται το άλτερ έγκο του σκηνοθέτη, ο δημιουργός. Ένας δημιουργός σαστισμένος, σε περισυλλογή, μοιάζει να θέλει να πάει κάπου παραπέρα και να μην μπορεί, και μάλλον δεν ευθύνεται το χιόνι γι’ αυτό.

Ο οδηγός, είναι εμείς, το κοινό. Χωρίς το κοινό δε γίνεται τίποτα, δημιουργός δεν υπάρχει, ούτε έργο. Ο οδηγός οδηγεί τον δημιουργό στο σημείο όπου κανείς αντιπαρατίθεται με την ίδια τη ζωή∙ με ότι μας υπερβαίνει. Το χιόνι είναι απροσπέλαστο εμπόδιο και ο οδηγός το γνωρίζει πολύ καλά. Ο δημιουργός στέκει σιωπηλός στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, παρατηρεί, ακούει, μαθαίνει, δέχεται το κέρασμα - επίθεση φιλίας του ταξιτζή, μια κίνηση η οποία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί την αρχή της δημιουργίας. Είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης του κοινού.

Η επίθεση φιλίας του οδηγού μοιάζει να θέτει το δημιουργό προ των ευθυνών του. Ο δημιουργός που θα πιει από το ίδιο μπουκάλι με τον οδηγό μοιάζει να τα ‘χει λίγο χαμένα, γι’ αυτό άλλωστε και προσπαθεί να τον πικάρει ρωτώντας τον αν φοβάται. Ακινητοποιημένοι στο βουνό κι ακολουθώντας τον οδηγό στα χιονισμένα δύσβατα μέρη τα οποία μόνο αυτός γνωρίζει από πρώτο χέρι, ο δημιουργός δεν μπορεί παρά να έρχεται αντιμέτωπος μς την ίδια την πρόκληση της δημιουργίας. Πρώτα όμως οφείλεις να σιωπήσεις. Εκείνος που σε οδήγησε ως εκεί έχει να πει κάποια πράγματα.

Ο Θανάσης Βέγγος λοιπόν είναι η φωνή του λαού. Έρχεται από το παρελθόν, σχεδόν μεμψιμοιρεί μιλώντας για το τέλος της Ελλάδας σε ένα λόγο λυρικό, συναισθηματικό, αληθή όσο το επιτρέπει η εγκεφαλικότητα του καθενός μας. Από τη στιγμή όμως που το αυτοκίνητο έχει σταματήσει, ηττημένο από το βουνό, ο Βέγγος έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι ακριβώς θέλει. Τη στιγμή εκείνη το συλλογικό θυμικό του λαού παίρνει τον πρώτο λόγο. Ο δημιουργός άλλωστε βρίσκεται σχεδόν εκτός πλάνου. 

Γιατί όμως ειδικά ο Βέγγος στον ρόλο του οδηγού; Εδώ ίσως μας βοηθήσει ο Ευγένιος Αρανίτσης:
...Θα λέγαμε λοιπόν ότι, επιχειρώντας να πηδήξει έξω απ' το πλάνο (εν προκειμένω στη χαράδρα), ο Βέγγος κριτικάρει καθεαυτό το σινεμά ως τοποτηρητή και μάρτυρα της αδυσώπητης εντολής επίσπευσης που επιβάλλεται διεθνώς σε όλα τα νεωτερικά μέτωπα υπό την αιγίδα της τεχνολογικής προόδου (το αυτοκίνητο). Σημειωτέον ότι ο Βέγγος, αρχικά, είναι ο κατ' εξοχήν πρωταγωνιστής που εδώ, στην ελληνική κινηματογραφική περίπτωση, επωμίζεται την ευθύνη της επιτάχυνσης των συμβάντων (αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα ας το κάνει γρήγορα) εφόσον η κάμερα εξακολουθεί να είναι προσηλωμένη στην παράδοση του θεάτρου (η θεατρικότητα στο σινεμά του Αγγελόπουλου). [...] Μόνον που αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας -σαν παλιός ανατολίτης, για να το πούμε λαϊκά- αντιστέκεται επιπλέον, από κεκτημένη ταχύτητα (ή αδράνεια), σε κάτι εντελώς διαφορετικής τάξεως απ' τα λογικά εμπόδια που θέτει η πλοκή της ταινίας, αντιστέκεται στην ίδια την κινηματογραφική ψευδαίσθηση. [...] Με μια φράση, ο Βέγγος δεν κριτικάρει την πραγματικότητα διά του σινεμά αλλά το ίδιο το σινεμά ως πραγματικότητα, το σινεμά ως στρατόπεδο συγκέντρωσης εκείνων που τρέχουν, και απ' αυτή την άποψη είναι, υπογείως, ένας κωμικός του μέλλοντος.

Αν ο Αγγελόπουλος συμφωνεί με τον Αρανίτση είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Πιθανότατα όμως είχε εντοπίσει στον Βέγγο την ποιότητα εκείνη η οποία ήταν δυνατόν να ταιριάξει με το Αγγελοπουλικό πρότυπο της διάρρηξης της κινηματογραφικής φόρμας προς όφελος της ενεργοποίησης της σκέψης του θεατή. Ο Βέγγος κουβαλούσε από  μόνος του άλλωστε, έξω και πριν από την ταινία, εκείνη την ποιότητα που σου επιτρέπει να σπάσεις τον αιώνια άλυτο κινηματογραφικό κώδικα της ηδονοβλεψίας που σέρνει με κόπο μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα ο θεατής. 

Την ιδια ώρα ο δημιουργός εντός (Χάρβει Καιτέλ) και εκτός (Θόδωρος Αγγελόπουλος) οθόνης στέκουν θεατές, μη γνωρίζοντας που πέφτουν τα σύνορα, μην έχοντας ιδέα πότε ακριβώς οφείλεις να ακούσεις το χιόνι.
Η σκηνή κλείνει μεγαλειωδώς με ένα καταπληκτικό αστείο. Μέσα στη παγερή σοβαρότητα της τρίλεπτης αυτής σκηνής, ο Βέγγος μεταμορφώνεται στο Βέγγο που οι πιο πολλοί αγαπήσανε: 
...Ταυτόχρονα, είναι ένας γνήσιος κωμικός του παρελθόντος, κι αυτό συνιστά μιαν ακόμη εκδοχή της αντινομίας που περιγράφω. Είναι αρκετά παλιός ώστε να συγκρούεται, ενστικτωδώς, με το δέος της ανατέλλουσας κυριαρχίας των αλλοτριωτικών προτύπων και των ρήξεων ανάμεσα στην κοινωνική ανηθικότητα και στα πρόσωπα, τα οποία κατ' ουσίαν κηδεύει και πενθεί με το αχαλίνωτο συναισθηματικό ρεπερτόριο των μορφασμών του, μ' εκείνες τις σπαραχτικές γκριμάτσες απελπισίας, αγανάκτησης, παραπόνου ή απαντοχής, γκριμάτσες που σημαδεύουν κατ' ευθείαν την καρδιά ενός δράματος το οποίο φωλιάζει κρυμμένο σε βάθος που αποκλείει τη γλωσσική του διατύπωση. Ο Βέγγος ζωγραφίζει την αντινομία στον καμβά του προσώπου του, προσώπου ανεπανάληπτου, εξαιρετικά όμορφου αν και άσχημου, εν ολίγοις προσώπου τόσο δραστικά σημαδεμένου από τον πυρετό του νοήματος, ώστε να μετατρέπεται, δίχως υπερβολή, σε μια μνημειώδη μάσκα μελαγχολίας, ελέους, κατάπληξης ή υστερικού ενθουσιασμού. Εχοντας αναλάβει αυτεπαγγέλτως να κρούει τον κώδωνα για τη διαφαινόμενη εγκαθίδρυση της πλαστότητας και των προσποιήσεων εκεί που κάποτε βασίλευαν οι δεσμοί της αμοιβαίας φιλοξενίας, είναι τόσο αναχρονιστής και την ίδια στιγμή τόσο καλά ενημερωμένος για όσα επίκεινται, ώστε να μην ταιριάζει πουθενά.

