27.4.19

Outer Space




Σε μια μέρα βροχερή σαν κι αυτή ας τιμήσουμε το είδος της μουσικής που μας ξερίζωσε από τα pop & rock επίγεια

(η ρίζα πάντως δεν είχε σκάψει τόσο βαθιά ώστε να φθάσει στον πυρήνα της ύπαρξης, υπέργεια ρίζα ήταν, με τον καιρό μάλιστα μεταμορφώθηκε σε κορδόνια από παπούτσια All Star, γι’ αυτό δεν τα αποχωριζόμουν ποτέ, ούτε καν τις βροχερές μέρες του Αθηναϊκού χειμώνα, επίγεια τοποθεσία όπου υπήρχε ένα φως το οποίο δεν φανερωνόταν ποτέ, λογικότατο άλλωστε, το φως φθάνει σε εμάς από μακριά, πέρα από τα σύνορα του ανθρώπινου, τόσο μακριά ώστε όταν απελπιζόμαστε λιγουλάκι να νοιώθουμε την ανάγκη να κοιτάμε προς μια μαύρη τρύπα, κι ας είναι γνωστό πως αν κοιτάς για πολύ ώρα μέσα στην άβυσσο, κοιτάει και η μαύρη τρύπα μέσα σε εσένα, γίνεσαι σκοτάδι δηλαδή), 


ώστε να τσαλαβουτήσουμε μέσα στο αιώνιο δοξαστικό φως μιας λατρευτικής-θεραπευτικής melodica σε απευθείας σύνδεση με το υπερπέραν.



26.4.19

Σι: Lάθως


loukaschatz




Η κυκλοφορία από τις εκδόσεις Υποκείμενο της δουλειάς τεσσάρων ποιητών ηλικίας από 19 έως 23 ετών είναι ένα παράτολμο φαινομενικά εγχείρημα. Το θέμα του πρώτου φύλλου της ΙΝΟΣΤΡΑΝΣΕΒΙΑ αποτελεί ένα ρίσκο που με χαρά το παίρνουμε. Οι ποιητές που λατρεύουμε άλλωστε είναι, ως επί το πλείστον, νεκροί εδώ και χρόνια, και οι λίγοι που τολμούν και αναπνέουν ακόμη δαγκώνουν με πλαστικές μασέλες. 

Η «ποίηση γύρω στα είκοσι» γυρεύει να αφήσει έγγυο την ποίηση, αναγνωρίζοντας δηλαδή την - πάντοτε επείγουσα στο μυαλό του ποιητή - ανάγκη της γονιμοποίησης της. Είναι εφικτό να εντοπιστεί το ποιητικό γεγονός ενόσω αυτό κυοφορείται; Ο ποιητής γύρω στα είκοσι οπλίζει την τέχνη του με θάρρος, ώστε να μην τολμήσει εύκολα κανείς να αναρωτηθεί εκ νέου «τι θέλει να πει ο ποιητής;» Ο ποιητής στα είκοσι πυροβολεί την ειρωνία και αφοπλίζει τον χλευασμό· αφού δεν ξεχειλίζει από σοφία, οπλίζεται με Lάθως.

Αλήθεια όμως, τι να ‘ναι ο ποιητής δίχως τη γενιά του; Μπορούν να εντοπιστούν οι συγγραφικές αυτόνομες μονάδες πριν ακόμα συγκροτηθούν σε λογοτεχνική γενιά; Κάθε μεγάλος ποιητής και η ποιητική ουρά του, στα βάθη του πελάγους του Ελύτη ο ανθολόγος της Μεταπολίτευσης στρίμωξε πολύ κακογραμμένο ήλιο και ξέπνοη θάλασσα, ακόμα κι αν η ποίηση ήταν πέλαγος θαταν συχνά φουρτουνιασμένο. Κάθε φορά η ίδια ιστορία, τη στιγμή της ποιητικής αποκάλυψης τα κύματα ξεπερνούν τα δέκα μέτρα καταπίνοντας λογής λογής περαστικούς αναγνώστες. Η ποίηση στα είκοσι είναι ποίηση έξω από κάθε γενεαλογία, κανείς ποιητής δεν φορτώνεται στην πλάτη κανενός Ποιητή, ο ποιητής στα είκοσι δύναται να υπάρξει μονάχα ως εξαίρεση – και ξέρετε πόσο αντιπαθούν οι κανόνες και οι γενιές τις εξαιρέσεις!

