20.7.16

The Big Chill II



Αν «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», τότε, είναι προφανές, οι Έλληνες την περίοδο της επανάστασης του 1821 παρήγαγαν πολιτική, η οποία φυσικά δεν άφησε καθόλου ανεπηρέαστους τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και τους ηγέτες τους. Το περιεχόμενο του πολιτικού προτάγματος των Ελλήνων ήταν η εθνική τους χειραφέτηση η οποία έμελλε να ικανοποιηθεί ως αίτημα με τη μορφή του έθνους-κράτους. 

Διακόσια χρόνια πριν, οι Έλληνες, μέσω του αγώνα τους για ελευθερία, (επι)κοινώνησαν στην Ευρώπη ένα αίτημα, αίτημα οικουμενικό με την σφραγίδα της Γαλλικής Επανάστασης. Στον αγώνα τους αυτόν είχαν την συμπαράσταση χιλιάδων εθελοντών από όλον τον κόσμο.

Και η πολιτική όμως, είναι μια «μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης με άλλα μέσα». Δηλαδή, αυτό που επιχειρεί η Ελληνική κυβέρνηση σήμερα, αναδεικνύοντας κάθε φορά την ανθρωπιστική πλευρά του προσφυγικού ζητήματος (έχοντας ταυτόχρονα την συμπαράσταση χιλιάδων εθελοντών από όλον τον κόσμο), δεν είναι ρητορικός ηθικισμός. 

Ούτε είναι αποκλειστικά μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκρυφτεί η – δεδομένη - ανεπάρκεια του κράτους στην διαχείριση του μεταναστευτικού.  Είναι, επίσης, η συμμετοχή και η συμβολή της στη μάχη των λεκτικών χαρακωμάτων η οποία διεξάγεται χωρίς σταματημό εδώ και χρόνια.

Οι λέξεις οι οποίες φέρουν την σφραγίδα του Συμβουλίου των Αρχηγών της Ευρώπης δεν αποτελούν πυροτεχνήματα· πολλές φορές ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου, στην συνθήκη της Γενεύης παραδείγματος χάριν, ίσως δε και στην συνθήκη της Λωζάνης ακόμα, όταν σε αυτό το Συμβούλιο τυγχάνει να παρίσταται ως επίσημος προσκεκλημένος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας.  

Η τωρινή Ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν εκείνη η οποία βρέθηκε στην αφετηρία των εξελίξεων. Είναι γνωστό άλλωστε πως ο Σύριζα κεφαλοποίησε τη δυσφορία των Ελλήνων πολιτών ώστε να ανέλθει (μερικώς) στην εξουσία εκκινώντας από το, μακρινό πια, 2008 όταν, σε παγκόσμια πρώτη προβολή, από τη στιγμή που εξερράγη η χρηματοπιστωτική βόμβα την άνοιξη της ίδιας χρονιάς στις Η.Π.Α., βόμβα που συντάραξε τα θεμέλια της τελευταίας έκδοσης του καπιταλισμού στα ανεπτυγμένα κράτη, του μοντέλου της κατανάλωσης διά του δανεισμού δηλαδή που ένθερμα είχαν υιοθετήσει όλες, λιγότερο ή περισσότερο, οι ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, τέθηκε το ερώτημα: 

«κρίση είναι, θα περάσει;

Αρκετά πριν η Ελλάδα δήθεν μεταδόσει την προσφυγική κρίση στην Ευρώπη διά των διάτρητων θαλάσσιων συνόρων της, λίγο πριν δήθεν μεταδόσει την οικονομική κρίση στην Ευρώπη γιατί αρνείται σθεναρά να μεταρρυθμιστεί, η Ελλάδα δήθεν απειλούσε με μετάδοση της νεολαιίστικης απείθιας και βίας αλά Μάης του ’68 το Δεκέμβρη του 2008, όπως προειδοποιούσε άλλωστε[1] ο πρόεδρος Σαρκοζύ[2]

Όχι, δεν παράγει η Ελλάδα τα γεγονότα. 

