25.11.11

αμετροέπεια




Κάπως παραδόξως, οι ευαισθησίες (ποτέ από μόνες τους δεν λένε τίποτα, όταν όμως συνδυάζονται με μια κάποια ευφυΐα αποκτούν υλική υπόσταση, ίσως και να σε ελκύουν με έναν άμεσο τρόπο), ερωτοτροπούν τόσο συχνά πια με την αμετροέπεια. 

                                                                                                  Το ίδιο συμβαίνει και με την ευφυΐα.

Αυτά στο ίντερνετ καθότι στον έξω κόσμο που το ανθρώπινο σώμα έχει κι αυτό φωνή, αν όχι και Λόγο, μια συστολή δείχνει να διαπερνά την ύπαρξη του μεσοαστού. Η αίσθηση της απώλειας που τον διακατέχει εσχάτως ξεβρακώνει την αμετροέπεια δίνοντας σου την ευκαιρία να δεις το υλικό που την σχημάτισε εξαρχής πριν αυτή φανερωθεί με αυθάδεια στα πολύβουα ορθογώνια κουτάκια του φέισμπουκ: 

ήταν η ανασφάλεια, ο φόβος.


4.11.11

ΜΑ ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Anton Marrast. A Man With A Pencil In His Head.


Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε ωραίοι και κάποιοι από εμάς και ευκατάστατοι. Κατοικούμε στο υπόγειο, τουλάχιστον σ’ αυτό έχουμε για παρέα το υπόλοιπο της ανθρωπότητας αν και μερικοί, μάλλον πολλοί, προτιμούν και τον υπόνομο. Ερχόμαστε από τα υπόγεια, τα κάτω διαμερίσματα, φέρνοντας λέξεις μαραμένες και συναισθήματα άλλοτε ντεμέκ κι άλλοτε second hand, όπως μας τα έμαθε ο κινηματογράφος. Μας είπαν όμως κάποτε οι παππούδες μας τι σημαίνει θάνατος και εμείς φυσικά κάναμε πως καταλαβαίναμε. Εκπαιδευτήκαμε στα ψέμματα. Ας είμεθα ειλικρινείς∙ δε ξέρουμε την τύφλα μας. Αλλωνών οι παππούδες ήταν μαυραγορίτες και ίσως η γνώση που τους μεταλαμπαδεύτηκε να είναι πιο πρακτική. Για εμάς τους υπόλοιπους έμεινε μονάχα η δυνατότητα να μιμούμαστε με κινήσεις και χειρονομίες ζωικές όλα εκείνα για τα οποία όσα γνωρίζουμε βρίσκονται κάπου δίπλα στο μηδέν. Όπως το θάνατο, τη φτώχεια, την απόγνωση (η απόγνωση δεν συνδέται με κανέναν τρόπο με σαχλά και τεμπέλικα υποκατάστατα όπως η ευρέως μεταδιδόμενη κρίση πανικού που συνήθως επιτίθεται παραλύοντας τα άκρα ανθρώπων οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν παραλύσει από τα πριν∙ ήταν ο φόβος). 

Ζούμε την τυρρανία της Καταστατικής κληρονομιάς που μας έχει αφήσει παράλυτους να παρακολουθούμε την καταστροφή ενόσω μέσα στα υπόγεια φτιάχνουμε χάρτες πάνω στην εύθραστη φύση των οποίων ζητάμε εμμονικά την επανάληψη της στιγμής του παιχνιδιού της δημιουργίας και της αναζήτησης των ψυχών με όρους γεωγραφικούς, αρχιτεκτονικούς, πολεοδομικούς, προσφέροντας στην ουσία οδηγούς αστικής απόλαυσης προορισμένους να χρησιμοποιηθούν εν είδη ξενάγησης ανίδεων καταναλωτών, ανεύθυνων ανθρώπων, ανθρώπων που είναι yesterdays news και το ξέρουμε όλοι.

Δεν πιστεύω να μην επιθυμούσαμε να έρθει να ένα πουλί να μας πάρει να μας ταξιδέψει ψηλά στον ουρανό ξεναγώντας μας στου κόσμου τα μυστικά που όταν τα κοιτάς από ψηλά όμως δε μοιάζουν και τόσο μυστικά μα δείχνουν όλα προσιτά, του Θεού καμώματα. Στα χαμηλά πατώματα βρισκόμαστε, χωμένοι κάτω από αυτό που κάποιοι ονόμασαν ζωή μα κάποιος άλλος δέντρο. ‘Να βλέπεις το δέντρο και όχι το δάσος’ φωνάζουν οι δασκάλοι, ‘αυτό είναι το λάθος σας!’ κατηγορούν δεξιά και αριστερά ψαρωμένους φοιτητές του φραπέ. Τι ψέμα Θεέ μου! ‘Μα δεν υπάρχει σήμερα κανένα δάσος ηλίθιοι!’ φωνάζω μέσα από το χώμα που όσο και να με σκεπάζει, κάπου κάπου με αφήνει δίχως αλυσίδες δεμένες γύρω από τις ρίζες του δέντρου της γνώσης και ελεύθερο να αντικρύζω κατάματα την αλήθεια. Δεν υπάρχει δάσος! Οι γκαλερί σας είναι γεμάτες με οστά και κόκκαλα. Τα μουσεία σας εκθέτουν απολιθώματα για νεκρούς, ο νεκροζώντανος συναντά ένα απολίθωμα όταν έρχεται αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με κάτι που δεν υφίσταται πλέον, κάτι που απέχει πολύ μακριά από καθετί το οποίο δύναται να φανταστεί όταν παραμένει σιδεροδέσμιος της σαρωτικής επέλασης της περατότητας της αλήθειας που παράγει θρασύτατα μια κοινωνία (πόσο μάλλον η visual τωρινή, η περατότητα της οποίας εξαντλείται στο χρονικό διάστημα που διαρκεί ένα βίντεο με αμοντάριστα πλάνα βίαιων ταραχών στο Σύνταγμα το οποίο αναπαράγεται εξαντλητικά στο διαδίκτυο) και δεν απευθύνει τις προσευχές, παρακλήσεις, δεήσεις, οτιδήποτε τελοσπάντων στην ανθρωπότητα. Έκθεση απολιθωμάτων οι μεγάλοι πίνακες των μεγάλων ζωγράφων μπροστά στα μάτια μικρών ανθρώπων που πέρασαν τον βαν Γκογκ για έναν ακόμη τρελό καλλιτέχνη όταν επρόκειτο για έναν ‘τρελό’ καλλιτέχνη, χωρίς το ακόμη και με εισαγωγικά. Η ύπαιθρος και οι άνθρωποι που αγνάντευε και απεικόνισε στους πίνακες του ο Ολλανδός, ένας τον αριθμό, ήταν εκείνη που τον γλύτωσε από τα δεινά του, τη στιγμή που οι μυριάδες νεκροζώντανοι κοιτώντας τους πίνακες του που εκθέτονται σε περιφραγμένα φρούρια των δώδεκα ευρώ, οπωσδήποτε καλαίσθητων, τουλάχιστον από τα μέσα, δεν βλέπουν τίποτα που να αντιστοιχεί κάπου τη σήμερον ημέρα, κατά συνέπεια, αν δεν υπάρξει μια καθοριστική απελευθέρωση της φαντασίας, ίδιον ανθρώπων μοναδικών αλλά και κινημάτων που προκρίνεται - σαν να μην υπάρχει αύριο - το εμείς, τότε, αφότου κατανοήσουν το αδιέξοδο του βλέμματος θα τυλιχτούν πάλι μέσα σε ένα υπέροχο ψέμα. Πως δηλαδή τους άρεσε το ακατανόητο έργο. Στην πραγματικότητα αγνοούν το έργο και παραδίνονται σε μια άνευ όρων παράδοση στη φενάκη που δηλώνει μια αυτοματοποιημένη λατρεία σε ένα φαινόμενο ακατανόητο λες και το ακατανόητο δεν ριζώνει κάπου αλλά αιωρείται ανέμελα στον κόσμο του τίποτα. Και όχι, δεν χρειαζόμαστε τη φύση και τη λατρεία της για να γιάνουμε τις πληγές μας∙ χρειαζόμαστε να ανακαλύψουμε ξανά τη φύση μας.