Ποίηση γύρω στα είκοσι λοιπόν ως αντίδοτο στο δηλητήριο που ποτίζει μία από τις πέντε γηραιότερες κοινωνίες του πλανήτη και ως αντίβαρο στην αέναη αναπόληση στο παρελθόν εκ μέρους της μεσαίας τάξης που έπαθε ΠΑΣΟΚ· ποίηση στα είκοσι ως ένα απαραίτητο Lάθως μιας και το παρόν είναι δομικά ανίκανο να κρίνει τον εαυτό του



Με κόκκινο, παραθέματα από τον πρόλογο του ΙΝΟΣΤΡΑΝΣΕΒΙΑ.





23.4.19

Λα: Lάθως




Το diy είναι ιδεολογία που «δεν της σπάει να είσαι δεύτερος και να μην αναγνωρίζεις καμία υπεροχή» η οποία συνδέθηκε εξαρχής με το punk-rock μουσικό κίνημα και τους απανταχού αναβιωτές του. Οι Χάσμα αποτελούν μια τέτοια περίπτωση. Αν για τον the Boy το diy είναι η - μάλλον λανθάνουσα - ιδεολογία η οποία καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο μορφοποιείται σε μεγάλο βαθμό η καλλιτεχνική του παραγωγή, για τους Χάσμα το diy ήταν μια ιδέα με την οποία ζεις και πεθαίνεις. 

Οι αυτοοργανωμένες και αντιεμπορευματικές συναυλίες και ηχογραφήσεις των Χάσμα παρήγαγαν ένα αυστηρά προκαθορισμένο δημιουργικό μοντέλο. Εγγεγραμένοι στην παράδοση του πολιτικού ριζοσπαστισμού, και δη του Ελληνικού, το συγκρότημα ανήγαγε το diy σε μέτρο και κριτή της τέχνης τους, αλλά και γενικότερα. Όπως συμβαίνει ενίοτε όταν υπερασπίζεσθαι με σθένος το δίκαιο των σκοπών σου, η πίστη τους παρήγαγε και στρεβλώσεις, αναφερόμαστε στην αβασάνιστη και γενικευμένη αποδοκιμασία όσων ροκ συγκροτημάτων δεν ενδιαφέρθηκαν για το αντιεμπορευματικό μοντέλο το οποίο υπηρετούσαν με ευλάβεια οι Χάσμα.

Όπως και να ‘χει, τα επτά οργισμένα τραγούδια των Χάσμα που περιέχονταν στο ep που κυκλοφόρησαν το 2003, προϋπάντησαν το Δεκέμβρη του 2008, τη χρονιά που μαζεύτηκαν τα πρώτα σύννεφα πάνω από την Αθήνα δηλαδή, όταν μια πιστολιά στο σώμα ενός δεκαπεντάχρονου έμελλε να ανοίξει πληγές στα σώματα χιλιάδων άλλων, σ’ αυτούς ακριβώς στους οποίους απευθυνόταν η μουσική των Χάσμα.

Κάποια χρόνια αργότερα, έχοντας εισέλθει πλέον εντός του παραδείγματος ενός νέου κοινωνικού δαρβινισμού μέσω του εξοντωτικού κοινωνικού ανταγωνισμού που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, της ήπιας, ακόμη, επιστροφής της ευγονικής διαμέσου του transhumanism (μετανθρωπισμού), και του νεομαλθουσιανισμού που διαχέεται στην κοινωνία από liberal environmentalists έως και τους Γερμανούς ακροδεξιούς του AFD,  γίνεται εύλογο πως αν οι Χάσμα και ο the Boy δεν αναγνωρίζουν «καμία υπεροχή» εν γένει είναι ολότελα Lάθως.

Οι Χάσμα εγγράφονται στον πλανήτη Lάθως με έναν επιπλέον τρόπο. Η πίστη και η προσήλωση τους στην ουτοπική σκέψη, ως συμμέτοχοι-συνδιαμορφωτές του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού «χώρου», τους τοποθετεί στον πυρήνα της ύπαρξης του Lάθως. Το Lάθως των Χάσμα είναι ένα αρχετυπικό Lάθως. 

Ικανοί να φανταστούν, να ονειρευτούν ακριβέστερα καθότι στα όνειρα επιτρέπεται μεγαλύτερος βαθμός ελευθερίας, ένα μη-τόπο, τη χώρα της Ουτοπίας δηλαδή, τόπο που κατοικούν Θεοί, ημίθεοι, Θεάνθρωποι και, φυσικά! άνθρωποι, οι Χάσμα ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που ασφυκτιούν (η αίσθηση ασφυξίας είναι κυρίαρχη άλλωστε στο προαναφερθέν ep τους) εντός του στενού ηθικού-πνευματικού ορίζοντα που διαμορφώνει γύρω μας, αλλά πρωτίστως μέσα μας (biopower), η έσχατη έκδοση του καπιταλισμού, αν δεν επιθυμούμε να βρέξουμε τα πόδια μας στα απόνερα της νεωτερικότητας δηλαδή· 

καθώς φαίνεται, έχουμε λησμονήσει να αντιλαμβανόμαστε διά των αισθήσεων την ύπαρξη άλλων κόσμων ξέχωρα από εκείνον τον οποίο αποικούμε ψυχορραγώντας μιας και τελευταίως διακρινόμαστε στην καταστροφή του μέσω της παραγωγής τόνους σκουπιδιών παραβλέποντας το γεγονός πως ζωή δίχως τη Φύση να κυβερνά τις διαθέσεις μας, λιγάκι περισσότερη ώρα απ’ όσο διαρκεί ένα ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, είναι ζωή εντός μιας ασφυξιογόνας μάσκας, από τη θανάτωση του θεού κι έπειτα άλλωστε τίποτε τριγύρω μας δεν πρέπει να μας συνδέει μεταφυσικά με το θείο, ούτε η σοφία μιας υπέργηρης ελιάς, ούτε τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας τα οποία καταχωνιάζονται πλέον στο ράφι των συμπτώσεων, πόσο μάλλον η φωνή της συνείδησης που γεννάται μακριά από τον ασφυκτικό κλοιό του Εγώ παραβιάζοντας το hard border του ατομικού συμφέροντος, φωνές σαν κι αυτή ακούν πλέον αποκλειστικά άνθρωποι στιγματισμένοι με την τελευταία λέξη-διάγνωση της ψυχοπαθολογίας, κάπως έτσι λοιπόν η αποψίλωση του Αμαζονίου, του πνεύμονα του πλανήτη, περνάει σαν σίφουνας από το timeline μας κάτω από μια διαφήμιση για μπέργκερ σόγιας, αντί για σκάνδαλο ολκής μασκαρεύεται πίσω από οικονομικούς δείκτες και ρυθμούς ανάπτυξης με την έγκριση των Αγορών. 





15.4.19

Σολ: Lάθως





Mary & the Boy

Το demo των Mary & the Boy κυκλοφόρησε το 2006. Δύο χρόνια αργότερα, το demo ακολούθησε ένα κάπως αμήχανο album. Το ηχογραφημένο live demo τους παρότι, θεωρητικά τουλάχιστον, αποτελούσε ένα ανολοκλήρωτο μουσικό όραμα μιας και στη pop/rock το demo ενός γκρουπ αποτελεί μια πρόγευση του τι θα ακολουθήσει, ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο ενός album, αποτέλεσε εν τέλει το πιο αντιπροσωπευτικό συνολικά δείγμα των Mary & the Boy.