Κάποια γεγονότα όμως νοηματοδοτούνται μέσω της Ελλάδας, όπως το έθεσε ο Mazower:  for the past 200 years Greece has been at the forefront of Europes evolution[3].

Η Αθήνα, προφανώς, καταλαμβάνει το ρόλο που είχε η Ιερουσαλήμ τον καιρό των Σταυροφοριών.

*
Στις δύσκολες στιγμές που περνάμε, αξίζει να θυμόμαστε πως ο Ιμπραήμ, ως εντολοδόχος του Σουλτάνου, είχε διαφορετική άποψη από εκείνη των επαναστατημένων Ελλήνων των οποίων το πολιτικό πρόταγμα θα μπορούσε να είχε παραμείνει μια ιστορική πιθανότητα. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ακόμα και αν δεν έκρινε το αποτέλεσμα του πολέμου υπέρ των Ελλήνων, δεν παύει να συμβολίζει, αντικατοπτρίζοντας σε κάποιο βαθμό, την υποστήριξη των Μεγάλεων Δυνάμεων της εποχής προς τους εξεγερμένους. 

Έτσι και σήμερα. Αν δεν επιχειρηθεί η μερική αποδέσμευση της Ελλάδας από τα δεσμά του χρέους και της συνεχής οικονομικής επιτήρησης, αν δεν επέλθουν αλλαγές στο φρικτό και απεχθές σενάριο το οποίο ορίζει τον εγκλωβισμό της χώρας, εδώ και έξι χρόνια άλλωστε, στο σημείο ‘G’, σημείο το οποίο δε σχετίζεται με κραυγές ηδονής αλλά με κραυγές από τη σφαγή ενός χοίρου (PIGGS), αν δεν επιχειρηθεί εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων μια στροφή 180° μοιρών όσον αφορά την Ελλάδα, ώστε να της δοθεί τουλάχιστον η ευκαιρία να διαχειριστεί το προφυγικό ζήτημα προτού αυτό πιθανότατα γίνει εκρηκτικό, αν το θελήσουν δηλαδή εξωγενείς παράγοντες, έκρηξη που θα αφορά μεγάλο μέρος των Βαλκανίων, τότε το μέλλον της χώρας προδιαγράφεται ζοφερό. 

Δε θα είναι η πρώτη φορά βέβαια όπου ένας λαός καταδικάζεται, με έμμεσο τρόπο, στον μαρασμό. Ούτε θα είναι πρωτοφανές γεγονός όμως πως σ’ αυτόν το μαρασμό συνετέλεσε, κατά πολύ, και η παρακμή του ίδιου του θύματος.






17.7.16

The Big Chill I





Τα περιθώρια ελιγμών της Ελληνικής κυβέρνησης είναι μάλλον μικρά. Ωστόσο, το στοίχημα της κυβέρνησης Τσίπρα (αν υποθέσουμε ότι ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την όποια θετική αποτίμηση της συμβολής της στη σύγχρονη ιστορία της χώρας), δε μοιάζει να είναι άλλο από την ευτυχή μείξη πολιτικών που θα ενωματώνουν προοδευτικά κοινωνικά μέτρα (π.χ. νόμος περί ιθαγένειας, αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος) με μία, όσο το δυνατόν, ορθολογική διαχείριση των λεπτών ζητημάτων που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας.

Πρόκειται περί των ίδιων συμφερόντων (όπως μετονομάζονται τα προαναφερθέντα λεπτά ζητήματα όταν αυτά δεν αποτελούν κομμάτι κάποιας συζήτησης ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος αλλά αναπόσπαστο μέρος της άσκησης εξουσίας) έναντι των οποίων ο ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος του Σύριζα, όταν ακόμα αποτελούσε ένα κόμμα του 3%, τοποθετούνταν με σκεπτικισμό και μεγάλη επιφύλαξη, εκφράζοντας μία αναθεωρητική στάση στα περισσότερα σχετικά ζητήματα, στάση η οποία γεννήθηκε έπειτα από χρόνια προεργασιών και βαπτίσματος στην εμπειρία των περιπετειών των κοινωνικών κινημάτων της ευρωκομμουνιστικής αριστεράς διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα. 