Δεν σας λέω ψέματα. Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε ωραίοι και κάποιοι από εμάς θα πτωχύνουν. Το πόσο δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Υπάρχει και η άποψη πως αν δεν αναγκαστείς να τρως τρεις φορές την εβδομάδα όσπρια συνεχίζεις να τη βγάζεις καθαρή. Ίσως και να είναι ορθή. Γιατί είναι μονάχα φυσικό να μην πετάς το μισοφαγωμένο σάντουιτς αλλά να το φυλάς για αργότερα. Εμείς πετάξαμε το μισοτελειωμένο ψωμί με αντάλλαγμα λίγη ακόμη διαφορετικότητα, το δικαίωμα του να είμαστε διαφορετικοί, διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα από την αυγή του χρόνου, πάνω κάτω. Η διεκδίκηση για την διεκδίκηση, ορίστε τι μας χαρακτηρίζει. Ζούμε στην πλάνη του να κατεγγέλεις τα μίντια όταν εσύ ο ίδιος είσαι μίντια. Σπέρνεις όλεθρο και καταστροφή, το πρόσεξες ποτέ σου; Κάθομαι και αναρωτιέμαι. 

Ένας – δύο πολλοί Μαρά. Ξέρω ξέρω, ‘εμείς δεν θα έχουμε κανένα κέρδος’ μα εγώ το λέω πλεονάζον κέρδος το αποστράπτον κοινωνικό σου πρόσωπο όπως αυτό φανερώνεται σε ένα δίκτυο με μόνιμη διάθεση πολλαπλασιασμού προς όλες τις κατευθύνσεις γλυκιά μου αράχνη∙ ξέρω ξέρω, ‘εμείς δεν στρώνουμε το χαλί σε κανέναν, δεν στηρίζουμε κάποιον, δεν αναμένουμε την επανάσταση γιατί δεν πιστεύουμε στην επανάσταση∙’ ναι ναι, ‘εμείς δεν θέλουμε λαιμητόμους, δεν θα εγγράψουμε απώλεια ζωών στο βιογραφικό μας’, μα δε με ξεγελάς, η υπόγεια διαδρομή επικοινωνίας είναι ίδια∙ φανατισμός, τυφλότητα, υποψία μίσους, απουσία αλήθειας, όλα άσπρο μαύρο, όλα τόσο γήινα (και όλα αυτά με την απουσία της επαναστατικής διαδικασίας: πρόκειται περί ενός κακόγουστου «αστείου» που δημιουργεί ρωγμές στον κοινωνικό ιστό, δηλητήριο, χωρίς να έχει βρεθεί - προς το παρόν – αντίδοτο, χύνεται απ’ αυτές τις ρωγμές). Όλα τριγύρω μας αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν κι αν λοιπόν ο καπιτα(πο)λι(τι)σμός μας δεν σου επιτρέπει έτσι ανερυθρίαστα να την στήσεις την κρεμάλα, εγώ δεν παραβλέπω τις εκλεκτικές συγένειες. 

Θα είμαι ειλικρινής∙ σου καταλογίζω επίσης πως δεν σέβεσαι τα θύματα σου. Ύστερα που τον έριξες στο καναβάτσο έτρεξες να κλαψουρίσεις δίπλα από τον ώμο του αντί να τον αφήσεις στο πένθος του. Μην προσβάλλεις το θύμα σου!. Εγώ αυτό το λέω δειλία. Σεβάσου το θύμα σου, αφότου το ξεπάστρεψες μη ζητάς συγγνώμη με δάκρυα στα μάτια. Παραδέχομαι όμως πως αυτό το αντιλαμβάνομαι διαισθητικά και μόνο. 

Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε ωραίοι και κάποιοι από εμάς δεν επιθυμούν να χάσουν τα προνόμια τους. Οι ίδιοι ακριβώς ευαγγελίζονται την επανάσταση. Πρόσεξε! Όπου προνόμια μην βάλεις υλικά αγαθά, τίτλους σε πανεπιστήμια, ένα σπιτικό. Αυτά είναι πραγματικά δύσκολα θέματα. Τα αφήνω στην άκρη. Ίσως είναι και παραπλανητικά. Δεν ασχολούμε με αυτά τώρα. Όπου προνόμια βάλε απλά την εμμονική επιμονή στη διατήρηση του δικαιώματος στη δική σου πλάνη που διεκδικείς με περίσσεια ορμή και... λάθος (γιατί πάθος χωρίς μάθος ισούται με λάθος – αν λοιπόν σήμερα δεν βλέπω πουθενά το μάθος, αγνοείται και το πάθος). Όλα λάθος λοιπόν, ακόμα και η επανάσταση. Γιατί τι άλλο είναι ετούτη αν όχι δημιουργική καταστροφή; Ας μην υποκρινόμαστε. Την καταστροφή μονάχα τη φαντασιωνόμαστε ενώ τη δημιουργία τη συναντάμε στα βιβλία και εξ ορισμού στεκόμαστε με μια κάποια συστολή απέναντι της. Βρισκόμαστε σε αμυντική στάση έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο. Τη στιγμή που η δημιουργία αποδράσει από το βέβαιο εγκλωβισμό της σε οριζόντια θέση, σε μια ευθεία γραμμή που βρίσκεται στο βιογραφικό σου και γίνει - ξανά! - κομμάτι της μυστικής ζωής του σώματος, πάντοτε σε υπόγεια παράλληλη διαδρομή με το έλλογο κομμάτι του νου, συνταξιδιώτες προς την αιωνιότητα, τότε, θα έχουμε δικαίωμα να αιτηθούμε την κατάργηση της ελπίδας μια για πάντα. (Το βιογραφικό δεν είναι ένα κενό γράμμα∙ είναι αυτό το κάτι που σε κρατά στο έδαφος, ή και λίγο κάτω απ’ αυτό, σε κρατά σιδηροδέσμιο του παρόντος, μιας περιόδου μεταβατικής κόπωσης, μετάβασης στο άγνωστο φυσικά∙ κατανοώ τη δυσκολία, το αδιέξοδο, τα χρέη συσσωρεύονται, οι αποστολές βιογραφικών μένουν αναπάντητες, κατανοώ, αλλά δεν μπορώ να κάνω πως δεν βλέπω, άλλωστε δεν μιλάω για εσένα, γράφω εξ ονόματι του δικού μου πάθους). 

