27.2.23

It's a cruel, cruel summer. Μια σεζόν στην Ακρόπολη.

 

 

Φωτόσπαθο

 

Η οδοντόπαστα από τον εφιάλτη του Σεφέρη έγινε στις μέρες μας φωτόσπαθο, όπως μεταφράστηκε, με παιγνιώδη και ευφάνταστο τρόπο είναι η αλήθεια, η λεντοταινία, το LED φως, δηλαδή που φώτιζε για λίγες μέρες την βόρεια κλιτύ του βράχου κατά τη διάρκεια της συντήρησης του ανελκυστήρα του αρχαιολογικού χώρου, το τελευταίο στην σειρά, μέχρι το επόμενο, αρνητικό σχόλιο για το ασανσέρ, δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση. 

Όλα ξεκίνησαν, θα έλεγε κανείς, όταν εκείνοι οι φιλοπερίεργοι περιηγητές ξεκίνησαν να επισκέπτονται την εγγύς Ανατολή στα τέλη του 18ου αιώνα...

 

 

***

«Εξαρχής το ελληνικό κράτος δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε μια σειρά εκσυγχρονισμούς και με άξονα τις ξένες αρχαιολογικές σχολές. Είναι σαφές ότι αυτές οι αποστολές έχουν κι έναν πολιτικό ρόλο, εκτός από τον πολιτισμικό, συνδέονται με τις πολιτικές των κρατών, αυτές οι πολιτικές, απ’ την πλευρά των ξένων σχολών, σχετίζονται με τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής, εν μέρει και εθνικής τους ταυτότητας. Για την πλευρά του ελληνικού κράτους, πάλι, οι πολιτισμικές στρατηγικές του αναπτύσσονται προς την κατεύθυνση ιδιοποίησης του κλασικού πολιτισμού, στοχεύουν δηλαδή στην ενίσχυση και στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.

Συνεπώς, θεωρούμε ότι οι πολιτικές στρατηγικές προέρχονται και απ’ τις δύο πλευρές: και από τις «ξένες δυνάμεις» και από το ελληνικό κράτος, το οποίο επίσης στοχεύει στη διαμόρφωση μιας νεωτερικής εθνικής ταυτότητας, με όρους εθνικούς, συγχρόνως όμως και οικουμενικούς.

Δεν υπάρχει δηλαδή εδώ η λογική ότι κάποιος είναι το θύμα και κάποιος είναι ο θύτης.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές, ανάλογα με τη χρονική περίοδο στην οποία εστιάζουμε, παίρνουν και διαφορετική μορφή. Αρχικά, είναι κάπως ασυστηματοποίητο αυτό το ενδιαφέρον και έχει τη λογική μιας πρώτης χαρτογράφησης –αναφέρομαι στα μέσα του 18ου αιώνα– μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου, εκεί θα ενέτασσα και τους περιηγητές.

Η ίδρυση του ελληνικού κράτους διαμορφώνει τους όρους ώστε αυτό το ενδιαφέρον να αποκτήσει έδρα – και τη θέλουν αυτήν την έδρα, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα της αυτοψίας, που είναι μία εξαιρετικά σημαντική συνθήκη.

Ο Φουκώ ορίζει τις «ετεροτοπίες» ως τόπους έξω από όλους τους τόπους, η Λεοντή προτείνει να δούμε την κλασική Ελλάδα ως ετεροτοπία: ως μια περιοχή που βρίσκεται μακριά από τα ισχυρά δυτικά κράτη, αλλά στη συλλογική φαντασία των δυτικών κοινωνιών είναι η γενέτειρά τους, μια περιφέρεια γνωστή στη Δύση ως «Ελλάς». Όμως το «Ελλάς» μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί είναι η κλασική αρχαιότητα.

Είναι ο τόπος ο ξένος και λίγο εξωτικός, ο οποίος, όμως, μπορεί να λειτουργήσει ή λειτουργεί, στο συλλογικό δυτικό φαντασιακό ως η μήτρα τους, η γενέτειρά τους. Οπότε, έχουν όχι μόνο έχουν το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να γυρίσουν, να αναζητήσουν και να συγκροτήσουν την ταυτότητά τους με βάση αυτήν τη γενέτειρα».[1]

26.2.23

It's a cruel, cruel summer. Μια σεζόν στην Ακρόπολη.

 

Toothpaste

 

“Is this where Wonder Woman sat?”

ρώτησε δίχως να γείρει το κεφάλι του προς τη μεριά μου, είχε καβατζάρει την λιγοστή σκιά δίπλα από το φυλάκιο, χαμογελούσε ευφρόσυνα, κοιτούσε προς την βορειοδυτική πλευρά του Παρθενώνα, αναζητούσε το ακριβές σημείο στο οποίο αναπαύτηκε για λίγο η «Γυναίκα Θαύμα» στο «Justice League, the Throne of Atlantis», ο easygoing εικοσιοκτάχρονος Φιλιππινέζος εργαζόταν σε κρουαζιερόπλοιο που είχε δέσει Πειραιά, είχε το ελεύθερο για λίγες ώρες να επισκεφθεί την πόλη,

yes, this is the place,” απαντώ έτσι ώστε το χαμόγελο στο πρόσωπο του να μεγαλώσει, ατένιζε έκθαμβος, «κάποιος έπρεπε να δει τον ουρανό ανάμεσα από τις κολόνες», όπως το έθεσε κάποτε ο Γιώργος Σεφέρης.

 

 

***

Θαύματα γίνονται, και δεν γίνονται· παλιά ιστορία η αγωνία των Ελλήνων για τα αρχαία:

 

«Τρίτη, 13 Αυγούστου, 1963. Τούτες τις μέρες με ενόχλησε κάπως η φωταγωγημένη Ακρόπολη, αυτή η προστυχιά να κάνεις μίζερα τούτα τα μάρμαρα, ή να τα αναγκάζεις να κάνουνε στριπτίζ, και να πορνεύονται. Aπομεσήμερο νωρίς, βρέθηκα στην Ακρόπολη, αίσθημα πως στο ανά μεταξύ είχε προχωρήσει πολύ ο πολιτισμός, εμπρός στην δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, ένα ταραγμένο πλήθος, ρώτησα κάποιον που χειρονομούσε πλάι μου,

‘ρε τι ζωντόβολο είσαι εσύ, από που μας κουβαλήθηκες, δεν ξέρεις τίποτε; να, ο πλειστηριασμός, άνοιξε τα στραβά σου, αν κερδίσει εκείνη η Αμερικανική οδοντόπαστα σώθηκε ο προϋπολογισμός μας για δεκαετίες’.

Κοίταξα με προσοχή στην κατεύθυνση που μου ‘δειξε, ανάμεσα στις δύο κεντρικές κολώνες ξεχώρισα ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με πράσινη τσόχα και καθισμένος πίσω του ένας ξυρισμένος κύριος με γυαλιά, φορούσε μαύρο κοστούμι και κρατούσε ένα φιλντισένιο σφυρί, είχε το ύφος χειρούργου, ρώτησα αποβλακωμένος,

‘ποιος πλειστηριασμός;’

‘που ζεις μωρέ; Εδώ χαλάει ο κόσμος, τζένια η κυβέρνηση μας, θα της παραχωρήσει αυτές τις πέτρες, τι μας χρειάζονται εμάς;’

εκείνη την στιγμή, ο μαυροντυμένος κύριος χτύπησε το σφυρί, ‘κατεκυρώθη!’ φώναξε κάποιος, ‘κατεκυρώθη, κατεκυρώθη,’ αντιλάλησε η βοή του πλήθους,

’κέρδισαν οι Αμερικάνοι’ είπε έξαλλος ο γείτονας μου σαν άνθρωπος που παρακολουθεί ποδόσφαιρο, η ταραχή φούσκωνε μέσα μου,

‘και τι θα κάνουν;’ κατόρθωσα να ρωτήσω,

‘είναι δαιμόνιοι’ αποκρίθηκε, ‘θα πελεκήσουν τούτες τις κολώνες σε σχήμα σωληναρίου της οδοντόπαστας’,

