11.9.22

Smog of Fate

 

Ο έρωτας μου στην προεφηβεία για την Λίζα ήταν σφαίρα που σφηνώθηκε στο σώμα (αφαιρέθηκε εφέτος) στην διάσημη κωμική σκηνή με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ως Φίλιππο (awkward before it was socially tolerated) να παραδίδει μαθήματα αγγλικών στα κορίτσια του μπαρ ‘Blue Black’ στην Τρούμπα για χάρη των ναυτών του 6ου Αμερικάνικου Στόλου, αποτελεί, η Λίζα, το μοναδικό προσωπικό ενθύμιο από τη Φίνος Φιλμ που φλόμωνε, μαζί με Camel ή και Marlboro, τα σαλόνια των μικροαστών της χώρας την δεκαετία του ’90, Παρασκευές και Σαββατόβραδο δε, αφόρητη κατάσταση, αντίδοτο στην ασφυξία petite bourgeoisie τύπου που κατέκλειε τα διαμερίσματα του κλειστού άστεως ήταν οι ξένες, δηλαδή οι Αμερικάνικες, ταινίες και σειρές στο Star, μαζί με διαφημίσεις διάρκειας δώδεκα λεπτών ανά τακτά χρονικά διαστήματα:

«Ήταν μικροαστικό εφεύρημα με ανυπολόγιστη αποδοτικότητα το γεγονός ότι ο ντόπιος κινηματογράφος ανακάλυψε τη λαϊκή κινηματογραφική φάρσα και αποφάσισε να την διαδώσει προς τέρψη των στερημένων. Επινοήθηκαν η κωμωδία παρεξηγήσεων, το δωρεάν γέλιο, το χάπι της λαϊκής ευτυχίας, που έπιασε αμέσως τόπο. Η ντόπια κοινωνία βρήκε καταφύγιο στις λαϊκές φάρσες, διότι ήταν αδύνατον να της δοθεί στην οθόνη η ακριβοπληρωμένη αλήθεια της.  Η χαρακτηρολογία υποκατέστησε περίτεχνα το ανθρώπινο δράμα ενώ στον Ιταλικό νεορεαλισμό, για παράδειγμα, απέφυγαν την εντατικοποίηση της κωμωδίας, απλώς και μόνο επειδή μπορούσαν να διατηρήσουν μια κάποια επαφή με τη ζέουσα πραγματικότητα. Τι συνέβη λοιπόν και οι Ιταλοί πέρασαν από τον Κλέφτη ποδηλάτων και το Διαζύγιο αλά ιταλικά στο και στη Γλυκιά ζωή του Φελίνι; Ήταν ζήτημα χρημάτων; Πρόβλημα ιδιοπροσωπίας; Ή μήπως τα πνευματικά εφόδια των ντόπιων δημιουργών, το οικείο ήθος, δεν επέτρεπαν πνευματικές μεταμορφώσεις αυτού του ποιού;»[1]

Στο σημείωμα του, εν είδη επιφυλλίδας σε εφημερίδα, ο Κωστής Παπαγιώργης δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στα ενδότερα της κινηματογραφικής μας κακοδαιμονίας, θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί ως εξής:

Συνοικία το όνειρο (A Neighborhood Named the Dream)· έζησε, εν τέλει, τον εφιάλτη της made in Greece.

 

Πράγματι, η λογοκρισία που υπέστη η ταινία, το 1961, έτος των βουλευτικών εκλογών που έμειναν γνωστές ως «εκλογές βίας και νοθείας» (Σχέδιο Περικλής), στέκει ως σήμερα ως ένα μεγάλο “what if” στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου.

«Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 επικρατούσε αισιοδοξία ότι ο κινηματογράφος μπορούσε να γίνει μοχλός ανάπτυξης για την Ελλάδα, η προσδοκία ήταν ότι πλέον θα μπορούσαν να παραχθούν ταινίες εμπορικά επικερδείς που καλλιτεχνικά θα μπορούσαν να σταθούν ισότιμα διεθνώς»,

ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη θέλησαν να φτιάξουν μια ταινία που θα «τάραζε τα βαλτόνερα και τους λασπότοπους», οι επεμβάσεις στο σενάριο («απάλειψη των αναφορών στις προσπάθειες των κατοίκων να συνδικαλιστούν αφήνοντας έτσι το στοιχείο της μπαγαποντιάς να γίνει κυρίαρχο στην ταινία»), το κυνηγητό εις βάρος τους, η βίαιη διακοπή της πρεμιέρας της ταινίας, βούλιαξαν εν τέλει τους ίδιους στην οικονομική καταστροφή και την ψυχική φθορά. Η Συνοικία το όνειρο κατατάχτηκε τέταρτη ανάμεσα σε 68 ελληνικές ταινίες εκείνη τη χρονιά – κοινό δηλαδή υπήρχε.

Καθόλου παραδόξως, καταλήξαμε στο 1966:

-        «Το φεστιβάλ όρισε μια ηχηρή κριτική επιτροπή αποτελούμενη μεταξύ άλλων από το Μάνο Χατζιδάκι, την Έλλη Λαμπέτη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Κι όμως, αυτή η κριτική επιτροπή κατέληξε σε μια από τις πιο ντροπιαστικές αποφάσεις στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Μιλάμε για το φεστιβάλ στο οποίο έκαναν πρεμιέρα η Εκδρομή, το Με τη Λάμψη στα Μάτια, το Μέχρι το Πλοίο, ο Θάνατος του Αλέξανδρου και βέβαια το Πρόσωπο με Πρόσωπο. Με τέτοιες φοβερές ταινίες και τέτοια εκλεκτή επιτροπή, λοιπόν, το βραβείο καλύτερης ταινίας του φεστιβάλ πήγε στους Ξεχασμένους Ήρωες, μια παραγωγή του Τζέιμς Πάρις, γνωστού Ελληνοαμερικάνου παραγωγού που τα επόμενα χρόνια επρόκειτο να παίξει ρόλο στυλοβάτη της χουντικής κινηματογραφικής αισθητικής.

Ο θρύλος λέει πως η Λαμπέτη δήλωσε έπειτα πως βραβεύτηκε η “χειρότερη ταινία του φεστιβάλ”, αποκαλύπτοντας έτσι έμμεσα τις πολιτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην επιτροπή.»[2]

 

 

 

Πηγή:

«Συνοικία το Όνειρο: Η μικροϊστορία μιας λογοκρισίας», Ελένη Κούκη.

https://filmiconjournal.com/journal/article/page/113/2020/7/9

 

 

 

 

 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment