31.3.08

Νίκος Γκάλης: μια διαφορετική προσέγγιση ενός μύθου





 Ο Νίκος Γκάλης είναι ο μεγαλύτερος αθλητής που έχει εμφανιστεί ποτέ στην Ελλάδα. Ποτέ άλλοτε ένας αθλητής δεν κατάφερε τόσο πολλά. Το μπάσκετ εκτινάχθηκε στα ύψη του πανελλήνιου ενδιαφέροντος επί 15 συναπτά έτη· ο Νίκος Γκάλης ήταν η αρχή και το (άδοξο) τέλος του. 

  Τα αξεπέραστα ρεκόρ πόντων και οι εξωπραγματικοί μέσοι όροι που είχε καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του[1] , είναι δεδομένο ότι σήμερα δεν είναι δυνατόν να ξεπερασθούν. Το μπάσκετ είναι εδώ και κάμποσο καιρό διαφορετικό: πιο επαγγελματικό, λιγότερο επιθετικό, πιο εχθρικό για έναν μεγάλο σκόρερ. Σαφέστατα, τα ποσοστά του Γκάλη θα ήταν μικρότερα σε τέτοιου είδους συνθήκες, αυτό που θα παρέμενε ίδιο όμως, θα ήταν η μεγάλη διαφορά που θα τον χώριζε από το δεύτερο.

 Ο Γκάλης αγωνίστηκε σε μια εποχή που ακόμα αναζητούσε ήρωες για να δοξάσει. Λατρεύτηκε σαν ήρωας αλλά δεν ήταν τέτοιος· ο χαρακτηρισμός ταιριάζει γάντι στον έτερο μεγάλο του ελληνικού μπάσκετ, τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Αρχηγός της ομάδας, αγωνιζόταν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και συχνά τον παρέσερνε το πάθος και η ένταση του αγώνα. Λατρεύτηκε σε μια εποχή όπου το κλάμα, ύστερα από μια ήττα, χτυπούσε ευαίσθητες χορδές του φιλοθεάμονος κοινού· σε μια εποχή όπου οι κινηματογραφικοί ήρωες του Κισλόφσκι, με τα πάθη τους, τις αδυναμίες τους, τις αρετές τους και την ανθρωπιά τους, εξέφραζαν ακόμη την πραγματικότητα. Οι εποχές αλλάζουν, οι όροι ύπαρξης επίσης, και σήμερα οι άνθρωποι που περιγράφει ο Κισλόφσκι στις ταινίες του, είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ο Γ. Καραγκούνης, που θυμίζει Γιαννάκη όσον αφορά την θεατρική εκφραστικότητα που συμπεριλαμβάνει στο παιχνίδι του, προκαλεί μονάχα το γέλιο ενώ η εκρηκτική ψυχοσύνθεση του Νέρι Καστίγιο στέκεται ανυπέρβλητο εμπόδιο για την εξέλιξη της καριέρας του.






 Ο Νίκος Γκάλης, λοιπόν, δεν ήταν ήρωας. Ο Βασίλης Γκούμας (παλαίμαχος καλαθοσφαιριστής) τον είχε αποκαλέσει κομπιούτερ· ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι (προπονητής της Ε.Σ.Σ.Δ. στον αλησμόνητο τελικό του 1987) τον είχε χαρακτηρίσει παίκτη του 21ου αιώνα, και είχε απόλυτο δίκιο. Ο Γκάλης ήταν μπροστά από την εποχή του, επαγγελματίας σε εποχές ερασιτεχνικής οργάνωσης, ένα κομπιούτερ ή μια μηχανή παραγωγής πόντων, ο Γκάλης παρέμενε πάντοτε συγκεντρωμένος στο στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την επιτυχία. Εγωϊστής και ανταγωνιστικός, δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ήττα ενώ ταυτόχρονα η επιτυχία δεν είχε ποτέ ταβάνι: «αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη, μέχρι την επόμενη», είχε δηλώσει κάποτε.[2]
 Ψυχρός σαν... αλλοτριωμένος αστός, ορθολογιστής σαν επιτυχημένος επιχειρηματίας (όπως και έγινε όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση), λάτρης της πειθαρχίας. Ο Νίκος Γκάλης προσηλωμένος απόλυτα στο στόχο του έφερε εις πέρας την αποστολή του. Το επικοινωνιακό κομμάτι της δουλειάς του, ποτέ δεν τον απασχόλησε ιδαίτερα. Ο Νίκος Γκάλης είχε ένα πράγμα μονάχα στο μυαλό του: να γίνει ο καλύτερος όλων. Τα κατάφερε, μιας και κατά γενική ομολογία, είναι ο μεγαλύτερος αθλητής στην ιστορία του Ελληνικού αθλητισμού.