τότε, είδα τον Παρθενώνα γυμνόν ανατριχιαστικά, χωρίς αέτωμα, χωρίς γείσο, με τις κολώνες του πελεκημένες, γυαλιστερές, παρασταίνοντας υπέρογκα σωληνάρια, ο βραχνάς με τίναξε από το κρεβάτι καθώς ούρλιαζα, ώρα 05:00 πρωί...[1]

 

...δέκα χρόνια αργότερα από τον εφιάλτη του Γιώργου Σεφέρη, το 1973, ο κύριος Miller, πρώην Stephen, νυν Στέφανος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, θα κατέφθανε στην Ελλάδα ώστε να χαρίσει μια νέα ζωή στην αρχαία Νεμέα - «το μουσείο, η αναστήλωση, είναι από ιδιώτες χρηματοδότες που μου δίνανε λεφτά μέσω του Berkley, στην Αμερική, αν κάνεις δωρεές μέσω πανεπιστημίων έχεις έκπτωση στη φορολογία»,[2]

άνθρωπος της εποχής του, o Σεφέρης, την ευφορία που ενέπνεε το μεταπολεμικό θαύμα της ανοικοδόμησης της Ευρώπης κατά τη διάρκεια της ημέρας ακολουθούσαν νύχτες με εφιάλτες-μνήμες του τρόμου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, (ανα)γνώριζε πως το 1963 «είχε προχωρήσει πολύ ο πολιτισμός», τουλάχιστον στα μάτια ενός 63χρονου Έλληνα Ευρωπαίου διανοούμενου,

τη δεκαετία του ‘60, το Ησιόδειο άροτρο και ο Ομηρικός αργαλειός[3] θα έβγαιναν εκτός λειτουργίας στην Ελληνική επαρχία έπειτα από χιλιετίες ώστε να τοποθετηθούν σε αίθουσες μουσείων, ο άνθρωπος θα πατούσε στο φεγγάρι, the Americanization of Europe, ο Μάης του ’68, η ζωή άλλαζε δίχως να κοιτάει την μελαγχολία του Σεφέρη,

όπως και σήμερα, προχωράει ο πολιτισμός, the Fourth Industrial Revolution (4IR), Artificial intelligence (AI), Metaverse, ο κόσμος αλλάζει δίχως να ενδιαφέρεται για το δικό μας άγχος, γίνεται περισσότερο γυναικοκεντρικός:

-        «ένας από τους μεγαλύτερους κλυδωνισμούς στον 20ο αιώνα ήταν η απελευθέρωση των γυναικών, επωφελήθηκε τα μέγιστα από την αποσύνδεση της αναπαραγωγής από τη σεξουαλικότητα, κατέστη δυνατή χάρη στη βιοϊατρική παρέμβαση σε αυτούς τους τομείς, που άλλοτε αποτελούσαν αποκλειστικότητα της ιδιωτικής ζωής και που ο έλεγχος τους καθοριζόταν από τα ήθη και το δίκαιο, η ολοκλήρωση της αποσύνδεσης της αναπαραγωγής από τη σεξουαλικότητα, με τη μέθοδο της εξωγένεσης, θα έχει μείζονες ανθρωπολογικές συνέπειες, από τι θα είναι φτιαγμένα τα γένη θηλυκό και αρσενικό, και οι σχέσεις τους, μέσα έναν τέτοιο κόσμο στον οποίο θα έχει εξαφανισθει η ασσυμετρία των φύλων στην αναπαραγωγή; Όπως δείχνουν ανάγλυφα οι εθνολογικές έρευνες, η ποικιλομορφία των κοινωνικών και οικογενειακών δομών που επινοήθηκαν από τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι ήδη πολύ μεγάλη, ωστόσο, το ακλόνητο της φυλετικής αναπαραγωγής και η μητρική ασυμμετρία αποτέλεσαν τον ουσιαστικό δεσμευτικό καταναγκασμό γύρω από τον οποίο έχουν συγκροτηθεί οι δομικές ποικιλομορφίες. Στο εγγύς μέλλον θα έχει ίσως εξαφανιστεί αυτό το ακλόνητο».[4]