Τα εθνικά συμφέροντα ενσωματώνονταν έως τώρα, και όσον αφορά τα κόμματα της αριστεράς, μόνο στην ατζέντα του Κ.Κ.Ε., κόμμα το οποίο βέβαια δεν προορίζει τον εαυτό του για κόμμα εξουσίας αλλά οιωνεί αντιπολίτευσης. 

Στο διαρκώς μεταβαλλόμενο - εκ φύσεως - κόσμο μας τα συμφέροντα των κατοίκων της χώρας ομολογουμένως πλήττονται όταν η χώρα οδηγείται να αποδεχτεί ένα πρόγραμμα ανθρωπιστικής υποστήριξης που την μεταμορφώνει σε buffer zone ως εγγύηση ώστε να μην καταλήξει ένα failed state, πρόγραμμα το οποίο άλλωστε είχε προαναγγείλει από το προηγούμενο καλοκαίρι ο Σόϊμπλε, όταν υποτίθεται πως ηττήθηκε η σκληρή γραμμή την οποία εκπροσωπούσε αναφορικά με το μέλλον της Ελλάδας. 

Το καλό πράμα αργεί να γίνει, το κακό όταν συμβεί είθισται να αποκρύπτεται για ένα χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές. 


*
Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν έχει αποτύχει τόσο όσο το φαντάζονται, αν και μάλλον λιγότερο φαντάζονται και περισσότερο διαλαλούν, οι ιδεολογικά φορτισμένοι επικριτές της. 

Η Ελληνική κυβέρνηση έχει σκοντάψει πολλάκις, όντως. Όμως, και η κυβέρνηση του Ολάντ didnt quite deliver· η κυβέρνηση του Κάμερον σχεδόν οργάνωσε τη μη επανεκλογή της στις τελευταίες εκλογές· τέλος, η κυβέρνηση του Ρέντσι αποδεικνύεται μαθητεύομενος μάγος που φωνάσκει στους διαδρόμους της εξουσίας στα κατά τόπους αρχηγεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία εποχή μάλιστα που μικρή αξία δίνεται στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα των μάγων μιας περασμένης εποχής. 

Η αποτυχία δε φαίνεται να έχει αποκλειστικά εθνικό πρόσημο έως τώρα, η αποτυχία είναι μάλλον συλλογική, όπως συλλογικό ήταν το κακό που αναδύθηκε στην Ευρώπη τον καιρό του Μεσοπολέμου με αιχμή του δόρατος φυσικά τους Γερμανούς, και όχι μόνο, ναζί.  

Αντιστοίχως, αν δεχτούμε πως ο Τσίπρας είναι ημιμαθής χάχας, και όχι ένας συμβιβασμός στον οποίο κατέφυγε το εγχώριο σύστημα εξουσίας με απώτερο σκοπό την αποφυγή μιας πλήρους κατάρρευσης, στην οποία άλλωστε μια κοινωνία οδηγείται πιο γρήγορα όταν δίπλα στην οικονομική ανέχεια αλωνίζει η πόλωση (υπάρχει βέβαια και η άποψη πως αυτός ο συμβιβασμός δεν αποτολμήθηκε με σκοπό να αποτρέψει τυχόν κατάρρευση αλλά ώστε να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας για τη διατήρηση των προνομίων των εκφραστών του εγχώριου συστήματος εξουσίας την επόμενη μέρα της κατάρρευσης), δεν είναι πάντως νοσηρός φασίστας όπως ο ομόλογος του στην Ουγγαρία Βίκτωρ Όρμπαν, δεν είναι «βρώμικος» εν αντιθέσει με τον πρώην σωματοφύλακα πρώην πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τέλος, σίγουρα δεν είναι βαθιά διεφθαρμένος από την εξουσία όπως ο Ισπανός Ραχόϊ. 