Ο Βέγγος, ο κωμικός από το μέλλον και το παρελθόν ταυτόχρονα, ανταποκρίνεται πλήρως στο Αγγελοπουλικό όραμα. Αυτό δεν είναι άλλο από τη μνήμη και τη λειτουργία της, διαχρονική σταθερά του έργου του Αγγελόπουλου.* Χωρίς παρελθόν, μνήμη δεν υπάρχει. Αλλά και χωρίς μνήμη πώς γίνεται να υπάρξει το μέλλον; 

Ο Βέγγος όντως "κρούει τον κώδωνα"∙ συνομιλώντας με τη φύση, θαρρεί κανείς μωρή λόγω ιδιοσυγκρασίας, αποδέχεται το γεγονός πως είναι μόνος, όπως κι αυτή, όπως άλλωστε και ο δημιουργός που διστακτικά τον ακολουθεί ώστε να σταθεί δίπλα του. Δίπλα του αλλά και μπροστά στο χάος που ρούφηξε το μπισκότο. Ένα μπισκότο που δεν πρόκειται να επιστραφεί ποτέ. 

Ένα μοιάζει να ‘ναι σίγουρο∙ ίσως έφτασε η ώρα που αξίζει να αναρωτηθούμε αν θα πρέπει να διεκδικήσουμε σθεναρά το δικαίωμα της παραμονής του μπισκότου εκείνου στα χέρια μας. Γιατί άλλωστε αυτή η απελπισμένη προσφορά σηματοδοτεί την ήττα μπροστά στις δυνάμεις του μυθικού τέρατος γνωστό με τη κωδική ονομασία φύση. 

Η σκέψη για μια βουτιά από ψηλά σε μία άσπρη θάλασσα (ένα υποθετικό συμπέρασμα αν λάβει κανείς υπόψην την απελπισία του ηθοποιού Βέγγου λίγο πριν), είναι επόμενο πως κάνει το φόβο αβάσταχτο, ο ίλιγγος της θέασης της σκηνής μεγαλώνει. Ο κώδωνας που κρούει ο Βέγγος είναι μια ηχηρή υπενθύμιση της ζοφερής πραγματικότητας, σχετίζεται με το μυθικό τέρας που είναι η ανίκητη παμφάγος φύση αλλά και με το φόβο του θανάτου - συμβολικού και μη - του σαστισμένου δημιουργού, αυτού που θέτει σε κίνηση τα πράγματα μπροστά στο τρόμο μιας αιώνιας παγωμάρας - ορίστε η λαμπερή σκηνή της ζωής (σκηνή που απαιτεί θεατρική επιδεξιότητα και πειθαρχία σκέψης).

Και όμως υπάρχει απάντηση, αυτή άλλωστε αναζητεί ο Αγγελόπουλος σ' αυτήν την κινηματογραφική σκηνή που μας χάρισε αλλά και έξω απ’ αυτή, σε μια ζωή προσφοράς έργου: 

Its a terrifying thought. The one certainty in life is that we are all going to die and there is nothing we can do about it. But there is a way of easing this fear. A way of trying to come to terms with our own death. The first uniquely human way of accomplishing this is art. What art does is to take the natural world and to give us some control over it. **

Νομίζω, ίσως είναι περιττό να το πω, ο κινηματογραφικός ήρωας με το μπισκότο είναι η χώρα η ίδια, τη στιγμή αυτή που μιλάμε (όπου μπισκότο βάλε τη λέξη αξιοπρέπεια). Η φύση είναι η πραγματικότητα της εποχής των μνημονίων και ο σιωπηλός δημιουργός ο οποίος αναζητεί ακόμα τις κατάλληλες λέξεις  ώστε να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κάδρο φαίνεται να παραμένει το μεγάλο ερωτηματικό τη στιγμή ακριβώς που τριάντα δύο τολμηροί  διεκδικούν, νομίμως βέβαια, λίγη ακόμη προσοχή.

