31.10.11

a preacher



And he said…

‘Well… I liked it man… seriously… it was good… But you know what? Eh… I mean… you just preached! (Hope not to me!) And to tell you the truth, I don’t know if my consciousness is comfortable with it; to listen to a preacher, to take him into consideration. I have no God as there is no God; I am a God as you are a God too’. God is dead and there is no meaning on preaching anymore’.

And Miltos said…

‘Have you ever attended a TED meeting? If I am supposed to consider myself a priest, an apostle, or a devil, then I can only assume that they preach from the position of God Himself. They are the preaching Gods, little Jesuses embodied. Up there at a wooden platform, as high as human ambition can reach, they stand alone and preach to the world, the part of the world that feels entitled to put us all out of trouble by using innovative and unprecedented ways. And how unfortunate this is for us! But it makes sense, I admit, I won’t try to stop it. But tell me please… did you hear, or feel, an innovative outcry always in search for some new territories?

TED is authority and TED is the answer to all, right?’

And Miltos ended… 

‘I learned from the best my friend’.



18.10.11

ένα τραγούδι ίσως να ‘ναι αρκετό II


Lui Liu



                                              [άτακτες σημειώσεις σε καιρούς άτακτης υποχώρησης]

Ο άγγελος της καταστροφής, το λυρικό υποκείμενο, το λυρικό υποκείμενο μέσα στον άγγελο της καταστροφής, δεν καταφθάνει στον κόσμο μέσα σε ένα ντελίριο υπαρξιακό όπου ένα δαιμονικό του χαμόγελο και μόνο ζωγραφίζει την καταστροφή, ακόμα κι αν αυτή είναι η λεγόμενη δημιουργική καταστροφή όπως την ονομάζουν κάποιοι μιλώντας μεταφορικά. Αντιθέτως.

Προς μεγάλη έκπληξη του κυνικού γουρουνιού καταφθάνει φορτωμένος με ένα σωρό βιβλία, τόνους γνώσης η οποία μεταλαμπαδεύτηκε στο λυρικό υποκείμενο έπειτα από την συστηματική και λελογισμένη ‘αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων,’ η λέξη λελογισμένη έχει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτό το σημείο, αποδιοργάνωση η οποία συνέβη σταδιακά έπειτα από την γέννηση του Απόλλωνα στον εσώτερο κόσμο του αγγέλου. Για να είμαστε πιο ακριβείς, μάλλον ισχύει το αντίστροφο∙ είναι ο  Απόλλωνας που γέννησε τον άγγελο.

Ω κυνικέ! Ω γουρουνάκι μου! Πόσο δύσκολο σου είναι να αποδεχτείς τούτη την αλήθεια! Σου δίνω την απάντηση λοιπόν: είναι τόσο δύσκολο όσο επίπονη είναι η στιγμή όπου ο άγγελος της καταστροφής καλείται να αντιμετωπίσει χωρίς περιφρόνηση μια σκέψη που βρίσκεται στην σκιά του Απόλλωνα και λούζεται από έναν προκάτ ήλιο που καίει αλύπητα τη μοντέρνα σκέψη που πλαγιάζει στο ίδιο κρεβάτι, δίχως μια αγκαλιά, με την εθιστική ιδέα του παίγνιου της άρνησης. 

