19.9.22

Smog of Fate

 


 

Τα λάθη πληρώνονται, η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ εμπορικό κινηματογράφο εξαγωγικών αξιώσεων, το όνειρο μιας συνοικίας αποδείχτηκε θερινής νυκτός, εξήντα ένα χρόνια αργότερα, ας ελπίσουμε πως δεν θα βολευτούμε με το sequel της «προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και τη δημιουργία ταινιών που καθώς θα ήταν γυρισμένες στην Ελλάδα θα λειτουργούσαν ως διαφήμιση για αυτή»[1],

ίσως και όχι, κρίνοντας από το Monday, μια ελληνοαμερικανική παραγωγή που γυρίστηκε «με αμερικάνικους όρους ως προς τον επαγγελματισμό και με ελληνικούς ως προς τη φιλική συνθήκη που επικρατούσε στο γύρισμα και την αγάπη για το πρότζεκτ» σύμφωνα με τον Μάκη Παπαδημητρόπουλο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ταινία αποτελεί υπόδειγμα πετυχημένης κινηματογραφικής συμπαραγωγής,

το love letter της Υπουργού Πολιτισμού στον αγαπημένο της καλό παλιό ελληνικό κινηματογράφο («Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Τζένη Τζένη», «Μια τρελή Σαραντάρα», «Δεσποινίς ετών 39», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο») πάντως δεν αφήνει πολύ μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας:

«Το χαρακτηριστικό –και κομμάτι ύποπτο- σε αυτήν τη νοσταλγία για τους μεγάλους κωμικούς (Λογοθετίδη, Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Χατζηχρήστο, Βασιλειάδου) είναι ότι όλοι οι νεότεροι τους αντιμετωπίζουν με ένα συγκαταβατικό δέος, επιτυχημένους ως τύπους, αλλά δεν μιλούν για «κινηματογράφο» ουσίας. Επιβάλλεται να πούμε ότι μια κοινωνία μπορεί να περνάει δοκιμασίες αλλά η καλλιτεχνική μετουσίωση τους είναι άλλο ζήτημα. Έστω κι αν ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε, οι μεγάλοι κωμικοί, οι ομορφάντρες και οι λαϊκοί τύποι ήταν φιγούρες της επιθεώρησης μάλλον, παρά μιας τέχνης που είχε συλλάβει το μεταπολεμικό πρόβλημα της ντόπιας κοινωνίας. Κατά συνέπεια ήταν εύλογο να καταλήξουμε σε διαστρεβλώσεις και εκχυδαϊσμούς.

 Ο Σακελλάριος θυμίζει ότι κάποτε που ήρθαν εδώ κάτι Ισπανοί εις αναζήτηση ταινιών, πήραν το Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, το ντουμπλάρισαν στη γλώσσα τους και αποκόμισαν τεράστια κέρδη. Έστω. Αλλά κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν υποστήριξε ποτέ ότι το Ξύλο ήταν ταινία, και μάλιστα προς εξαγωγή»[2]

 

υποθέτουμε, λοιπόν, πως το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου διαφεύγει της προσοχής των συμβούλων της υπουργού πόσο μάλλον η δουλειά του εξαγώγιμου εξωστρεφή Βασίλη Κεκάτου, θα μπορούσαν κιόλας να του κλέψουν την ατάκα πως «το Ευρωπαϊκό σινεμά μας έκανε να σκεφτόμαστε αλλά το Αμερικάνικο μας έκανε να ονειρεύομαστε» ώστε να την χρησιμοποιεί η υπουργός στις συνεντεύξεις της.

 

 

***

Η Λίνα Μενδώνη δεν είναι «τσιμενδώνη»· προΐσταται του υπουργείου σε μια εποχή όπου το project της σύμπραξης κράτους, ιδρυμάτων πολιτισμού, και ιδιωτών χορηγών απαιτεί χειρουργική ακρίβεια με χρήση laser αλλά και τύχη, αναγκαία και αναγκαστική συνέργεια λόγω της οστεοπόρωσης του Δημοσίου,

-        «η άποψη του Άγγελου Δεληβοριά για τα Μουσεία ήταν ότι πρέπει να κρίνονται με κριτήρια αποκλειστικά ποιοτικά, υποστήριζε την αποδέσμευση των κρατικών μουσειακών οργανισμών από την υποταγή τους στα «ιδεώδη του δημοσιοϋπαλληλικού status quo» και την απαλλαγή τους από τα δεινά της νεοελληνικής γραφειοκρατίας»[3]·

διόλου αναπάντεχος λοιπόν ο ξεσηκωμός απέναντι στο Κορρές project στην Ακρόπολη (Μανώλης Κορρές + Onassis Foundation), το επίδικο της αντιπαράθεσης, ανεξαρτήτως της ποσότητας του σκυροδέματος που χύθηκε εκ νέου -έπειτα από τη δεκαετία του 1960- στον βράχο δεν σχετίζεται σε απόλυτο, ούτε καν κύριο, βαθμό με την τεχνική/κατασκευαστική, ή ακόμα και την αισθητική πλευρά του ζητήματος, αφορά την ιστορία, την θέαση της, το νόημα της,

ο Κορρές προκρίνει μια ματιά ανάλογη, και σε συνέχεια, της αναβίωσης του πνεύματος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου εκ μέρους των εθνών της Δύσης - τον κληρονόμησαν, μεταλαμπαδεύουν και μεθερμηνεύουν έως και σήμερα το νόημα του,

σε αντίθεση με το τρέχον modus operandi διανοούμενων ιστορικών αρχαιολόγων με νεωτερική αντίληψη της πρόσληψης και χρήσης της ιστορικής γνώσης· αξίζει βέβαια να αναρωτηθεί κανείς:

 

που πάει ο Παρθενώνας όταν δεν τον κοιτάμε πια;

στον 5ο αιώνα προ Χριστού, εκεί πάει,

 

τότε ακόμη κοσμούσαν τον ναό γλυπτά, απεικόνιζαν μάχες Γιγάντων Αμαζόνων και Κενταύρων, σκηνές από τον Τρωϊκό Πόλεμο, επίσης μια θρησκευτική γιορτή-πομπή, κυρίως struggle δηλαδή,

και ποιος δεν θα ‘θελε να δει what’s left of them γλυπτά στην θέση τους, στον λόφο της Ακρόπολης that is, δίχως τούτο να σημαίνει πως δικαιώνεται η Μελίνα cringy Μερκούρη που το 1983 ανήγαγε σε εθνική εκστρατεία την «επιστροφή των μαρμάρων» - ας μην γίνει το όπιο της πολιτιστικής διαχείρισης της χώρας, κι άλλωστε,

όπου μάρμαρα, ή εδώλια,

και Hellenism·

 

 

Βιβλικά μιλώντας,

«η λογοτεχνία και η ιστοριογραφία, γράφει η Ραχέλ Ελιόρ, χαρτογραφούν τις γλωσσολογικές, ιστορικές και πολιτισμικές διαστρωματώσεις με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ότι δύνανται οι σωροί από πέτρες, των οποίων το μήνυμα είναι μάλλον δυσανάγνωστο, η Ναόμι Σέμερ, σπουδαιότερη ίσως στιχουργός και ποιήτρια του Ισραήλ, δήλωσε ευθαρσώς: ‘ας υποθέσουμε ότι τα γεγονότα της Βίβλου δεν συνέβησαν ποτέ, ότι είναι όλα ένας θρύλος, εγώ νομίζω ότι αυτός ο θρύλος είναι πιο ζωντανός από όλες τις πέτρες μαζί’».[4]

 



[2] Κέντρο Δηλητηριάσεων, Κωστής Παπαγιώργης.

[4] Οι Εβραίοι και οι Λέξεις, Άμος Οζ - Φάνια Οζ-Ζάλτζμπεργκερ.

 

 

 

11.9.22

Smog of Fate

 

Ο έρωτας μου στην προεφηβεία για την Λίζα ήταν σφαίρα που σφηνώθηκε στο σώμα (αφαιρέθηκε εφέτος) στην διάσημη κωμική σκηνή με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ως Φίλιππο (awkward before it was socially tolerated) να παραδίδει μαθήματα αγγλικών στα κορίτσια του μπαρ ‘Blue Black’ στην Τρούμπα για χάρη των ναυτών του 6ου Αμερικάνικου Στόλου, αποτελεί, η Λίζα, το μοναδικό προσωπικό ενθύμιο από τη Φίνος Φιλμ που φλόμωνε, μαζί με Camel ή και Marlboro, τα σαλόνια των μικροαστών της χώρας την δεκαετία του ’90, Παρασκευές και Σαββατόβραδο δε, αφόρητη κατάσταση, αντίδοτο στην ασφυξία petite bourgeoisie τύπου που κατέκλειε τα διαμερίσματα του κλειστού άστεως ήταν οι ξένες, δηλαδή οι Αμερικάνικες, ταινίες και σειρές στο Star, μαζί με διαφημίσεις διάρκειας δώδεκα λεπτών ανά τακτά χρονικά διαστήματα:

«Ήταν μικροαστικό εφεύρημα με ανυπολόγιστη αποδοτικότητα το γεγονός ότι ο ντόπιος κινηματογράφος ανακάλυψε τη λαϊκή κινηματογραφική φάρσα και αποφάσισε να την διαδώσει προς τέρψη των στερημένων. Επινοήθηκαν η κωμωδία παρεξηγήσεων, το δωρεάν γέλιο, το χάπι της λαϊκής ευτυχίας, που έπιασε αμέσως τόπο. Η ντόπια κοινωνία βρήκε καταφύγιο στις λαϊκές φάρσες, διότι ήταν αδύνατον να της δοθεί στην οθόνη η ακριβοπληρωμένη αλήθεια της.  Η χαρακτηρολογία υποκατέστησε περίτεχνα το ανθρώπινο δράμα ενώ στον Ιταλικό νεορεαλισμό, για παράδειγμα, απέφυγαν την εντατικοποίηση της κωμωδίας, απλώς και μόνο επειδή μπορούσαν να διατηρήσουν μια κάποια επαφή με τη ζέουσα πραγματικότητα. Τι συνέβη λοιπόν και οι Ιταλοί πέρασαν από τον Κλέφτη ποδηλάτων και το Διαζύγιο αλά ιταλικά στο και στη Γλυκιά ζωή του Φελίνι; Ήταν ζήτημα χρημάτων; Πρόβλημα ιδιοπροσωπίας; Ή μήπως τα πνευματικά εφόδια των ντόπιων δημιουργών, το οικείο ήθος, δεν επέτρεπαν πνευματικές μεταμορφώσεις αυτού του ποιού;»[1]

Στο σημείωμα του, εν είδη επιφυλλίδας σε εφημερίδα, ο Κωστής Παπαγιώργης δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στα ενδότερα της κινηματογραφικής μας κακοδαιμονίας, θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί ως εξής:

Συνοικία το όνειρο (A Neighborhood Named the Dream)· έζησε, εν τέλει, τον εφιάλτη της made in Greece.

 

Πράγματι, η λογοκρισία που υπέστη η ταινία, το 1961, έτος των βουλευτικών εκλογών που έμειναν γνωστές ως «εκλογές βίας και νοθείας» (Σχέδιο Περικλής), στέκει ως σήμερα ως ένα μεγάλο “what if” στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου.

«Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 επικρατούσε αισιοδοξία ότι ο κινηματογράφος μπορούσε να γίνει μοχλός ανάπτυξης για την Ελλάδα, η προσδοκία ήταν ότι πλέον θα μπορούσαν να παραχθούν ταινίες εμπορικά επικερδείς που καλλιτεχνικά θα μπορούσαν να σταθούν ισότιμα διεθνώς»,

ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη θέλησαν να φτιάξουν μια ταινία που θα «τάραζε τα βαλτόνερα και τους λασπότοπους», οι επεμβάσεις στο σενάριο («απάλειψη των αναφορών στις προσπάθειες των κατοίκων να συνδικαλιστούν αφήνοντας έτσι το στοιχείο της μπαγαποντιάς να γίνει κυρίαρχο στην ταινία»), το κυνηγητό εις βάρος τους, η βίαιη διακοπή της πρεμιέρας της ταινίας, βούλιαξαν εν τέλει τους ίδιους στην οικονομική καταστροφή και την ψυχική φθορά. Η Συνοικία το όνειρο κατατάχτηκε τέταρτη ανάμεσα σε 68 ελληνικές ταινίες εκείνη τη χρονιά – κοινό δηλαδή υπήρχε.

Καθόλου παραδόξως, καταλήξαμε στο 1966:

-        «Το φεστιβάλ όρισε μια ηχηρή κριτική επιτροπή αποτελούμενη μεταξύ άλλων από το Μάνο Χατζιδάκι, την Έλλη Λαμπέτη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Κι όμως, αυτή η κριτική επιτροπή κατέληξε σε μια από τις πιο ντροπιαστικές αποφάσεις στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Μιλάμε για το φεστιβάλ στο οποίο έκαναν πρεμιέρα η Εκδρομή, το Με τη Λάμψη στα Μάτια, το Μέχρι το Πλοίο, ο Θάνατος του Αλέξανδρου και βέβαια το Πρόσωπο με Πρόσωπο. Με τέτοιες φοβερές ταινίες και τέτοια εκλεκτή επιτροπή, λοιπόν, το βραβείο καλύτερης ταινίας του φεστιβάλ πήγε στους Ξεχασμένους Ήρωες, μια παραγωγή του Τζέιμς Πάρις, γνωστού Ελληνοαμερικάνου παραγωγού που τα επόμενα χρόνια επρόκειτο να παίξει ρόλο στυλοβάτη της χουντικής κινηματογραφικής αισθητικής.

Ο θρύλος λέει πως η Λαμπέτη δήλωσε έπειτα πως βραβεύτηκε η “χειρότερη ταινία του φεστιβάλ”, αποκαλύπτοντας έτσι έμμεσα τις πολιτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην επιτροπή.»[2]

 

 

 

Πηγή:

«Συνοικία το Όνειρο: Η μικροϊστορία μιας λογοκρισίας», Ελένη Κούκη.

https://filmiconjournal.com/journal/article/page/113/2020/7/9