Μυθικά τέρατα υπήρξαν πολλά∙ τα νικήσαμε άραγες ποτέ μας;










* Από τις ταινίες σας φαίνεται ότι η μνήμη έχει μεγάλη σημασία για σας. ‘’Το υλικό με το οποίο δουλεύει κανείς είναι τα πράγματα που έχει ζήσει και τα πράγματα που έχει διαβάσει, οι προσωπικές του εμπειρίες και οι πνευματικές του εμπειρίες – στον βαθμό που δεν αποτελούν ένα απλό διάβασμα αλλά γίνονται βίωμα. Οι αναφορές σε μύθους όπως εκείνος των Ατρειδών, της Οδύσσειας στις ταινίες μου δεν είναι  φιλολογικές, είναι βιωματικές. Είναι περίεργο αλλά τους αισθάνομαι όχι σαν κάτι που έχει συμβεί παλιά, κάτι απόμακρο, μια πολιτισμική μου αναφορά αλλά σαν μια πνευματική εμπειρία, σχεδόν βιωματική εμπειρία. Με συγκινούν με τον ίδιο τρόπο που με συγκινούν πράγματα σημερινά’’. Συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Κωνσταντίνο Θεµελή, στο Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998.
**How Art Made the World, ep.5 To Death and Back |http://www.pbs.org/howartmadetheworld/


Αποσπάσματα από το άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=05/06/2011&s=parado3a








9.6.11

Σύνταγμα


craig kosak



[Μετρίως συντεταγμένες σκέψεις περί νήσου αλά Libertatia και ηπειρωτικής χώρας, ή αλλιώς, περί πλατείας Συντάγματος και Ελληνικής -μετά το μεγάλο ρήγμα του 2008- πραγματικότητας.]


Αναρωτιέμαι πόσες φορές πρέπει να ειπωθεί, αν όχι για να γίνει κατανοητό, αλλά τουλάχιστον για να ληφθεί στα υπόψην. Σαφώς και δεν είναι απολίτικο αυτό που συμβαίνει στο Σύνταγμα, φέρει ξεκάθαρα την ανεξίτηλη στάμπα της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Ideology today is society itself που λέει και ο Adorno. Ναι, έχει αξία αυτό που συμβαίνει καταή στο Σύνταγμα μονάχα όμως αν λογίζεται ως αυτό που πραγματικά οφείλει να είναι, μια μάχη - μέχρις εσχάτων όμως - για την αξιοπρέπεια. Και όχι φυσικά ως κάτι που ακριβώς δεν είναι: πειραματικό εργαστήριο άμεσης δημοκρατίας, συλλογική ζύμωση αυτόνομων συνειδήσεων, εκκλησία του δήμου, οτιδήποτε.

Γιατί κοιτάξτε να δείτε, το να μιλάς για φανερό σχολειό τόνωσης δημοκρατικών φρονημάτων τη στιγμή που το παιχνίδι είναι χαμένο (δες και επίπονη σκληρή πραγματικότητα όπως την επιβάλλει η παγκόσμια κρίση του 2008) και χωρίς να λαμβάνεις υπόψην σου τη συστημικότητα του προβλήματος το οποίο μονάχα δευτερεύουσα σχέση έχει με την απώλεια της όποιας δημοκρατικότητας του κοινοβουλευτικού συστήματος αλλά πρωτίστως συναρτάται με την ολοκληρωτική προέλαση του καπιταλισμού στο διάβα του χρόνου, είναι σαν να καλείς τον κόσμο για μια επανάσταση κατά του μνημονίου.

 Το μνημόνιο, θυμίζω, καθρεπτίζει τον πόνο, τη μόνη υπαρκτή πραγματικότητα τη δεδομένη στιγμή. Πόλεμος εναντίον του δεν μπορεί να κηρυχθεί∙ αν ήταν τόσο απλό θα τον είχαμε κάνει πόλεμο και το Θεό τον ίδιο. Ένας τέτοιος κατ’ ευφημισμόν πόλεμος θα έπαιρνε τη μορφή μιας εξέγερσης χωρίς σαφή στόχευση, κάτι που έχει ήδη συμβεί στην Ελλάδα άλλωστε πριν από ενάμιση χρόνο (με τις ενδείξεις πάντως να δείχνουν πως τώρα θα άλλαζε και το ιδεολογικό πρόσημο της εξέγερσης).

Σύνηθες ανθρώπινο γνώρισμα να μην αναγνωρίζεις την πραγματικότητα, το δέχομαι. Εξίσου σύνηθες είναι και να ονειρεύεσαι ρήξεις και ανατροπές, το έκαναν με χαρακτηριστική επιτυχία το ’68 νέοι σε όλον τον κόσμο και έχουμε να θυμόμαστε πραγματικά όμορφες και inspiring στιγμές από εκείνα τα χρόνια.

Αν επείγει όμως κάτι τη δεδομένη στιγμή είναι η ποιοτική εμβάθυνση στο μεγάλο ανθρώπινο στοίχημα που λέγεται διαχείριση του πόνου∙ κύριο εργαλείο αυτής της διαχείρισης πρέπει να είναι η αξιοπρέπεια. Αυτή η πανέμορφη λέξη φυσικά και περιλαμβάνει λέξεις όπως η αλληλεγγύη, συντροφικότητα και άλλες ομορφιές.

Γιατί μετά από έναν καταστροφικό σεισμό δεν κοιτάς πως να ανατρέψεις το στάτους κβο της ανίκητης επιθυμίας της φύσης για ολικές ανατροπές του οικοσυστήματος. Κοιτάς να διαχειριστείς όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά την καταστροφή που σε βρήκε.

Για όσους βιάστηκαν, όχι, δεν φυσικοποιώ την καταστροφή που μας βρήκε. Δεν ήταν ένα φυσικό φαινόμενο. Η καταστροφή προφανώς και έχει διευθύνσεις και ονόματα που φθάνουν από τη Γουόλ Στριτ μέχρι το Μαξίμου. Αλλά φθάνουν και μέχρι το σπίτι της γειτόνισσας απέναντι, ας μη ξεχνάμε το αυτό κι ας διαφέρουν οι βαθμίδες της ευθύνης (γιατί φυσικά διαφέρουν).

Το ποτάμι όμως δε γυρίζει πίσω. Η Ιστορία γράφτηκε και αν υπάρχει κάτι «φυσικό» στην όλη αυτή τη γενεσιουργό του πόνου ιστορία δεν είναι άλλο από τη συλλογική, με όρους τρομακτικής πλειοψηφίας, πρόκριση αυτού του οικοδομήματος που μας προσέφερε απλόχερα αυτό που θα ζήσουμε αύριο. Ήταν μια ιερή αγελάδα αυτό το οικοδόμημα και είναι ακόμη. Γιατί άλλωστε προσέφερε με περίσσεια άνεση αυτή τη ψευδεπίγραφη συνθήκη δημοκρατικότητας (βασισμένης σε σαθρά θεμέλια περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα λέει ο Ζίζεκ καλύτερα κάτι τέτοια) για την οποία μάχονται τώρα στο Σύνταγμα. Ήταν όμως μια φενάκη∙ ήταν το προπέτασμα καπνού το οποίο διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη με την πρώτη ευκαιρία (ή αλλιώς, σοβαρότερα, με την πρώτη σοβαρή συστημική κρίση εδώ και πολλά χρόνια).