Θέλω να πω, ένας πρωθυπουργός κρίνεται για το έργο του, το έργο που παρουσιάζει όμως κάθε φορά παίζεται στις αίθουσες ταυτόχρονα με άλλα θεατρικά έργα στα οποία πρωταγωνιστούν οι συνάδελφοι του στο επάγγελμα κατά τη διάρκεια της ίδιας ιστορικής περιόδου. 

Δε βρίσκεται στον πάτο της λίστας ο Τσίπρας· ίσως κάπου στην μέση. 

Παρομοίως και οι Έλληνες· δε βρίσκονται πρώτοι στην λίστα των απαισιόδοξων, όπως το θέλουν οι στατιστικοί δείκτες της Eurostat. Ο πεσιμισμός δεν συνοδεύεται από σχετικά ευρύ κύμα αλληλεγύης, ή τουλάχιστον ευαισθητοποίησης, ως προς την τραγωδία των προσφύγων ακόμα κι αν δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως ορισμένοι προσέφεραν τον οβολό τους με την σκέψη (ελπίδα;) πως οι πρόσφυγες ήταν απλά βιαστικοί κι ανυπόμονοι περαστικοί από τη χώρα τους.


*
Το αμήχανο χαμόγελο του Έλληνα πρωθυπουργού εμπρός στον φακό του φωτογράφου Νταβούτογλου είναι η λογική συνέχεια του κατεβασμένου κεφαλιού του ευδιάκριτα σκυθρωπού Σαμαρά κατά τη διάρκεια της ομιλίας του Τούρκου πρωθυπουργού την πρώτη ημέρα του 3ου Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας που διεξήχθη στην Αθήνα, μία χρονική περίοδο που, αν και καθόλου μακρινή από την Άνοιξη του 2016, η Τουρκία ως οντότητα υποτίθεται πως δεν αποτελούσε οργανικό κομμάτι της ιστορίας των τρέχουσων περιπετειών της χώρας μας, περιπέτειες οι οποίες είχαμε πειστεί πως συνδέονταν αποκλειστικά με τα επιτόκια των διεθνών αγορών, τους δείκτες ανταγωνιστικότητας του Ο.Ο.Σ.Α., και με τις δηλώσεις στον Τύπο οποιασδήποτε μαριονέτας του τύπου Ντάϊσελμπλουμ.

Είναι ίσως αλήθεια, μερικώς αναπόδεικτη προς το παρόν, πως αν η Τουρκία αποτελεί όντως αναθεωρητική δύναμη, τότε οι πρόσφυγες αποτελούν όπλο στην φαρέτρα του Ερντογάν, υπόθεση εργασίας η οποία ωστόσο δεν θα έπρεπε να καθίσταται δυνατό να αποθαρρύνει ούτε μια στιγμή τα αισθήματα αλληλεγύης και συμπόνοιας προς ανθρώπους που τρέχουν να σωθούν μακριά από barrel bombs κρατώντας μωρά στο χέρι. 

Η έμπρακτη βοήθεια των πολιτών προς τους πρόσφυγες πολέμου είναι ίσως η μοναδική πράξη η οποία δεν είναι δυνατό να σκεπαστεί κάτω από τόνους παρανοήσεων, παραπληροφόρησης, σύγχυσης, παραπλάνησης. Κατά τα άλλα, χάος.  

Οργανωμένο χάος βέβαια, όπως αυτό ευδοκιμεί κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων ή και προπαρασκευαστικών περιόδων που οδηγούν μαθηματικά στην σύγκρουση την οποία επιθυμούν κάμποσοι με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο που άλλοι ζητούν δικαιοσύνη.






21.3.16

Iñárritu





Είναι γνωστό ότι ο DiCaprio αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις, επί σειρά ετών, ώστε να κατορθώσει να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο. 

Στο Catch me if you can το έριξε στο τρέξιμο πόνταροντας στον Spielberg,

στο Gangs of New York επαναπαύτηκε στον Scorsese,

στο The aviator τα έδωσε όλα στο ρόλο ενός larger than life  χαρακτήρα το αρχέτυπο του οποίου γνωρίσαμε στο Citizen Cane,

στο The Departed επένδυσε στην μαεστρία του Scorsese όταν σκηνοθετεί crime stories,

στο Shutter Island αναζήτησε το ψυχικό βάθος ενός ήρωα,

στο Inception πόνταρε στο σενάριο,

στο J.Edgar βασικό ατού της ερμηνείας του ήταν, μεταξύ άλλων, η μεταμόρφωση του προσώπου του με τη βοήθεια ειδικών εφέ,

στο Django Unchained εμφανίστηκε ως ταύρος σε υαλοπωλείο με τις ευχές του προβοκάτορα Tarantino,

τέλος, στο The Great Gatsby υπολόγισε στην φαντασμαγορία του Hollywood σε συνδυασμό με την ακαταμάχητη γοητεία του κλασικού με την υπογραφή του Fitzgerald.


Όμως τζίφος.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν λειτούργησε διότι, γενικά μιλώντας, ο DiCaprio δυσκολεύεται να κατανοήσει επαρκώς τους χαρακτήρες που υποδύεται, αδυνατεί δηλαδή να υποδυθεί χαρακτήρες χρησιμοποιώντας το νου του – το παίξιμο του DiCaprio είναι psychical

Αντιθέτως, η υποκριτική ικανότητα του Daniel Day-Lewis συνίσταται στην ικανότητα του να ενσαρκώνει στην κυριολεξία κινηματογραφικούς ήρωες το είναι των οποίων έχει προηγουμένως τιθασεύσει.

Κάπου εδώ μπαίνει στην συζήτηση ο Alejandro González Iñárritu ο οποίος, καλλιτεχνική ιδιοφυία γαρ, έπεισε τον DiCaprio να υποδυθεί έναν ήρωα που δεν βγάζει κουβέντα για δύομιση σχεδόν ώρες – αγωνίζεται ωστόσο σαν θηρίο να επιβιώσει σε μια αφιλόξενη φύση· ομιλεί δηλαδή με την γλώσσα του σώματος, αυτήν που από πάντα γνώριζε να μεταχειρίζεται άριστα ο Αμερικάνος ηθοποιός.  




29.2.16

The Godfathers: Part III. Iggy Pop




Όσο για τον Iggy, η δική του έκφραση ατομικής ελευθερίας θυμίζει εκείνη ενός μικρού παιδιού, ενός εφήβου· αιωνίως νεανίας, ο Iggy διάλεξε για τον εαυτό του να λάμπει από εφηβική φρεσκάδα για πάντα, έγινε το punk rock σύμβολο που καταφέρνει να τραγουδά τραγούδια των Stooges περίπου τριάντα πέντε χρόνια μετά χωρίς όχι μόνο να κινδυνεύσει να γίνει περίγελος αλλά, αντίθετα, να λάμπει σαν μύθος της ροκ που εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές που ο Iggy είναι πάνω στη σκηνή γυμνόστηθος, μοιάζει όντως να είναι απέθαντη· λίγοι είναι εκείνοι που δεν θαθελαν να ζήσουν διατηρώντας το προνόμιο του να είναι κανείς νέος για πάντα, η ορμή, η οργή, το πάθος, η ζωντάνια, το «θέλω» των οποίων είναι τόσο ισχυρά ώστε να επιζούν στο συνειδητό ενός ανθρώπου για όλη του τη ζωή· πώς αλλιώς θα μπορούσαν να διατηρούνται στην μνήμη οι σωτήριες, όσο και εξιδανικευμένες, αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας αν δεν είχαν σφυρηλατηθεί από τα ίδια υλικά την στιγμή της γέννησης τους, αυτά τα οποία ο Iggy οικειοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν κομμάτι του σώματος του το οποίο αν και λιπόσαρκο δεν τον πρόδωσε ποτέ πάνω στην σκηνή, όπως και εκείνος δεν πρόδωσε ποτέ τους φαν του. Θα μου πεις, προδίδουν ποτέ οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες, το κοινό τους; Όχι, δεν υφίσταται τέτοιου είδους, αν υφίσταται καθόλου, προδοσία· υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που κοροϊδεύουν το κοινό τους, και τον εαυτό τους μαζί.