Δεν υπάρχει ελπίδα∙ αν δε ζήσω τη στιγμή της δημόσιας αποκήρυξης, σε μορφή μανιφέστου, εκ μέρους της Ελληνικής Αριστεράς, του τερατουργήματος του Clint Eastwood που ακούει στο όνομα Gran Torino (τους άρεσε πολύ, πίστεψε με∙ ήρθε και μου το ψιθύρησε στο αυτί ένας δαίμονας), δε θα πιστέψω ούτε στο ελάχιστο  ότι ο αριστερός της γειτονιάς μας είναι πρόθυμος να αφήσει κάτι περισσότερο πίσω του, και εν όψει εν άλλου κόσμου που φαίνεται, καμιά φορά, πως είναι εφικτός, από ένα παλιό mouse  αφότου έχει ήδη αγοράσει iPad. Η δηλωμένη απροθυμία του να θυσιάσει μια τόση δα απόλαυση η οποία προέρχεται από τον όντως θαυμαστό και παραμυθένιο κόσμο του Hollywood, του υπέροχου αυτού τέρατος που παράγει ανηλεώς την εθιστική προκάτ μανιέρα που όλοι, λίγο πολύ, μάθαμε να αγαπάμε, ειδικά τώρα που στηνόμαστε ακόμα πιο φανατικά μπροστά από τη μικρή οθόνη για τις τηλεοπτικές σειρές, είναι ενδεικτική όχι της απαραίτητης σκληρότητας που λειτουργεί προς όφελος της επαναστατικής διαδικασίας, μα μιας αρτηριοσκλήρωσης η οποία ίσως και να συνδέεται με κάποιον τρόπο και με τις πάμπολες ώρες που περνάς μπροστά στον προσωπικό σου υπολογιστή. Να μην τολμά να θυσιάσει ετούτη την απόλαυση ακόμα και αν αυτή περιέχει τον σπόρο του κακού για έναν αριστερό και φυσικά μιλάμε για την πιο εμφανή και από τη μιζέρια που αναμένεις να ζήσεις στην Αθήνα του 2012 αντιδραστική ιδεολογία του εγχειρήματος-προϊόντος του γερο-νοσταλγού του παλιού καλού καιρού της κυριαρχίας των λευκών σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Είναι φοβερό.

Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε ωραίοι και κάποιοι από εμάς είναι αυτοί που θα τυραννήσουν τις επόμενες γενιές.



2.11.11

βία


otto dix

Στο διαφημιστικό σποτάκι της Μπιενάλε ο σκηνοθέτης επικοινωνεί βία και ασχήμια. Η βία μιας ταραγμένης θάλασσας που απεικονίζεται στο  βίντεο φυσικά δεν σχετίζεται με τη νηνεμία της αφασικής καλλιτεχνικής έκφρασης που βρίσκει χώρο έκφρασης στη Μπιενάλε,  το μήνυμα όμως είναι ως εξής: μη βλέπετε που σας καλώ στης μοντέρας τέχνης την αφασία, η τέχνη μπορεί να είναι ανατρεπτική. Προσπαθεί επίσης να εκμαιεύσει συναίσθημα αντλώντας αυτοπεποίθηση από το προσφάτως θιγμένο και κατόπιν επαναστατημένο εγώ των Ελλήνων το οποίο δείχνει να επιθυμεί να τους οδηγήσει στον υπέρ πάντων, και αρκούντως μοντέρνο, αγώνα: όλοι εναντίον όλων. 

Μπανάλ πράγματα και αφόρητα έως ένα βαθμό γιατί άλλωστε τίποτα το ‘ανατρεπτικό’ ή ουσιώδες δε φανερώνεται στο βίντεο.

Ανεξαρτήτως τι επιθυμεί να δηλώσει στον καταναλωτή της θέασης του διαφημιστικού σποτ, ο σκηνοθέτης πιθηκίζει ασύστολα. Είναι ένας ακόμη πράκτορας του χάους. Δεν ξορκίζει το κακό, ανακυκλώνει έντεχνα μιζέρια ενός είδους η υπερβολική δόση της οποίας σε οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις σωρούς της απάθειας ή της ψυχικής κατάρρευσης υστερικού τύπου και μακριά από την απόγνωση που δύναται να εκφραστεί μέσα σου με δική σου πρωτοβουλία και έχοντας απώτατο σκοπό την κάθαρση.


Το χρώμα που απλώνεται άναρχα και υπέροχα στο κράνος του μπάτσου το είδαμε να συμβαίνει τσι προάλλες λάιβ (σόρρυ, ήταν ροζ). Τη χορευτική φιγούρα (θεατρικότητα κτλ.) του μαυροφορεμένου νέου με τη μολότωφ, κατεξοχήν απόδειξη κατασκευής νοήματος για έναν αγνό φαν της φετιχιστικής μηδενιστικής βίας, την απολαύσαμε επίσης προχθές μόνο που αυτή τη φορά απειλούσε να κάψει ανθρώπους χωρίς fire proof στολές. Άσε που στο ίντερνετ κυκλοφορεί και αυτή η φωτό που τουλάχιστον υπονομεύει και λιγουλάκι την όποια αλήθεια βρίσκει κανείς στη βία της φωτιάς. 