Επιστρέφοντας στο θέμα μας, μάχη για την αξιοπρέπεια δε σημαίνει ηττοπάθεια ούτε υπεκφυγή, ούτε εντός του συστήματος συνθηκολόγηση. Σημαίνει αντιπαράθεση με τη μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, επαναλαμβάνω, στο παρόν και κυρίως στο μέλλον αυτής της χώρας, αλλά και άλλων, την τιτάνια προσπάθεια διαχείρισης του πόνου*.

Σημαίνει επίσης προτεραιότητα στη διαχείριση του πόνου έναντι στο καθόλα νόμιμο μα και ατελέσφορο τη παρούσα στιγμή αισθήματος οργής το οποίο όταν αφήνεται να εκφραστεί ελεύθερα κατά βάση επιθυμεί να στείλει βουλευτές στη φυλακή, ανάμεσα σε άλλα φυσικά. Ο στόχος όμως δεν θα έπρεπε να είναι ο κανιβαλισμός του Άκη, σε ένα παιχνίδι στο οποίο άλλωστε ίσως να συμμετάσχουν όλοι πρόθυμα (η εξουσία γνωρίζει πότε να θυσιάσει ένα πιόνι της) αλλά θα έπρεπε να έχει ορίζοντα την πρακτική αξιοποίηση αυτής της οργής.

Με δυο λόγια, η δήμευση της περιουσίας του Άκη και άλλων διαφθορέων της κομματοκρατίας θα μπορούσε να προσφέρει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα συν ένα μπόνους: it’s the money.

Αλλά η δήμευση της περιουσίας δεν είναι το θέμα μας τώρα. Το θέμα μας: η σκέψη και η πράξη αντιτίθενται εξ ορισμού στο wishful thinking. Τελεία. Αυτό το τελευταίο είναι γι’ αυτούς που γνωρίζουν πολλά και διάφορα εκτός από ένα: πως λειτουργεί αυτή η ζωή (πολύ μικρή για να ‘ναι θλιβερή σύμφωνα με κάποια μυθεύματα που μας συντρόφευσαν στην εφηβεία μας∙ αρκετά μεγάλη για να την κάνεις καρναβάλι σύμφωνα με ένα τραγούδι που μας επανέφερε στην πραγματικότητα).

Να βάλουμε και ένα ερωτηματικό όμως να μη μας πούνε και απόλυτους. Δε γνωρίζω αν είναι ο Καζάκης ή ο Βαρουφάκης αυτός που βρίσκετε πιο κοντά στην αλήθεια (όταν αυτή ομιλεί τη γλώσσα των οικονομικών). Αυτό που συγκράτησα όμως από την επιτυχημένη συζήτηση στο Σύνταγμα που παρακολούθησαν χιλιάδες, ήταν το ακόλουθο: η καταστροφή** ήρθε και θα μείνει.




*Αυτό ουδεμία σχέση έχει με οποιαδήποτε ψυχο-θεραπευτική προσέγγιση, new age βάλσαμα, ξέρω γω, ψυχολογικοποίηση του θέματος, μια κάποια επίκληση στο Θείο κτλ. Ούτε προτείνω να αρχίσουμε να γλείφουμε ο ένας τις πληγές του άλλου. Αξιοπρέπεια, πως το λένε... Να αντικρύζεις τη ζωή χωρίς φτιασιδώματα και κατόπιν να βρίσκεις τη δύναμη να μην κάνεις ούτε βήμα πίσω απ’ όλα εκείνα όσα σε δίδαξαν οι δικοί σου νεκροί (ποιητές, συγγενείς, Θεοί). Αξιοπρέπεια επίσης θα σήμαινε να μην κάνεις ούτε βήμα σε περίπτωση βίαιας εισβολής των ΜΑΤ στην πλατεία.