Η άρνηση είναι μακρινός ξάδερφος της μόδας. Αν η μόδα πρεσβεύει το εφήμερο ντεμέκ πάθος τότε η άρνηση για την οποία μιλάμε αποτελεί το εφήμερο πάθος μιας άκριτης αποδοχής των πάντων όλων - ‘anything goes!’ Η άρνηση σήμερα σηματοδοτεί την κατάφαση στο υλικό - και μόνο - σύμπαν της ύπαρξης μιας και στο ψυχικό, στο μη ορατό, σύμπαν κανείς φοβάται να ορμήσει μ’ ένα τέτοιο ψεύτικο πάθος καθώς θα προσκρούσει σε τοίχο εξαρχής, θα φάει τα μούτρα του. Η άρνηση λοιπόν είναι η παράδοση άνευ όρων στο δηλητήριο που ποτίζει το σώμα σου μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως νόημα, με συγκεκριμένη ιδεολογία όμως, ομοειδής του δηλητήριου. Η άρνηση αυτή γίνεται δηλητήριο όταν προσλαμβάνεται ως νέκταρ ορθολογισμού. Είναι η παρανόηση που ευθύνεται για την παραγωγή του δηλητήριου, όχι ο ορθολογισμός ο ίδιος. Όπως παρανόησαν και οι δεσποτάδες κάποτε, φρουροί μιας επίγειας κόλασης που δημιουργήθηκε έπειτα από μια σειρά από θανατερές παρεξηγήσεις.

Συναφής θεματολογικά με τη ψευδής κατάφαση που προαναφέρθηκε είναι η θολή ματιά της ανθρωπότητας μέσα από την φούσκα της υστερόβουλης υστερίας περί ανεκτικότητας του άγνωστου Άλλου, του ευνουχισμένου Άλλου. Ανεκτικότητα δεν υπήρξε ποτέ∙ ήταν η αδιαφορία. Ή αλλιώς, όταν το έμψυχο υποκείμενο έχασε τη μάχη από το υλικό αντικείμενο που πήρε μια άνετη νίκη καθότι ο όρος συνδυαλλαγής μαζί του ήταν το ευρώ εν αντιθέσει με τον αντίπαλο του η διάσωση του οποίου προϋπόθετε βάσανο σκέψης, και βάσανο γενικά.

Άρνηση ζωής - αγκάλιασμα θανάτου. Ένας θάνατος δίχως αίματα και άλλα τέτοια αντιαισθητικά.  Ένας θάνατος νωχελικός, δήθεν ράθυμος. Ο θάνατος ως  διακαής πόθος με την καχυποψία να βρίσκεται πλήρως αποκομμένη από τον μοναδικό σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε με βάσανο ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Η καχυποψία ορίζεται σαν ένα πρώτο φυλάκιο του εαυτού απέναντι στην βαρβαρότητα του αιωνίως ξένου  Άλλου, ένα φυλάκιο το οποίο όμως εγκαταλείπεται γρήγορα γρήγορα από τον όποιο φρουρό περνά την ώρα του ακονίζοντας τα δόντια του μέσα στην ερημιά και στέκεται ως ένα άδειο σύμβολο ενθύμησης μιας τραυματικής αρχής που μάλλον θα έπρεπε να καταλήγει πάντοτε στον εξής θρίαμβο: στο κατόρθωμα της πλήρης αποδοχής του Ξένου που φθάνει στο ανώτατο - Θεϊκό -σημείο της όταν το υποκείμενο αγαπήσει όχι την αγάπη του Άλλου, αυτή καλά θα κάνει να την ξεχνά όσο πιο συχνά γίνεται, αλλά τον ίδιο τον Άλλο, όταν δηλαδή θα στείλει την καχυποψία στα κάτεργα που συναντάς εντός μιας ψυχής γυμνής από συναισθήματα μεγαλείου και απόγνωσης και ενδεδυμένης τον ρόλο του κυνικού γουρουνιού. Ή, όπως το λέει ο Παπαγιώργης, ‘το εγώ είναι ένα απλό φυλάκιο της συνείδησης που δεν μπορεί να συγκριθεί με τα βάθη του ψυχισμού’.

Η απόσταση που επιδιώκει να κατακτήσει το γουρούνι, απόσταση την οποία διατηρεί μονάχα ένας Θεός, είναι μια άδεια ιδέα, είναι η ένδεια της ιδέας, ευαγγελίζεται το θάνατο του Θεού, λαχταρά την ανύψωση του Εγώ στο σημείο που ταξιδεύει μετά θάνατον εκείνη η άλυτη εξίσωση που παραμένει εσσαεί άλυτη και φυλακισμένη στο σώμα ενόσω βρίσκεσαι εν ζωή και την οποία κάποιοι αναιδώς ονόμασαν ψυχή, το γουρούνι επιθυμεί δηλαδή να νεκραναστήσει το ήδη πεθαμένο Εγώ που εξαυλώνεται όταν η καρδιά σταματήσει αν χτυπά ώστε να το στείλει κάπου που αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ του να υπάρξει, αιώνια αλυσοδεμένο άλλωστε με το θνητό σώμα και μονίμως σε ανοιχτή ακρόαση με τη φθορά. Η απόσταση αυτή δεν υπάρχει! Ο άνθρωπος γεννιέται μέσα σε μια λίμνη αίματος μέσα από την οποία αναβλύζει η ενσυναίσθηση.

Ερμηνεία ζωής (μέσα στη θεατρικότητα που διατρέχει την εκδήλωση κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς) για ένα καχύποπτο γουρούνι, το να παριστάνει δηλαδή το κυνικό γουρούνι, μα όσο να ‘ναι δεν παύει να είναι ο ρόλος που μιμείται έναν ψευδεπίγραφο χριστιανικό Θεό- προβολή ανάπηρων μυαλών, έναν Θεό που επιτρέπει σφαγές και εγκλήματα πάνω στη γη της εξουσίας του, έναν Θεό αποτυχημένο. Ρόλος εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κολοσσιαίο ψέμα που δηλώνει άγνοια και ημιμάθεια, ηλιθιότητα και προχειρότητα, κατηγόρια γελοία και τραγική συνάμα. Ο δήμιος της θρησκείας, όταν αυτή προσλαμβάνεται με τους πιο πεζούς όρους, γίνεται ο δήμιος του - κατά τ’ άλλα πολύτιμου όπως το πιστεύει - εαυτού του. Σπέρνοντας καχυποψία θερίζεις μια ζωή άδεια από Θεό. Η ζωή η ίδια (βάσανο υπαρξιακό, σαν αγωνία δίχως τέλος με εκλάμψεις Θεϊκής ομορφιάς και πλήρωσης), είναι τιμωρός, και όχι ο Θεός. Το σύστημα σε αποβάλλει από μέσα, η φθορά πάντοτε ξεκινά από μια βαθιά στο σώμα αψηλάφητη περιοχή που οργώθηκε από διαφημιστές και βιβλιοθηκονόμους που παριστάνουν τους διανοούμενους, μα όταν έφθασε η εποχή της συγκομιδής δεν βρέθηκε τίποτε άλλο από μια αδρανής μάζα ενέργειας ανίκανη να αντιδράσει σε ένα ερέθισμα που δέχεται το μάτι ή προσλαμβάνει η ακοή. Εικόνα αδειανή, φωνή που δεν φθάνει.

Το νόημα του Θεού αναζητάται, πολλές φορές με επιτυχία, στην υπέρβαση των ορίων και πιο πελώριο όριο από τα ηλεκτροφόρα κάγκελα σε μίνιμαλ σχεδιασμό και λευκού φυσικά χρώματος, κάγκελα που τοποθετεί το κυνικό γουρούνι συμπληρωματικά ενός ψηλού φράχτη στα σύνορα με το Ξένο, φράκτης επιδοτούμενος από τη Δύση με δανεικά κι αγύριστα μιας και εξαρχής ήταν κλεμμένα από τους Ινδούς αγρότες, δε θα ‘βρεις πουθενά αλλού. Στα σίγουρα η εκπλήρωση της επιθυμίας συναντά ένα όριο, ίσα που σκουντάει τον Θεό και γκρεμοτσακίζεται σύντομα στα συντρίμμια ενός χαμένου έρωτα ή μιας ανολοκλήρωτης (πάντα ανολοκλήρωτης!) συγγραφικής προσπάθειας προορισμένης να γίνει το μάγκνουμ όπους των απανταχού ιδεολόγων. Μα αυτό το όριο είναι κατανοητό και, λίγο πολύ, αποδεκτό από την ανθρωπότητα καθώς στο πέρασμα του χρόνου άλλωστε γίνεται κάτι παραπάνω από μια απτή εμπειρική αλήθεια που βρίσκεται τριγύρω στο περιβάλλον∙ γίνεται χαρακιά στο μέτωπο σαν να άφησε το αποτύπωμα του, θύμηση της θνητότητας σου, ένας παιχνιδιάρης διάβολος.