Τέλος, παρατηρούμε την έλλειψη απελευθερωτικής φαντασίας εκ μέρους του σκηνοθέτη όταν αποφασίζει να πετάξει μια τηλεόραση στο κενό αντί ενός i-phone τη στιγμή που το κοινό στο οποίο απευθύνεται δεν έχει τηλεόραση, ή και να έχει σίγουρα δεν βλέπει καθόλου, άρα το κουτί που εκσφεδονίζεται από το μπαλκόνι αχρηστεύεται ως μεταφορά, το πέταγμα της συσκευής είναι μια άδεια χειρονομία, άλλωστε πάνε κοντά δέκα χρόνια από τότε που κάποιος έβλεπε ένα στένσιλ σε κάποιο τοίχο των Εξαρχείων με μια τηλεόραση σε ελεύθερη πτώση και ένοιωθε κάποια ευχαρίστηση, ενώ την ίδια στιγμή το i-phone μονοπωλεί την ώρα του μέσα στο Μετρό παραμερίζοντας τη σημασία τόσων προσώπων από σάρκα και οστά προς ανάγνωση γύρω του, εκτός κι αν ο σκηνοθέτης ήθελε να ταρακουνήσει τους τηλεορασάκηδες μικροαστούς με τούτη την έμορφη εικόνα, σε μία κίνηση αιωνίως επίπεδη και υποκριτική που παραγνωρίζει την πραγματικότητα που θέλει την τηλεόραση να ζει και να μεγαλουργεί στο ίντερνετ, στο Τουίτερ άλλωστε η λογική των κανόνων διεξαγωγής μιας συνομιλίας είναι τηλεοπτικοί, στα μπλογκς άλλωστε η επιλογή των θεμάτων είναι μιντιακή – επικαιρότητα και καταιγισμός κούφιας πολυπραγμωσύνης, ενώ αντιτίθεται και στην αλήθεια πως το μέγκα τσάνελ δε διατηρεί απλώς ένα σάιτ στο διαδίκτυο αλλά αντίθετα αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά των κοινωνικών δικτύων∙ δε ξέρω, γενικά μιλώντας, η ρηχότητα μάλλον βάζει φραγμό στη νηφάλια σκέψη. 

Επίσης, το βίντεο λογοκρίθηκε. 



31.10.11

a preacher



And he said…

‘Well… I liked it man… seriously… it was good… But you know what? Eh… I mean… you just preached! (Hope not to me!) And to tell you the truth, I don’t know if my consciousness is comfortable with it; to listen to a preacher, to take him into consideration. I have no God as there is no God; I am a God as you are a God too’. God is dead and there is no meaning on preaching anymore’.

And Miltos said…

‘Have you ever attended a TED meeting? If I am supposed to consider myself a priest, an apostle, or a devil, then I can only assume that they preach from the position of God Himself. They are the preaching Gods, little Jesuses embodied. Up there at a wooden platform, as high as human ambition can reach, they stand alone and preach to the world, the part of the world that feels entitled to put us all out of trouble by using innovative and unprecedented ways. And how unfortunate this is for us! But it makes sense, I admit, I won’t try to stop it. But tell me please… did you hear, or feel, an innovative outcry always in search for some new territories?

TED is authority and TED is the answer to all, right?’

And Miltos ended… 

‘I learned from the best my friend’.



18.10.11

ένα τραγούδι ίσως να ‘ναι αρκετό II


Lui Liu



                                              [άτακτες σημειώσεις σε καιρούς άτακτης υποχώρησης]

Ο άγγελος της καταστροφής, το λυρικό υποκείμενο, το λυρικό υποκείμενο μέσα στον άγγελο της καταστροφής, δεν καταφθάνει στον κόσμο μέσα σε ένα ντελίριο υπαρξιακό όπου ένα δαιμονικό του χαμόγελο και μόνο ζωγραφίζει την καταστροφή, ακόμα κι αν αυτή είναι η λεγόμενη δημιουργική καταστροφή όπως την ονομάζουν κάποιοι μιλώντας μεταφορικά. Αντιθέτως.

Προς μεγάλη έκπληξη του κυνικού γουρουνιού καταφθάνει φορτωμένος με ένα σωρό βιβλία, τόνους γνώσης η οποία μεταλαμπαδεύτηκε στο λυρικό υποκείμενο έπειτα από την συστηματική και λελογισμένη ‘αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων,’ η λέξη λελογισμένη έχει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτό το σημείο, αποδιοργάνωση η οποία συνέβη σταδιακά έπειτα από την γέννηση του Απόλλωνα στον εσώτερο κόσμο του αγγέλου. Για να είμαστε πιο ακριβείς, μάλλον ισχύει το αντίστροφο∙ είναι ο  Απόλλωνας που γέννησε τον άγγελο.

Ω κυνικέ! Ω γουρουνάκι μου! Πόσο δύσκολο σου είναι να αποδεχτείς τούτη την αλήθεια! Σου δίνω την απάντηση λοιπόν: είναι τόσο δύσκολο όσο επίπονη είναι η στιγμή όπου ο άγγελος της καταστροφής καλείται να αντιμετωπίσει χωρίς περιφρόνηση μια σκέψη που βρίσκεται στην σκιά του Απόλλωνα και λούζεται από έναν προκάτ ήλιο που καίει αλύπητα τη μοντέρνα σκέψη που πλαγιάζει στο ίδιο κρεβάτι, δίχως μια αγκαλιά, με την εθιστική ιδέα του παίγνιου της άρνησης. 

Η άρνηση είναι μακρινός ξάδερφος της μόδας. Αν η μόδα πρεσβεύει το εφήμερο ντεμέκ πάθος τότε η άρνηση για την οποία μιλάμε αποτελεί το εφήμερο πάθος μιας άκριτης αποδοχής των πάντων όλων - ‘anything goes!’ Η άρνηση σήμερα σηματοδοτεί την κατάφαση στο υλικό - και μόνο - σύμπαν της ύπαρξης μιας και στο ψυχικό, στο μη ορατό, σύμπαν κανείς φοβάται να ορμήσει μ’ ένα τέτοιο ψεύτικο πάθος καθώς θα προσκρούσει σε τοίχο εξαρχής, θα φάει τα μούτρα του. Η άρνηση λοιπόν είναι η παράδοση άνευ όρων στο δηλητήριο που ποτίζει το σώμα σου μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως νόημα, με συγκεκριμένη ιδεολογία όμως, ομοειδής του δηλητήριου. Η άρνηση αυτή γίνεται δηλητήριο όταν προσλαμβάνεται ως νέκταρ ορθολογισμού. Είναι η παρανόηση που ευθύνεται για την παραγωγή του δηλητήριου, όχι ο ορθολογισμός ο ίδιος. Όπως παρανόησαν και οι δεσποτάδες κάποτε, φρουροί μιας επίγειας κόλασης που δημιουργήθηκε έπειτα από μια σειρά από θανατερές παρεξηγήσεις.

Συναφής θεματολογικά με τη ψευδής κατάφαση που προαναφέρθηκε είναι η θολή ματιά της ανθρωπότητας μέσα από την φούσκα της υστερόβουλης υστερίας περί ανεκτικότητας του άγνωστου Άλλου, του ευνουχισμένου Άλλου. Ανεκτικότητα δεν υπήρξε ποτέ∙ ήταν η αδιαφορία. Ή αλλιώς, όταν το έμψυχο υποκείμενο έχασε τη μάχη από το υλικό αντικείμενο που πήρε μια άνετη νίκη καθότι ο όρος συνδυαλλαγής μαζί του ήταν το ευρώ εν αντιθέσει με τον αντίπαλο του η διάσωση του οποίου προϋπόθετε βάσανο σκέψης, και βάσανο γενικά.

Άρνηση ζωής - αγκάλιασμα θανάτου. Ένας θάνατος δίχως αίματα και άλλα τέτοια αντιαισθητικά.  Ένας θάνατος νωχελικός, δήθεν ράθυμος. Ο θάνατος ως  διακαής πόθος με την καχυποψία να βρίσκεται πλήρως αποκομμένη από τον μοναδικό σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε με βάσανο ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Η καχυποψία ορίζεται σαν ένα πρώτο φυλάκιο του εαυτού απέναντι στην βαρβαρότητα του αιωνίως ξένου  Άλλου, ένα φυλάκιο το οποίο όμως εγκαταλείπεται γρήγορα γρήγορα από τον όποιο φρουρό περνά την ώρα του ακονίζοντας τα δόντια του μέσα στην ερημιά και στέκεται ως ένα άδειο σύμβολο ενθύμησης μιας τραυματικής αρχής που μάλλον θα έπρεπε να καταλήγει πάντοτε στον εξής θρίαμβο: στο κατόρθωμα της πλήρης αποδοχής του Ξένου που φθάνει στο ανώτατο - Θεϊκό -σημείο της όταν το υποκείμενο αγαπήσει όχι την αγάπη του Άλλου, αυτή καλά θα κάνει να την ξεχνά όσο πιο συχνά γίνεται, αλλά τον ίδιο τον Άλλο, όταν δηλαδή θα στείλει την καχυποψία στα κάτεργα που συναντάς εντός μιας ψυχής γυμνής από συναισθήματα μεγαλείου και απόγνωσης και ενδεδυμένης τον ρόλο του κυνικού γουρουνιού. Ή, όπως το λέει ο Παπαγιώργης, ‘το εγώ είναι ένα απλό φυλάκιο της συνείδησης που δεν μπορεί να συγκριθεί με τα βάθη του ψυχισμού’.

Η απόσταση που επιδιώκει να κατακτήσει το γουρούνι, απόσταση την οποία διατηρεί μονάχα ένας Θεός, είναι μια άδεια ιδέα, είναι η ένδεια της ιδέας, ευαγγελίζεται το θάνατο του Θεού, λαχταρά την ανύψωση του Εγώ στο σημείο που ταξιδεύει μετά θάνατον εκείνη η άλυτη εξίσωση που παραμένει εσσαεί άλυτη και φυλακισμένη στο σώμα ενόσω βρίσκεσαι εν ζωή και την οποία κάποιοι αναιδώς ονόμασαν ψυχή, το γουρούνι επιθυμεί δηλαδή να νεκραναστήσει το ήδη πεθαμένο Εγώ που εξαυλώνεται όταν η καρδιά σταματήσει αν χτυπά ώστε να το στείλει κάπου που αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ του να υπάρξει, αιώνια αλυσοδεμένο άλλωστε με το θνητό σώμα και μονίμως σε ανοιχτή ακρόαση με τη φθορά. Η απόσταση αυτή δεν υπάρχει! Ο άνθρωπος γεννιέται μέσα σε μια λίμνη αίματος μέσα από την οποία αναβλύζει η ενσυναίσθηση.

Ερμηνεία ζωής (μέσα στη θεατρικότητα που διατρέχει την εκδήλωση κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς) για ένα καχύποπτο γουρούνι, το να παριστάνει δηλαδή το κυνικό γουρούνι, μα όσο να ‘ναι δεν παύει να είναι ο ρόλος που μιμείται έναν ψευδεπίγραφο χριστιανικό Θεό- προβολή ανάπηρων μυαλών, έναν Θεό που επιτρέπει σφαγές και εγκλήματα πάνω στη γη της εξουσίας του, έναν Θεό αποτυχημένο. Ρόλος εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κολοσσιαίο ψέμα που δηλώνει άγνοια και ημιμάθεια, ηλιθιότητα και προχειρότητα, κατηγόρια γελοία και τραγική συνάμα. Ο δήμιος της θρησκείας, όταν αυτή προσλαμβάνεται με τους πιο πεζούς όρους, γίνεται ο δήμιος του - κατά τ’ άλλα πολύτιμου όπως το πιστεύει - εαυτού του. Σπέρνοντας καχυποψία θερίζεις μια ζωή άδεια από Θεό. Η ζωή η ίδια (βάσανο υπαρξιακό, σαν αγωνία δίχως τέλος με εκλάμψεις Θεϊκής ομορφιάς και πλήρωσης), είναι τιμωρός, και όχι ο Θεός. Το σύστημα σε αποβάλλει από μέσα, η φθορά πάντοτε ξεκινά από μια βαθιά στο σώμα αψηλάφητη περιοχή που οργώθηκε από διαφημιστές και βιβλιοθηκονόμους που παριστάνουν τους διανοούμενους, μα όταν έφθασε η εποχή της συγκομιδής δεν βρέθηκε τίποτε άλλο από μια αδρανής μάζα ενέργειας ανίκανη να αντιδράσει σε ένα ερέθισμα που δέχεται το μάτι ή προσλαμβάνει η ακοή. Εικόνα αδειανή, φωνή που δεν φθάνει.

Το νόημα του Θεού αναζητάται, πολλές φορές με επιτυχία, στην υπέρβαση των ορίων και πιο πελώριο όριο από τα ηλεκτροφόρα κάγκελα σε μίνιμαλ σχεδιασμό και λευκού φυσικά χρώματος, κάγκελα που τοποθετεί το κυνικό γουρούνι συμπληρωματικά ενός ψηλού φράχτη στα σύνορα με το Ξένο, φράκτης επιδοτούμενος από τη Δύση με δανεικά κι αγύριστα μιας και εξαρχής ήταν κλεμμένα από τους Ινδούς αγρότες, δε θα ‘βρεις πουθενά αλλού. Στα σίγουρα η εκπλήρωση της επιθυμίας συναντά ένα όριο, ίσα που σκουντάει τον Θεό και γκρεμοτσακίζεται σύντομα στα συντρίμμια ενός χαμένου έρωτα ή μιας ανολοκλήρωτης (πάντα ανολοκλήρωτης!) συγγραφικής προσπάθειας προορισμένης να γίνει το μάγκνουμ όπους των απανταχού ιδεολόγων. Μα αυτό το όριο είναι κατανοητό και, λίγο πολύ, αποδεκτό από την ανθρωπότητα καθώς στο πέρασμα του χρόνου άλλωστε γίνεται κάτι παραπάνω από μια απτή εμπειρική αλήθεια που βρίσκεται τριγύρω στο περιβάλλον∙ γίνεται χαρακιά στο μέτωπο σαν να άφησε το αποτύπωμα του, θύμηση της θνητότητας σου, ένας παιχνιδιάρης διάβολος.