**Όχι, δεν είναι καταστροφολογία αυτό. Αύριο το πρωί που θα σηκωθείς από το κρεβάτι σου, δε θα συναντήσεις την κόλαση επί γης έξω από την πόρτα του σπιτιού σου. Αυτό συμβαίνει γιατί α) η κόλαση κατοικεί πάντα μαζί μας και β) γιατί ετούτη η συγκεκριμένη κόλαση μένει να αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια μας σε σλόου μόσιον, σαν ένας αργός θάνατος.










5.6.11

σέικερ





Ο Gonzasufi δε σ’ αρέσει αν δε θέλεις να αποδεχτείς, ελαφρά την καρδία, την παρούσα κατάσταση.

Σ’ αρέσει όμως όταν δεν έχεις κανένα απολύτως πρόβλημα να συνυπάρξεις με αυτό που βρίσκεται ολόγυρα σου στα δισκοπωλεία (τα ποια;), στις καφετερίες του κέντρου, στα ίντερνετ όπου διακινείται μουσική με το ρυθμό που ένας μεθυσμένος Ανωγειανός κατεβάζει μαντινάδες μετά από μια ολονυκτία με ρακές στο καφενείο.

Με άλλα λόγια, αν δεν σε ενοχλεί το γεγονός ότι η μουσική, πιο πολύ από ποτέ, είναι ένα κολάζ ανακυκλώσιμων ήχων, θα ακούσεις τον δίσκο του με μεγάλη όρεξη. Αν προσποιηθείς πως δεν έχεις μουσικές που καταλαμβάνουν χώρο άνω των 250GB στον υπολογιστή σου ο δίσκος θα σου φανεί μεγαλειώδης. Αυτό όμως, μάλλον πως είναι απίθανο να συμβεί. 

Ακούγοντας τις μουσικές του συνθέσεις καταλαβαίνεις αυτόματα πως το υλικό δεν είναι δικό του∙ μόνο το σέικερ που τα ανακατεύει είναι δικό του. Δε χρειάζεται να στο πει κάποιος, το καταλαβαίνεις. Είναι δάνειο και τα μουσικά δάνεια αναγνωρίζονται αυτόματα όπως άλλωστε αναγνωρίζονται και τα δανεικά ευρώ που πήρε ένας νεόπλουτος που μόλις μετακόμισε στην Πολιτεία μα πραγματικά δικό του, και όχι της τράπεζας, δε λες ότι έχει και τίποτα.

Βάζω στοίχημα δηλαδή πως και να μην έχεις ακούσει ποτέ σου πάνω από μαζεμένα εξήντα λεπτά μουσική θα καταλάβεις αμέσως, όχι πως κάποιο λάκκο έχεις η φάβα του Gonzasufi, αλλά πως ο λάκκος στον οποίο αναπαύουμε εδώ και καιρό τα κουρασμένα μας αυτιά έχει ατελείωτο βάθος. Όλο και κάποιος θα εμφανίζεται κάνοντας τα ίδια δηλαδή∙ τόσο ίδια που μοιάζουν διαφορετικά.

Προσοχή όμως! Η παραβολή του λάκκου με κανένα τρόπο δεν υποδηλώνει πως όλοι εμείς την βγάζουμε αράζοντας σε κιτρινωπά λιβάδια, λιβάδια που βοσκάς την αισθητική σου φτώχεια. Αυτό άλλωστε θα φανεί στο βάθος του χρόνου (στο πολύ βάθος).

Δηλώνει ξεκάθαρα όμως πως αν ζητάς το νέο δε έχει και πολύ πλάκα, ή και νόημα, να προσποιείσαι πως το βρήκες κάθε τρεις και λίγο. Το νέο βρίσκεται πάντοτε μακριά από εκεί που όλα είναι τόσο αναγνωρίσιμα. Τόσο αναγνωρίσιμα που στο τέλος (εκείνη την κρίσιμη στιγμή που μορφοποιείται η έσχατη ανάγκη μας∙ στην προκειμένη περίπτωση η ανάγκη για λίγο ακόμα ψέμα) όλα μοιάζουν με καινούργια.







2.6.11

τουρίστας vs παλληκάρι


jen lobo - the devil whale


Γέμισε τουρίστες η ζωή (παλαιότερα είχε τη φτωχολογιά). Είναι φοβερό. Να μην είναι τουρίστας της ζωής εκείνος ο οποίος αποδέχεται με μια παιδαριώδη αφέλεια, και φυσικά διατηρώντας απόσταση ασφαλείας, τη πολυθρύλητη ανδροσύνη των Ανωγειανών;

Ξέρετε τώρα... «χαχαχα...χοχοχο... τι παλληκάρι είναι μωρέ αυτό;» και τα ρέστα. Και δώστου τα μυθεύματα και οι στερεοτυπικές απεικονίσεις τους και το ‘να και τ’ άλλο. 

Μα είναι που η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όποιος επιθυμεί πραγματικά να δει από τι είναι φτιαγμένα αυτά τα παλληκάρια, οφείλει (τουλάχιστον στα παλληκάρια στην περίπτωση που δε σέβεται τον εαυτό του) όχι απαραίτητα να είναι παλληκάρι κι αυτός, αλλά τουλάχιστον να αφουγκραστεί την παλληκαροσύνη.

 *

Καλός κι άγιος ο τουρίστας, αφήνει και φράγκα σε κάθε τόπο που φωτογραφίζει με το κινητό του, μα τα παλληκάρια των Ανωγείων θέλησαν, θαρρεί κανείς από πάντοτε, να ανταμώσουν κι άλλα παλληκάρια. Άλλοτε για να τα στείλουν στον άλλο κόσμο άκλαφτα κι άλλοτε να τα κεράσουν καμιά ρακί.

Ο τουρίστας, εξ ορισμού, δε συναντά παλληκάρια. Τα φωτογραφίζει από μακριά ή αναπαράγει βαριεστημένα καμιά ιστορία που πήρε το αυτί του. Το σώμα του δε συμμετέχει ποτέ στην όλη ιστορία. Είναι η (λανθάνουσα) αποστασιοποίηση.

Τα παλληκάρια δεν πτοούνται, απ’ ότι καταλαβαίνω, από κάτι τέτοια. Τείνουν πάντως να μελαγχολούν καμιά φορά. Αυτά είναι τα παλληκάρια που κερνάνε ρακές. Άλλα παλληκάρια πέρνουν το δίκανο, σαν τον Άκη Πάνου.

*

Τι συμβαίνει όμως στα παλληκάρια όταν η ανδροσύνη τους κυκλοφορεί από στόμα τουρίστα σε αυτί και moleskine λαιφστάιλ δημοσιογράφου; Χάνουν την παλληκαροσύνη τους όταν βρεθούν να ασφυκτιούν μέσα σε μηνιαία έκδοση τουριστικής διαβίωσης στο κλεινόν άστυ; Δε θα το ‘λεγα. 

Αν χάνεται πάντως κάτι είναι η δική μας ευκαιρία να τα γνωρίσουμε κάποτε από κοντά. Θα φταίει που δε θα μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε. Κι έτσι τα παλληκάρια θα απομείνουν μονάχα. Θα κλειστούν για πάντα στα μυθιστορήματα του Χέμινγουει και στα τραγούδια του Άκη Πάνου.

Οι επόμενες γενιές λοιπόν, θα τα γνωρίσουν μέσα από αρχαιολογικές ανασκαφές. Μιλάμε για διακόσια πενήντα χρόνια από τώρα. Θα έχει μεσολαβήσει και η δεύτερη επιστημονική επανάστασις, θαρρεί κανείς η μόνη την οποία μπορούμε να φανταστούμε τώρα, ας μη ξεχνιόμαστε.