Το λυρικό υποκείμενο είναι η κατάργηση όλων των ορίων, έστω και για λίγο. Και μοιάζει να είναι αυτός ακριβώς ο λόγος της προαιώνιας έχθρας που νοιώθει ένα γουρουνάκι κυνικό για το λυρικό υποκείμενο. Βλέπετε, ένα γουρούνι σκοντάφτει και πέφτει στο στεγνό έδαφος, όλο κοτρώνες, εκεί που μόλις αρχίζουν να αχνοφαίνονται τα πρώτα σύνορα στον ορίζοντα, αυτά που τοποθετεί έντεχνα η εκάστοτε κοινωνία, ή κράτος, ή βασιλιάς, ή τραπεζίτης, ή - φυσικά! - Θεός. Και τρώει τα μούτρα του. Όσον αφορά τον άγγελο, εκείνος τρώει τα σωθικά του καθημερινά έχοντας όμως την πολυτέλεια να τα δει να αναγεννώνται το ίδιο βράδυ. Ο άγγελος ζει χιλιάδες ζωές καταστρέφοντας τις όλες, και πάλι από την αρχή. Ο άγγελος δοκιμάζει τα όρια του αλλά μάλλον πως δεν πεθαίνει ποτέ. 

Είναι το τραγούδι



16.10.11

ο υδραυλικός


alfred kubin - man


Ήρθε ο υδραυλικός που λες και εκεί που δούλευε πεταμένος στο πάτωμα και με τη μούρη χωμένη πίσω απο το καζανάκι, ξαφνικά, ο βήχας του άρχισε να μου παίρνει τα αυτιά. ‘Ένα νεράκι’, προσφέρθηκα, ‘όχι, η γαμημένη σιλικόνη είναι’. ‘Γκου γκουχ’ ξανά μανά, ‘μου περίσσεψε μια ιατρική μάσκα από τις πορείες, μήπως τη θέλετε;’

‘Όχι παιδί μου, ευχαριστώ, με πνίγουν!’ 

‘Μήπως όμως την χρειάζεστε;’ 

‘Ξέρεις τι έχω αναπνεύσει από το πρωί;’ 

‘Γι’ αυτό λέω’.

‘Με πνίγει όταν τη φοράω. Δε ξέρω... έχω και κλειστοφοβία, ίσως αυτό να φταίει που δεν μπορώ να τη φορέσω...’


...Ήταν κάποτε ο άντρας δηλαδή ο οποίος από την πολύ αντρίλα, από κουτή περηφάνια, από καπρίτσιο, από μαγκιά, από άποψη, από έτσι γιουβέτσι, δεν την έβαζε τη μάσκα. Έχω ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν, έχω δει και την σκιά του να τριγυρνά πιθηκίζοντας, κάπου στον Κορυδαλλό. Κάπνιζε και έπινε πολύ. Δεν καταλάβαινε ότι έτσι ίσως και να ζούσε λιγότερο. Ίσως και να μην τον ένοιαζε, ίσως και να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Είναι σήμερα ένας άντρας ο οποίος δεν τη βάζει τη μάσκα και τα ρίχνει στην κλειστοφοβία. Ίσως και να μην ήθελε πραγματικά να τη βάλει, μιμούμενος τον μακρινό του πρόγονο, μα είναι το αόρατο πύον της νεύρωσης που μάλλον εξηγεί  το παράλογο της απόφασης. Εφευρίσκει πόνους και φοβίες, τεμαχίζει τον εαυτό του σε μικρά κομματάκια, τεμαχίζει και τις φοβίες∙ η ίδια αυτή η λέξη στον ενικό συγκροτεί το όλον της ύπαρξης του. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι ίσως και να ζήσει λιγότερο. Σίγουρα τον νοιάζει και μάλλον δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.