Το λυρικό υποκείμενο είναι η κατάργηση όλων των ορίων, έστω και για λίγο. Και μοιάζει να είναι αυτός ακριβώς ο λόγος της προαιώνιας έχθρας που νοιώθει ένα γουρουνάκι κυνικό για το λυρικό υποκείμενο. Βλέπετε, ένα γουρούνι σκοντάφτει και πέφτει στο στεγνό έδαφος, όλο κοτρώνες, εκεί που μόλις αρχίζουν να αχνοφαίνονται τα πρώτα σύνορα στον ορίζοντα, αυτά που τοποθετεί έντεχνα η εκάστοτε κοινωνία, ή κράτος, ή βασιλιάς, ή τραπεζίτης, ή - φυσικά! - Θεός. Και τρώει τα μούτρα του. Όσον αφορά τον άγγελο, εκείνος τρώει τα σωθικά του καθημερινά έχοντας όμως την πολυτέλεια να τα δει να αναγεννώνται το ίδιο βράδυ. Ο άγγελος ζει χιλιάδες ζωές καταστρέφοντας τις όλες, και πάλι από την αρχή. Ο άγγελος δοκιμάζει τα όρια του αλλά μάλλον πως δεν πεθαίνει ποτέ. 

Είναι το τραγούδι



16.10.11

ο υδραυλικός


alfred kubin - man


Ήρθε ο υδραυλικός που λες και εκεί που δούλευε πεταμένος στο πάτωμα και με τη μούρη χωμένη πίσω απο το καζανάκι, ξαφνικά, ο βήχας του άρχισε να μου παίρνει τα αυτιά. ‘Ένα νεράκι’, προσφέρθηκα, ‘όχι, η γαμημένη σιλικόνη είναι’. ‘Γκου γκουχ’ ξανά μανά, ‘μου περίσσεψε μια ιατρική μάσκα από τις πορείες, μήπως τη θέλετε;’

‘Όχι παιδί μου, ευχαριστώ, με πνίγουν!’ 

‘Μήπως όμως την χρειάζεστε;’ 

‘Ξέρεις τι έχω αναπνεύσει από το πρωί;’ 

‘Γι’ αυτό λέω’.

‘Με πνίγει όταν τη φοράω. Δε ξέρω... έχω και κλειστοφοβία, ίσως αυτό να φταίει που δεν μπορώ να τη φορέσω...’


...Ήταν κάποτε ο άντρας δηλαδή ο οποίος από την πολύ αντρίλα, από κουτή περηφάνια, από καπρίτσιο, από μαγκιά, από άποψη, από έτσι γιουβέτσι, δεν την έβαζε τη μάσκα. Έχω ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν, έχω δει και την σκιά του να τριγυρνά πιθηκίζοντας, κάπου στον Κορυδαλλό. Κάπνιζε και έπινε πολύ. Δεν καταλάβαινε ότι έτσι ίσως και να ζούσε λιγότερο. Ίσως και να μην τον ένοιαζε, ίσως και να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Είναι σήμερα ένας άντρας ο οποίος δεν τη βάζει τη μάσκα και τα ρίχνει στην κλειστοφοβία. Ίσως και να μην ήθελε πραγματικά να τη βάλει, μιμούμενος τον μακρινό του πρόγονο, μα είναι το αόρατο πύον της νεύρωσης που μάλλον εξηγεί  το παράλογο της απόφασης. Εφευρίσκει πόνους και φοβίες, τεμαχίζει τον εαυτό του σε μικρά κομματάκια, τεμαχίζει και τις φοβίες∙ η ίδια αυτή η λέξη στον ενικό συγκροτεί το όλον της ύπαρξης του. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι ίσως και να ζήσει λιγότερο. Σίγουρα τον νοιάζει και μάλλον δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.



11.10.11

Σαββατόβραδο




Δηλαδή, αναρωτιέμαι, βγήκε κανείς ποτέ του στα Εξάρχεια να μεθύσει, μέθυσε, και δεν έβαλε να ακούσει το επόμενο απόγευμα προς βράδυ αυτό το τραγούδι; Κι αν ναι, αν συνέβη το αποτρόπαιο, δικαιούται άραγες να ομιλεί;
Δικαιούται, φυσικά! Μάλλον πως δεν έψαχνε για μια κάποια καρδιά πάντως. Λέξη παρεξηγημένη ύστερα από τη μονοπωλιακή της χρήση από ανίδεους εθελοντές της συνομοταξίας ‘πεθαίνοντας σαν συναίσθημα’, μάζωξη ανθρώπων η οποία γνωρίζει μονάχα από συναισθήματα έρημα όπου η απουσία του ξάγρυπνου φύλακα του έλλογου μισού που σχηματίζει τον ανθρώπινο νου ματώνει λίγο λίγο την ύπαρξη, συναισθήματα άτακτα παρατεταγμένα σε μια μπάρα σε ένα αφτεράδικο, έτοιμα προς εκμετάλλευση από αδίστακτους κόλακες της νύχτας, η καρδιά του Σαββατόβραδου πάντως μοιάζει να βρίσκεται εκεί ακριβώς που δεν βρίσκεσαι εσύ. Το Σάββατο το βράδυ στα Εξάρχεια αναζητούσαμε κάτι το οποίο εξ ορισμού δε δύναται να βρεθεί. Πάντοτε μας διαφεύγει, βρίσκεται μονίμως αλλού, είναι αυτό που αναζητούν όλοι οι ταξιδευτές της νύχτας μα δεν το βρίσκουν - καθόλου παραδόξως - ποτέ. Κι αν νομίζουν καμιά φορά πως το βρήκαν, σε ένα πάρτυ ένδοξο και ξελογιαστικό, οργιαστικό και ξαναμμένο, με τσάμπα ποτά και κορίτσια με κόκκινο κραγιόν, τότε ακριβώς προσγειωνόμαστε σε εκείνο το επόμενο απόγευμα, το απόγευμα του χανγκόβερ, όπου στο πικάπ θα παίξει η καρδιά του Σαββάτου της νύχτας, ώστε να μελαγχολήσουμε για μια ακόμη φορά που πιστέψαμε, σαν μικρά παιδιά μανιασμένα για ένα παγωτό κάποιο μεσημέρι του Αυγούστου, σαν καυλωμένα έφηβα λιγούρια που στέκονται έξω από μια πόρτα που λούζεται κόκκινο φως, πως το πάρτυ εκείνο ήταν η καρδιά του Σαββατόβραδου. Και ξέρετε τι θα ακολουθήσει ύστερα. Τα φαντάσματα θα βγουν παγανιά κι όποια καρδιά πάρει ο χάρος μιας και το φάντασμα της νύχτας δε θα ‘ναι άλλο από εκείνο το κόκκινο κραγιόν που παρέμεινε ανέπαφο στα δυο της χείλη κι ας ήπιες πάνω από τέσσερα ποτά εκείνο το βράδυ. Κι ας έφθασες κοντά ακόμα και να της μιλήσεις.  Ήταν Σάββατο, νομίζω.