Το ομώνυμο demo του 2006 υποδεικνύει πως οι Mary & the Boy αδιαφόρησαν, αν μη τι άλλο, για το συλλογικό αίσθημα ευφορίας που επικρατούσε γύρω τους την εποχή πριν και μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Το παροξυσμικό κλίμα της μετά-Ολυμπιακής ευφορίας δεν αποτέλεσε επουδενί το έδαφος, ψυχικό ή υλικό, από το οποίο το ντουέτο θέλησε να αντλήσει έμπνευση. Η μουσική των Mary & the Boy, αν και κυκλοφόρησε το 2006, συνομιλούσε περισσότερο σαν αίσθηση, σαν (υποσυνείδητη) στόχευση, με το 2008 απ’ ό,τι με το 2004: 


Ολυμπιακοί Αγώνες vs Δεκέμβρης του ’08 σημειώσατε 2.


Ψυχικό αποτύπωμα της εποχής τους δεν υπήρξε πάνω τους διότι η μουσική τους ήταν κλειστοφοβική, σκοτεινή αλλά και παιχνιδιάρικη (αλά milkshake). Παιχνιδιάρικη μεν, γεμάτη άγχος ωστόσο, σωστός έφηβος ντυμένος με το δανεικό κουστουμάκι του πατέρα του σε κάποια οικογενειακή γιορτή στην οποία σύρθηκε πάλι με το ζόρι. 

Ούτε υλικό αποτύπωμα υπήρξε στο αισθητικό σύμπαν των Mary & the Boy καθώς το πρότζεκτ τους δομήθηκε συνειδητά από φθηνά υλικά όταν γύρω τους κυκλοφορούσαν με μεγάλη ταχύτητα πλείστα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα των 50 και των 100 ευρώ. 

Λίγα χρόνια προηγουμένως, οι Raining Pleasure, η καλύτερη alternative μπάντα της χώρας εκείνη την περίοδο δηλαδή, θα συμμετείχε στο Fame Story, αναμφισβήτητα το τηλεοπτικό γεγονός του 2003, ενσαρκώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την εποχή της αφθονίας στην οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να αντισταθείς.

Η απόφαση των Mary & the Boy για τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική αισθητική κατεύθυνση και απεύθυνση ήταν, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, μια Lάθως κίνηση. Εκείνη την εποχή άλλωστε, η κατηγόρια περί «μιζέριας» ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ελληνική κοινωνία. Απευθυνόταν, εν είδη πρόχειρης ετυμηγορίας ενός αόρατου λαϊκού δικαστήριου, σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν μετά εξαλλοσύνης, στα πρότυπα του πανηγυρισμού ενός εντυπωσιακού γκολ, τους όρους του νέου - και βραχύβιου όπως αποδείχθηκε - κοινωνικού συμβολαίου όπως ετούτο εισήχθη στη χώρα: «καταναλώνω άρα υπάρχω». Ήταν μάλιστα τέτοια η λαχτάρα για μάσα, έτσι ώστε οτιδήποτε παραγόταν, ξέχωρα από κατσαβίδια και χαρτί υγείας, ενέπιπτε στην κατηγορία των λεγόμενων «πολιτιστικών προϊόντων», όλα ανεξαιρέτως γνώριζαν, με μικρές διαβαθμίσεις ανάμεσα τους, την αποθέωση του κοινού. Τερματικός σταθμός της πορείας αποδείχτηκε η 21η Απριλίου του 2010, όπου ταυτόχρονα με την ενθουσιώδη αποδοχή του «πολιτιστικού προϊόντος» του video της Τζούλιας, υπογράφηκε η εισαγωγή της χώρας στο καθαρτήριο του νεοφιλελευθερισμού. Από εκείνο το σημείο και ύστερα, η κατανάλωση πολιτιστικών προϊόντων κόπηκε μαχαίρι, με την εξαίρεση της δωρεάν βρώσης των ψηφιακών αναπαραστάσεων των ζωών των συνανθρώπων μας. 