11.10.11

Σαββατόβραδο




Δηλαδή, αναρωτιέμαι, βγήκε κανείς ποτέ του στα Εξάρχεια να μεθύσει, μέθυσε, και δεν έβαλε να ακούσει το επόμενο απόγευμα προς βράδυ αυτό το τραγούδι; Κι αν ναι, αν συνέβη το αποτρόπαιο, δικαιούται άραγες να ομιλεί;
Δικαιούται, φυσικά! Μάλλον πως δεν έψαχνε για μια κάποια καρδιά πάντως. Λέξη παρεξηγημένη ύστερα από τη μονοπωλιακή της χρήση από ανίδεους εθελοντές της συνομοταξίας ‘πεθαίνοντας σαν συναίσθημα’, μάζωξη ανθρώπων η οποία γνωρίζει μονάχα από συναισθήματα έρημα όπου η απουσία του ξάγρυπνου φύλακα του έλλογου μισού που σχηματίζει τον ανθρώπινο νου ματώνει λίγο λίγο την ύπαρξη, συναισθήματα άτακτα παρατεταγμένα σε μια μπάρα σε ένα αφτεράδικο, έτοιμα προς εκμετάλλευση από αδίστακτους κόλακες της νύχτας, η καρδιά του Σαββατόβραδου πάντως μοιάζει να βρίσκεται εκεί ακριβώς που δεν βρίσκεσαι εσύ. Το Σάββατο το βράδυ στα Εξάρχεια αναζητούσαμε κάτι το οποίο εξ ορισμού δε δύναται να βρεθεί. Πάντοτε μας διαφεύγει, βρίσκεται μονίμως αλλού, είναι αυτό που αναζητούν όλοι οι ταξιδευτές της νύχτας μα δεν το βρίσκουν - καθόλου παραδόξως - ποτέ. Κι αν νομίζουν καμιά φορά πως το βρήκαν, σε ένα πάρτυ ένδοξο και ξελογιαστικό, οργιαστικό και ξαναμμένο, με τσάμπα ποτά και κορίτσια με κόκκινο κραγιόν, τότε ακριβώς προσγειωνόμαστε σε εκείνο το επόμενο απόγευμα, το απόγευμα του χανγκόβερ, όπου στο πικάπ θα παίξει η καρδιά του Σαββάτου της νύχτας, ώστε να μελαγχολήσουμε για μια ακόμη φορά που πιστέψαμε, σαν μικρά παιδιά μανιασμένα για ένα παγωτό κάποιο μεσημέρι του Αυγούστου, σαν καυλωμένα έφηβα λιγούρια που στέκονται έξω από μια πόρτα που λούζεται κόκκινο φως, πως το πάρτυ εκείνο ήταν η καρδιά του Σαββατόβραδου. Και ξέρετε τι θα ακολουθήσει ύστερα. Τα φαντάσματα θα βγουν παγανιά κι όποια καρδιά πάρει ο χάρος μιας και το φάντασμα της νύχτας δε θα ‘ναι άλλο από εκείνο το κόκκινο κραγιόν που παρέμεινε ανέπαφο στα δυο της χείλη κι ας ήπιες πάνω από τέσσερα ποτά εκείνο το βράδυ. Κι ας έφθασες κοντά ακόμα και να της μιλήσεις.  Ήταν Σάββατο, νομίζω.