Η βία, ανέκαθεν, ήταν ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο. Ταμπού για την Αριστερά αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, είναι ένα διαχρονικό θέμα για αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Καντ, είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, ενώ κάθε ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής (από τον Φρόιντ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι) αντιμέτωπισε τη βία ως μια υπαρκτή πραγματικότητα. Εντούτοις, η διαφορά από τη θεωρητική ανάλυση του φαινομένου με τον αντίκτυπο που φέρει μια πράξη βίας στον ψυχισμό του ανθρώπου, είναι το σημείο το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού.
Ειδικότερα στο θέμα της βίας ως πράξη εξέγερσης και εναντίωσης, τα πράγματα είναι επίσης περίπλοκα. Η βία ως μέσο απορρύθμισης μιας δεδομένης κατάστασης πραγμάτων, σίγουρα έχει κάποια χρησιμότητα. Εν προκειμένω, στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος με την καταπίεση και την αδικία να λειτουργούν ως κύρια συστατικά της παντοδυναμίας του, μια πράξη βίας που επιφέρει αναταραχή και αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο, σαφέστατα έχει νόημα. Είναι ωστόσο η θεσμοποίηση της βίας που ελλοχεύει έναν κίνδυνο· να καταστεί αυτού του είδους η βία σε μια ιεροτελεστία άνευ ουσίας. Η «κοινωνία του θεάματος» παραμονεύει και με την πρώτη ευκαιρία την συσκευάζει σε τηλεοπτικό προϊόν άμεσης κατανάλωσης: οι τηλεθεατές την καταναλώνουν με βαριά ψυχή και κατόπιν τη χωνεύουν με μια είδηση που αναδεικνύει την εθνική ομοψυχία.
Η θεσμοποίηση της βίας μέσω των καθιερωμένων επεισοδίων σε πορείες και λοιπές εκδηλώσεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί μια απολύτως υγιή έκφραση δυσαρέσκειας· από την άλλη, το κύμα βίας που ξεσπά π.χ. σε μια αντιπολεμική πορεία, δεν είναι απαραίτητα στο σύνολο του «πακεταρισμένο» από πριν. Σε τέτοιου είδους ακραίες συνθήκες με την καταστολή των γκλομπς και των χημικών να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια την διαδηλωτών, πολλές φορές η έκλυση της βίας έχει τη μορφή μιας άμεσης, αυθόρμητης και λυτρωτικής αντίστασης.
Η μονολιθική σκέψη όμως που θέλει την αντίσταση να εκφράζεται μονάχα μέσω των μολότωφ, είναι παραπλανητική. Η απαίτηση να οπλιστεί το χέρι καθενός, είναι παράλογη και εκβιαστική. Η ευρύτητα της δράσης ενάντια στην απολυταρχικότητα και την πίεση για προσαρμογή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί· οι ρωγμές ενός διάτρητου καπιταλιστικού συστήματος είναι πολλές και η δυνατότητα να διαχέονται ριζοσπαστικές ιδέες και αντιλήψεις διαμέσου αυτών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Το γεγονός ότι αυτές καταλήγουν συνήθως στα σκουπίδια, ανάμεσα στους τόνους ανοησίας που μας περικλείει, είναι ένα άλλο θέμα.
Η άρνηση της υφιστάμενης πραγματικότητας παίρνει πολλές μορφές και μια θεωρητική σύμπραξη τους, μοιάζει αναγκαία. Από καλλιτέχνες που δρουν στο περιθώριο και πυροδοτούν αντιδράσεις με το έργο τους μέχρι αυτούς που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και από «αλλοπαρμένους» που προσβάλλουν τα μικροαστικά ήθη με τον τρόπο ζωής τους μέχρι αυτούς που ξημεροβραδιάζονται με τον Φουκώ και τον Μπάροουζ, ο δρόμος της υπέρβασης γνωρίζει πολλά μονοπάτια. Είναι αυτονόητο, ότι αν η άρνηση δεν μετουσιωθεί σε κάτι γόνιμο και δημιουργικό, αν δηλαδή το σπέρμα της αμφιβολίας δεν γονιμοποιηθεί σε στέρεα κριτική, δεν καταφέρνεις (σχεδόν) τίποτα· η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του όρου και της λειτουργίας του αντιεξουσιαστή, με σκοπό την αντικατάσταση του με αυτόν του ελευθεριακού (η φαντασία στην αντι-εξουσία, δηλαδή), μοιάζει επιτακτική.
Συμπερασματικά: Από το «νησί» του Ψυρρή κατά τις βραδινές ώρες, με τη φυσική βία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «ψυχαγωγίας» των επισκεπτών έως την ψυχολογική βία των δελτίων ειδήσεων, με το αόρατο χέρι της εξουσίας να προσγειώνεται άκομψα στο σβέρκο των φιλήσυχων τηλεθεατών βουλιάζοντας τους λίγο πιο βαθιά στον καναπέ, η βία είναι μονίμως παρούσα· η βία είναι... βίος και όποιος το αρνείται αυτό, εθελοτυφλεί.
No comments:
Post a Comment