Οι Mary & the Boy δημιούργησαν ένα πειστικό αντι-παράδειγμα, Αρχικά βέβαια το demo τους είχε γίνει κατανοητό ως μια, ίσως ελαφρά κακόγουστη, φάρσα, ως ένα ιδιόρρυθμο πυροτέχνημα, ως ένα κουτί δώρου κενό περιεχομένου. Η ειρωνία και το τρολάρισμα ήταν η κατεξοχήν αρχική αντίδραση των εγχώριων μουσικόφιλων της εναλλακτικής σκηνής.

Το demo των Mary & the Boy ήταν ότι καλύτερο κυκλοφόρησε ποτέ το ντουέτο γιατί σ’ αυτό συνοψίζονταν ιδανικότερα και πειστικότερα η ουσία της αισθητικής πρότασης που κατέθεσαν. Η μουσική τους περιγράφηκε από τους ίδιους ως piano-punk, οπωσδήποτε ένας αδόκιμος όρος καθώς αντιπαραθέτει δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους: το punk είναι το είδος μουσικής που απαιτεί, αν απαιτεί, ελάχιστο χρόνο εκμάθησης, το πιάνο, αντιθέτως, είναι ένα όργανο στο οποίο αφιερώνεις τη ζωή σου.

Το piano-punk ισούται με diy στην ιδεολογία και hand made στην αισθητική. 

Όταν λοιπόν το ντούο προσπάθησε να καλλωπίσει ηχητικά τη μουσική τους, την απογύμνωσαν από τα πλεονέκτηματα της: το μεταφυσικό εκτόπισμα της φωνής της Mary το οποίο αποκαλυπτόταν με ασταθή ροή και τρομερές συναισθηματικές διακυμάνσεις, την αφοπλιστική punk αμεσότητα του the Boy και, προπαντώς, την χειροποίητη αίσθηση που ξεχυνόταν από παντού στο ντέμο τους, αίσθηση η οποία έκτοτε έγινε κυρίαρχη στον κόσμο του the Boy ως δημιουργού μουσικής, ταινιών, κειμένων.

Περισσότερο από αίσθηση, το diy στα χέρια του the Boy έγινε ιδεολογία. 

Diy θα πει να τολμάς να δημιουργείς ακόμα και αν συνειδητά παραβλέπεις την άγνοια σου περί των κανόνων της δημιουργίας, είτε τους έχεις διδαχθεί είτε όχι, να δημιουργείς έστω και χωρίς μέθοδο, αλλά να δημιουργείς, άλλοτε με πίστη στις ικανότητες σου, κι άλλοτε αδιαφορώντας πλήρως αν τις έχεις.

Νότες, ορθογραφία, ντεκουπάζ, το σύστημα παραπομπών του Χάρβαρντ, όλα γίνονται παρανάλωμα του πυρός της επιθυμίας, νεανικής ως επί το πλείστον. 

Περιττό να το πω, αν το Lάθως βαπτιζόταν ποτέ στην κολυμβήθρα της ιδεολογίας, ακόμα και παρά την έμφυτη αντίθεση του στην κατηγοριοποίηση, πόσο μάλλον την εργαλειοποίηση, θα ήταν diy



the Boy

Κάποτε σε μια συνέντευξη του ο the Boy είχε αναφέρει πως τον ενδιαφέρει πολύ η «τέχνη ως αρνητική εμπειρία». Αναφερόταν συγκεκριμένα στα είδη εκείνα του κινηματογράφου τα οποία θεωρούνται κατώτερης ποιότητας: το δίλημμα Rob ZombieAndrej Tarkofsky δεν τίθεται για εκείνον, πρόκειται για δύο σπουδαίους σκηνοθέτες. 