[1] Έπαιξε σε 854 επίσημα παιχνίδια και σημείωσε 25.995 πόντους, 30.4 κατά μέσο όρο. Σε 384 αγώνες στη μεγάλη κατηγορία του μπάσκετ σημείωσε 12.849 πόντους (33.4 κατά μέσο όρο) και είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών.
[2] Στο ευρωμπάσκετ του 1987, μετά τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία και σε ερώτηση εάν αυτή η νίκη ήταν η μεγαλύτερη στιγμή του Ελληνικού μπάσκετ, απάντησε... «μέχρι την επόμενη».






22.3.08

Βία.




Η βία, ανέκαθεν, ήταν ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο. Ταμπού για την Αριστερά αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, είναι ένα διαχρονικό θέμα για αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Καντ, είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, ενώ κάθε ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής (από τον Φρόιντ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι) αντιμέτωπισε τη βία ως μια υπαρκτή πραγματικότητα. Εντούτοις, η διαφορά από τη θεωρητική ανάλυση του φαινομένου με τον αντίκτυπο που φέρει μια πράξη βίας στον ψυχισμό του ανθρώπου, είναι το σημείο το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού.

Ειδικότερα στο θέμα της βίας ως πράξη εξέγερσης και εναντίωσης, τα πράγματα είναι επίσης περίπλοκα. Η βία ως μέσο απορρύθμισης μιας δεδομένης κατάστασης πραγμάτων, σίγουρα έχει κάποια χρησιμότητα. Εν προκειμένω, στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος με την καταπίεση και την αδικία να λειτουργούν ως κύρια συστατικά της παντοδυναμίας του, μια πράξη βίας που επιφέρει αναταραχή και αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο, σαφέστατα έχει νόημα. Είναι ωστόσο η θεσμοποίηση της βίας που ελλοχεύει έναν κίνδυνο· να καταστεί αυτού του είδους η βία σε μια ιεροτελεστία άνευ ουσίας. Η «κοινωνία του θεάματος» παραμονεύει και με την πρώτη ευκαιρία την συσκευάζει σε τηλεοπτικό προϊόν άμεσης κατανάλωσης: οι τηλεθεατές την καταναλώνουν με βαριά ψυχή και κατόπιν τη χωνεύουν με μια είδηση που αναδεικνύει την εθνική ομοψυχία.

Η θεσμοποίηση της βίας μέσω των καθιερωμένων επεισοδίων σε πορείες και λοιπές εκδηλώσεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί μια απολύτως υγιή έκφραση δυσαρέσκειας· από την άλλη, το κύμα βίας που ξεσπά π.χ. σε μια αντιπολεμική πορεία, δεν είναι απαραίτητα στο σύνολο του «πακεταρισμένο» από πριν. Σε τέτοιου είδους ακραίες συνθήκες με την καταστολή των γκλομπς και των χημικών να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια την διαδηλωτών, πολλές φορές η έκλυση της βίας έχει τη μορφή μιας άμεσης, αυθόρμητης και λυτρωτικής αντίστασης.

Η μονολιθική σκέψη όμως που θέλει την αντίσταση να εκφράζεται μονάχα μέσω των μολότωφ, είναι παραπλανητική. Η απαίτηση να οπλιστεί το χέρι καθενός, είναι παράλογη και εκβιαστική. Η ευρύτητα της δράσης ενάντια στην απολυταρχικότητα και την πίεση για προσαρμογή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί· οι ρωγμές ενός διάτρητου καπιταλιστικού συστήματος είναι πολλές και η δυνατότητα να διαχέονται ριζοσπαστικές ιδέες και αντιλήψεις διαμέσου αυτών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Το γεγονός ότι αυτές καταλήγουν συνήθως στα σκουπίδια, ανάμεσα στους τόνους ανοησίας που μας περικλείει, είναι ένα άλλο θέμα.

Η άρνηση της υφιστάμενης πραγματικότητας παίρνει πολλές μορφές και μια θεωρητική σύμπραξη τους, μοιάζει αναγκαία. Από καλλιτέχνες που δρουν στο περιθώριο και πυροδοτούν αντιδράσεις με το έργο τους μέχρι αυτούς που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και από «αλλοπαρμένους» που προσβάλλουν τα μικροαστικά ήθη με τον τρόπο ζωής τους μέχρι αυτούς που ξημεροβραδιάζονται με τον Φουκώ και τον Μπάροουζ, ο δρόμος της υπέρβασης γνωρίζει πολλά μονοπάτια. Είναι αυτονόητο, ότι αν η άρνηση δεν μετουσιωθεί σε κάτι γόνιμο και δημιουργικό, αν δηλαδή το σπέρμα της αμφιβολίας δεν γονιμοποιηθεί σε στέρεα κριτική, δεν καταφέρνεις (σχεδόν) τίποτα· η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του όρου και της λειτουργίας του αντιεξουσιαστή, με σκοπό την αντικατάσταση του με αυτόν του ελευθεριακού (η φαντασία στην αντι-εξουσία, δηλαδή), μοιάζει επιτακτική.

Συμπερασματικά: Από το «νησί» του Ψυρρή κατά τις βραδινές ώρες, με τη φυσική βία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «ψυχαγωγίας» των επισκεπτών έως την ψυχολογική βία των δελτίων ειδήσεων, με το αόρατο χέρι της εξουσίας να προσγειώνεται άκομψα στο σβέρκο των φιλήσυχων τηλεθεατών βουλιάζοντας τους λίγο πιο βαθιά στον καναπέ, η βία είναι μονίμως παρούσα· η βία είναι... βίος και όποιος το αρνείται αυτό, εθελοτυφλεί.

13.3.08

Infotainment: ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι ή μήπως... κάρβουνο;



Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Η πληροφορία βρίσκεται παντού, διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνικής σφαίρας και το να ξεφύγεις από αυτή μοιάζει απίθανο. Η ογκώδης συσσώρευση τόνων πληροφορίας στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν μπορεί παρά να μπλοκάρει τις διαδικασίες της σκέψης. Μια σειρά παράγοντες συντελούν στην παντοδυναμία της πληροφορίας στην εποχή μας.


Η ματαιοδοξία του ανθρώπου, διαχρονική όσο και η επιθυμία του για εξουσία, τον μετατρέπουν σε ένα αδηφάγο τέρας: έτοιμος να καταβροχθίσει οτιδήποτε του προσφέρεται, και δίχως να συνειδητοποιεί το πλεόνασμα από junk food του χείριστου είδους που καταναλώνει, βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα χώνεψης. Η ανάγκη αυτοπροβολής και η δίψα του για υπεροχή διαμορφώνουν μια σκέψη δυσκοίλια και η γνώση, γυμνή από κάθε κριτική διάσταση καθίσταται άχρηστη και περιττή.

Η αδυναμία συγκρότησης μιας ενιαίας προσωπικότητας σε ένα μοντέλο ανθρώπου πολυσυλλεκτικό και πολυδιασπασμένο, ενισχύει την αβασάνιστη αποδοχή της υπερ-πληροφόρησης. Αναζητώντας παντού μικρά κομματάκια για να συνθέσει το άλυτο παζλ της διαμόρφωσης ενός συνεκτικού και όσο το δυνατόν αυτόνομου Εγώ, μετατρέπεται σε ένα τέλειο αγωγό στην ανεξέλεγκτη διάχυση πληροφορίας που συντελείται στο κοινωνικό πεδίο.
Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια να ξεδιπλώσει την πολυσύνθετη απεραντοσύνη του εσωτερικού κόσμου του, ο μοντέρνος άνθρωπος καταπιάνεται ευκαιριακά με πολλά και διάφορα με την ελπίδα ό,τι όλα αυτά θα τον οδηγήσουν σ’ αυτό που πραγματικά αποζητεί: να κατανοήσει ποιος είναι. Οι ανάγκες της αγοράς για έναν πολυπράγμονα άνθρωπο-καταναλωτή με εντυπωσιακό βιογραφικό, τον οδηγούν από σεμινάριο σε σεμινάριο· στα μονοπάτια της αντι-εξειδίκευσης η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει, ο άνθρωπος εξακολουθεί να νοιώθει μετέωρος.

Από την άλλη πλευρά, η ίδια η πληροφορία καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτή προσλαμβάνεται, έχει υποστεί μια μετάλλαξη. Ο όρος «infotainment» που έχει επικρατήσει μας δίνει το περίγραμμα για να αντιληφθούμε ορισμένα πράγματα. Η πληροφορία πλασάρεται σε όρους θεάματος και κατά συνέπεια καταναλώνεται με τρόπο ...θεαματικό. Ένα παράδειγμα: παρακολουθώντας ένα ντοκυμαντέρ για τον κόσμο των ζώων όπου θα έπρεπε να περιγράφονται οι συνήθειες τους με βάση τα ένστικτα τους -ελλείψει λογικής- η προσπάθεια που γίνεται να ενδιαφερθεί ο τηλεθεατής γίνεται με μέσα άστοχα και παράλογα. Προσδίδοντας μια συναισθηματική προσέγγιση (με την βοήθεια υποβλητικής μουσικής και ανόητων σχολιασμών) στον τρόπο με τον οποίο τα ζώα συμπεριφέρονται το ένα στο άλλο (νοιώθεις πως τα ζώα «διαχείριζονται» τα πράγματα με τρόπο... μελό), προσπαθώντας με άλλα λόγια να κάνουν πιο ελκυστικό το προϊόν τους στον αποχαυνωμένο τηλεθεατή, διαστρέφουν την αλήθεια. Η μάνα-λύκαινα θυμίζει μάνα τηλεοπτικής σαπουνόπερας και ο σουρεαλισμός κάνει την επανεμφάνιση του κατά τρόπο, τουλάχιστον διαστροφικό.

Η «κοινωνία του θεάματος» όμως, έχει διαταράξει τη σχέση της με την αλήθεια εδώ και καιρό. Η ουσία μιας είδησης συνήθως παραμένει μυστική από το δέκτη, μιας και αυτός γρήγορα περνά στην επόμενη. Η Αριστερά αναλώνεται σε μια καταμέτρηση των αδικιών ανά τον κόσμο, μα δεν τολμά να προχωρήσει σε ουσιαστικές αναζητήσεις των αιτιών· το δυναμικό κομμάτι μιας νεολαίας που αντιστέκεται, αδυνατεί να συλλάβει πολλές παραμέτρους των προβλημάτων που την απασχολούν. Η συσσώρευση όγκου πληροφορίας για τα δεινά που μας ταλανίζουν, δίχως την λύτρωση που επιφέρει η κοπιαστική αναζήτηση στα έγκατα του πυρήνα της αλήθειας (με άλλα λόγια η επίμονη μελέτη), καταντά αφόρητη. Η απολιτίκ γενιά συναντά την απαισιόδοξη (εν δυνάμει καταθλιπτική) και το αποτέλεσμα είναι μηδέν εις το πηλίκο. Η αλήθεια ανέκαθεν ήταν ένα ακανθώδες και περίπλοκο ζήτημα, μα η αδιαφορία γι’ αυτήν είναι που θέτει το πρόβλημα σε ένα άλλο επίπεδο το ύψος του οποίου, φαντάζει δυσθεώρητο...