25.9.11

ένα τραγούδι ίσως να 'ναι αρκετό


jesse treece


Η πλάκα φυσικά είναι ότι το λυρικό υποκείμενο έχει εξαφανισθεί από προσώπου γης. Δεν αγνοείται η τύχη του συγγραφέα-ποιητή∙ ούτε έπαψε ποτέ η μάχη της τακτοποίησης του Εγώ μέσα σε δυο σελίδες. 

Είναι που το τραγούδι δεν τραγουδιέται πια από κανέναν. Ούτε από τον ποιητή τον ίδιο.


Την ίδια στιγμή, ο λυρισμός στον γραπτό λόγο γίνεται αντικείμενο χλεύης από κυνικά γουρούνια. 
  
[Μην ανησυχείς όμως γι’ αυτά, άνοιξε ένα βιβλίο και θα δεις πως αποτελούν πάντοτε τον γελοιωδέστερο των χαρακτήρων ενός σπουδαίου μυθιστορήματος. Πάντοτε καταλήγουν μόνοι, σαν αράχνες ανάπηρες που δεν έμαθαν ποτέ τους να υφαίνουν έναν ιστό της προκοπής.]


Το λυρικό υποκείμενο είναι το μόνο που λείπει από ένα γραπτό κείμενο λυρικό∙ λέξεις που γίνονται αντικείμενο χλεύης γιατί άλλωστε κατέληξαν να είναι ένα ακόμη αντικείμενο, αντικείμενο ανακυκλώσιμο (reblog) χωρίς αυτό να σηματοδοτεί κάποιου είδους (ιντερνετική) κατάφαση καθώς μάλλον αντανακλά μια ένδεια, κατά βάση ποιητική.


Από τη στιγμή που το λυρικό υποκείμενο έπαψε να τραγουδά, και να τραγουδιέται, απώλεσε την ουσία του. Έμεινε πρόκα δίχως σφυρί, πεταμένη στο δάπεδο, τροφή για κυνικά γουρούνια που κατοικούν στα επίγεια. (Στα υπόγεια κατοικούν τα πουλιά που τραγουδούν ενώ στα δώματα τα πουλιά που αποδημούν άλλωστε.)

Ένα τραγούδι θα μας σώσει, όποιο κι αν είναι αυτό. Αρκεί να τραγουδηθεί από χείλη πυρακτωμένα και πεινασμένες καρδιές.



Ένα τραγούδι σαν αυτό που απαγγέλει ένας άγγελος της καταστροφής, ο ορισμός του λυρικού υποκειμένου φυσικά.



20.9.11

η εκδικητική σκέψη


roland tamayo

< Οι σκέψεις καμιά φορά είναι εκδικητικές, προσγειώνονται στο κεφάλι σου (κρατάμε ως άγνωστο το «που»), λίγο πριν κλείσεις τα μάτια, γύρω στη μία μετά το μεσάνυχτα. Είτε λοιπόν θα βρεις το κουράγιο να σηκωθείς ώστε να πιάσεις χαρτί και μολύβι, είτε θα παραδοθείς ώστε ο εαυτός σου να αφεθεί για μία ακόμη φορά στη παραισθητική ζάλη των ονείρων. Και ξέρεις, με τα όνειρα δυσκολεύεσαι λίγο περισσότερο να πιάσεις το μολύβι > μονολόγησε ο Μίλτος καθώς ο αδέσποτος σκύλος στον οποίο απευθύνοταν δεν αναμενόταν να δώσει έστω μια υποτυπώδη απάντηση, απ’ αυτές που έδιναν τα κορίτσια που φλέρταρε κατά καιρούς. Τον είχε βρει να ρεμβάζει στο δασάκι μια σταλιά, δίπλα από τον σταθμό του τραίνου στο Θησείο.

[Είχε βιώσει μια περίεργη βραδιά γεμάτη από όνειρα. Είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, να διατάξει κάτι λυκόσκυλα να επιτεθούν στον εχθρό του∙ εχθρός με πρόσωπο γέρικο και βλοσυρό. Θυμόταν επίσης πως είχε δυνάμεις σούπερ ήρωα για λίγο∙ η ανταρσία των άγριων σκυλιών τον είχε ξαφνιάσει.

Κυρίως όμως, είχε νοιώσει αρκετά άβολα με το που σηκώθηκε από το κρεβάτι του το επόμενο πρωί. Είχε την αίσθηση πως ότι είχε δει στον ύπνο του συμπυκνωνόταν στην εξής παράδοξη ιδέα: πως καθετί πάνω στον πλανήτη έχει δική του ψυχή. Δεν ήταν δική του ιδέα αυτή, ποτέ του δεν είχε σκεφτεί τέτοιο πράμα, μα ήταν τόσο έντονη η σκέψη, σχεδόν βιωματική, που τον ταρακούνησε.]

< Αυτά που θα γραφούν τις στιγμές που γυρίζεις ανήσυχος πλευρό στο κρεβάτι κατά τη διάρκεια μιας κοπιώδους νύχτας γεμάτη από λαβυρινθώδη όνειρα θα είναι ολοδικά σου. Δε συμβαίνει το ίδιο με τις σκέψεις που θα καταγράψεις λίγο πριν κοιμηθείς. Αυτές είναι των άλλων, εσύ βάζεις μόνο το στυλ. Βάζεις επίσης και όρια, συνήθως εκεί που δεν υπάρχουν.

Με τα όνειρα λειτουργεί αλλιώς, τα φτιάχνεις όλα μόνος σου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι μεγάλοι εμπιστεύονται τα όνειρα. Εσύ και εγώ εμπιστεύομαστε το δηλητήριο αλλά ευτυχώς και κάποια όμορφα βιβλία νεκρών ποιητών. Κάποια φορά, ίσως και έναν μεγάλο έρωτα> . 

Πίστευε πως είχε φθάσει πλέον η ώρα να πιάσει το μολύβι καθότι από βιβλία νεκρών και από έρωτες είχε πια χορτάσει, ή τουλάχιστον έτσι ένοιωθε < και μεταξύ μας τώρα, αφού νοιώθω, έχει καμία σημασία αν συμβαίνει και στ’ αλήθεια; >




17.9.11

νεκροταφείο


gabriel pacheco

«Το blog σου έχει μυρωδιά νεκροταφείου. Το ξέρεις;»

«Θες να πεις ότι είναι δικό μου το φταίξιμο που γαμούσες πτώματα όλα αυτά τα χρόνια;» απάντησε κοφτά ο Μίλτος.

«Μήπως στην πραγματικότητα, και προσπερνώντας τα προσβλητικά σου λόγια, θα επιθυμούσες σφοδρά και εσύ ο ίδιος να γράψεις επιτέλους και για πράγματα που σε ευχαριστούν;»

«Ομολογώ πως με ευχαριστεί η ιδέα του θανάτου και δη και του δικού μου θανάτου. Όπως το έλεγε και ο Κάφκα: ‘the first sign of the beginning of understanding is the wish to die’».

«Βρωμάει νεκροταφίλα η υπόθεση λέω γω...»

«Εσύ το ήξερες, φανατικέ πολέμιε του νεκροταφείου ως τόπου συνάθροισης και συντροφικότητας έστω και αν αυτό γίνεται με σκουληκιασμένα πτώματα, πως ο Σιοράν μικρός που ήταν την έβγαζε σε τέτοια μέρη τριγύρω; Έπαιζε μάλιστα μπάλα με μια νεκροκεφαλή κάποτε. Δεν του είχε φανεί καθόλου παράξενο» συμπλήρωσε ο Μίλτος φορώντας ένα πονηρό χαμόγελο.

«Μάλιστα. Μιλάς για εκείνον που βρέθηκε σε δυσθεώρητα ύψη απόγνωσης στα είκοσι δύο του χρόνια... Κάτι πήρε το αυτί μου μάλιστα για κάποιες σοκαριστικές εκμυστηρεύσεις στον Τσελάν τον καιρό της μεγάλης σφαγής στην Ευρώπη. Είδες που σε φθάνει καμιά φορά η απόγνωση;»

«Ναι! Μιλώ για εκείνον που τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πίστευε πραγματικά, πίστη λέω κι όχι αστεία, πως ο κόσμος όλος κοιτούσε στραβά. Ο κόσμος ολόκληρος εκτός από εκείνον! Και τι μοναδικό αίσθημα, έτσι; Ήταν και ευφυής, δόξα τω Θεώ. Επίσης, ας μην ανοίξουμε και το φάκελο Χάιντεγκερ τώρα σε παρακαλώ...» 

«Μήπως λοιπόν την πέρασε αυτή τη μία του ζωή κλεισμένος σε ένα νεκροταφείο ο αγαπημένος σου Ρουμάνος; Μήπως η δόξα του Θεού δεν... έφτασε και για αυτόν;»

«Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα . Αλλά ξέχασα, πάσχεις από έλλειψη ενσυναίσθησης» είπε ο Μίλτος δίχως ίχνος κακίας και κοιτώντας ήδη έξω από τα παράθυρο. Ήθελε γρήγορα να γυρίσει σπίτι.

«Ωραία! Να σου δώσουμε μια έδρα ενσυναίσθησης σε κάποιο πανεπιστήμιο ρε Μίλτο...» φώναξε ο αμφισβητίας με τον Μίλτο ήδη στα τριάντα μέτρα μακρύτερα από τον τόπο του εγκλήματος (όπου έγκλημα: κουβεντολόϊ κτισμένο πάνω στην τραγική έλλειψη μιας κοινής βάσης).

Ο Μίλτος ακούγοντας την ατάκα του παραδόπιστου φίλου του δεν έκανε την εξής σκέψη: «δε θα ‘ταν κακή ιδέα». Δεν έκανε αυτήν τη σκέψη γιατί άλλωστε γνώριζε καλά ότι καθένας υποχρεούται σ’ αυτήν τη ζωή να ξεκινήσει – από μικρή ηλικία κι από μόνος του - να αρχίσει να κατασκευάζει τον τάφο του.













14.9.11

τρύπα

stephan balleux

Θα είμαι ειλικρινής∙ δεν με είχε αποσχολήσει ποτέ η ιδέα της οικουμενικότητας του μπαλκονιού: 
  • Τα μπαλκόνια αρκετών σπιτιών (στα νούμερα 11, 15, 25, 26, 38 της οδού Λεωνιδίου και στο 28 της οδού Γιατράκου) στα οποία μένουν άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες γίνονται μέρος της ομαδικής έκθεσης «Στο Μπαλκόνι», που επιμελείται η Ηλιάνα Φωκιανάκη. Οι θεατές καλούνται, περπατώντας, να εντοπίσουν έργα τέχνης τα οποία αναρτώνται σε μπαλκόνια ή, ελλείψει αυτών, σε πρεβάζια παραθύρων. Οι καλλιτέχνες DougFishbone, AssafGruber, Κατερίνα Κανά, Δάφνη Μπαρμπαγεωργοπούλου, Αγγελος Πλέσσας, Θοδωρής Προδρομίδης, Αλέξανδρος Ψυχούλης διερευνούν την ιδέα της οικουμενικότητας του μπαλκονιού.

Όπως άλλωστε δεν είχα υπόψην μου την έννοια της τρύπας, η οποία έμελλε να με κυνηγάει για καιρό. Την πρωτογνώρισα σε μια σκοτεινή αίθουσα: 

  •  το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας εισάγει και μια καινοτομία, η σημασία της οποίας μένει να κριθεί: Με κεντρικό θέμα την έννοια της "Τρύπας", πέρα από προβολές σχετικών ταινιών, διοργανώνει μεγάλη έκθεση φωτογραφίας του Τάσου Βρεττού με τίτλο "TheHoleArgument" (στο TheBreeder, Ιάσονος 45) και έναν "μουσειακό περίπατο" σε 16 σημαντικά μουσεία στον οποίο θα εντρυφήσουμε στην έννοια της "Τρύπας" ανά τους αιώνες...

Την συνάντησα και στο Μπενάκη, οκτώ μήνες μετά! καθώς γυρνούσε από μουσείο σε μουσείο σε ένα κακόγουστο αστείο που όμως δεν ήταν και τόσο αστείο, κακόγουστο σίγουρα, και το οποίο δεν κατάφερε να με κάνει να εντρυφήσω σε τίποτε άλλο από το εξής παράδοξο: πως το ‘Ηole Argument’, θέμα το οποίο απασχόλησε γόνιμα, φαντάζομαι, τον Αϊνστάιν και σχετιζόταν με ουράνια σώματα και λοιπές κοσμολογικές δυνάμεις έφθασε να συμβολίζει την τρύπα στην οποία κατοικούμε όλοι εμείς.

Μιαν απάντηση: η πολύχρωμη αυτή τρύπα προσφέρει ανεμελιά λόγω κατανάλωσης τόνων κουλτούρας συν το γεγονός ότι εξασφαλίζει και θέα στα μπαλκόνια, τα ξένα. Θέα ηδονοβλεπτική από μια ματιά θολή για καιρό ταλαιπωρημένη, σχεδόν ξεσκισμένη, από το θλιβερό σκότος της τρύπας.