Η απόλαυση της «τέχνης ως αρνητική εμπειρία» δεν είναι απλά ένα σύνθημα για τον the Boy. Είναι προφανές πως η συγκεκριμένη πυξίδα αποτελεί τη βάση για κάποιες από τις ταινίες του ενώ διατρέχει ενίοτε τη μουσική του σαν μια υπενθύμιση εκ μέρους του δημιουργού προς το - ευρύτερο πλέον - κοινό του πως εδώ τίποτα δεν χαρίζεται. Ούτε πωλείται όμως. 

Πράγματι, το παζάρι που στήθηκε επί υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, και ίσως ακόμη νωρίτερα, δεν αφήνει τίποτα κυριολεκτικά απ’ έξω (εκτός από τον αέρα που αναπνέουμε μέχρι στιγμής), από ερωτικές περιπτύξεις με ψάρια σε κάποιο στούντιο στο Τόκυο μέχρι τον επίμονο ήχο ενός τζιτζικιού σε βίντεο διάρκειας εξήντα λεπτών και βάλε στο You Tube (και λέμε ήχο, αντί για προθανάτιο δοξαστικό τραγούδι, γιατί ετούτο δεν φυλακίζεται σε βίντεο, μονάχα βιώνεται υπό την εξουσία του αδίστακτου Θεού ήλιου του θέρους), κατά συνέπεια, αφού όλα πωλούνται με εξωφρενική ταχύτητα, πάντως μικρότερη από εκείνη με την οποία οι αγορές της Δευτέρας απορρίπτονται στα σκουπίδια κάποια συννεφιασμένη Παρασκευή, οι ιδιότροπες δημιουργίες του the Boy δεν θα έμεναν στο ράφι με τα απώλητα, ακόμα κι αν δεν πουλάς δίσκους μπορείς κάλλιστα να εξαργυρώσεις αλλού την υπεραξία που προσθέτει στην πλάτη κάθε δημιουργού, είτε το επιθυμεί είτε όχι, η φρενίτιδα της υπερκατανάλωσης πληροφορίας, ο the Boy από την πρώτη στιγμή φάνηκε να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το κομμάτι των πωλήσεων προσφέροντας συχνά τη δουλειά του άνευ οικονομικού ανταλλάγματος ζητώντας μονάχα την προσοχή του κοινού, ίσως και την υπομονή του· να απαιτείς εν τέλει την αφοσίωση των ακροατών σου σε πείσμα της πολυδιάσπασης της προσοχής, διαδικασία η οποία μάλλον δεν εμπίμπτει πλέον στην κατηγορία των ψυχικών εκδηλώσεων ενός contemporary υποκειμένου αλλά ενός υπό εκκόλαψην ανθρωπότυπου (καπετάνιος ο νέος άνθρωπος καθώς σαλπάρει στο ίντερνετ αλλά απ’ εκείνους που προσκρούουν συχνά σε υφαλοκρηπίδες τοποθετημένες με ακρίβεια νευροχειρούργου από τους διαφημιστές), μάλλον σε βγάζει Lάθως, με όρους ορθολογικής διαχείρισης του ατομικού σου συμφέροντος τουλάχιστον.

Ο the Boy είναι Lάθως γιατί δε δημιουργεί δύστροπα τραγούδια και απαιτητικές ταινίες (είτε πρόκειται για τον πειραματισμό στα όρια του Χιγκίτα, είτε για το πιο συμβατικό αλλά αρκετά δύστροπο και αποσπασματικό Νήμα) ώστε να καταχωρηθούν στην κατηγορία πολιτιστικών προϊόντων τα οποία αρέσκονται να καταναλώνουν οι millenials μπουχτισμένοι από την κανονικότητα του Hollywood και της Universal, και εσχάτως του Netflix, ο the Boy απευθύνεται - με τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο - σε όλους καθώς υπηρετεί πιστά το καλλιτεχνικό του όραμα χωρίς να αλληθωρίσει ούτε για μια στιγμή: 

«να μην σου την σπάει που είσαι δεύτερος και ευτελής, να αναγνωρίζεις ότι δεν υπάρχει πνευματική υπεροχή, και υπεροχή εν γένει».