13.6.11

μπισκότο





Είναι αναμφίβολα μια κινηματογραφική σκηνή που θα διδάσκεται σε κινηματογραφικές σχολές. Στον αιώνα τον άπαντα. 



Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου βρίσκεται το άλτερ έγκο του σκηνοθέτη, ο δημιουργός. Ένας δημιουργός σαστισμένος, σε περισυλλογή, μοιάζει να θέλει να πάει κάπου παραπέρα και να μην μπορεί, και μάλλον δεν ευθύνεται το χιόνι γι’ αυτό.

Ο οδηγός, είναι εμείς, το κοινό. Χωρίς το κοινό δε γίνεται τίποτα, δημιουργός δεν υπάρχει, ούτε έργο. Ο οδηγός οδηγεί τον δημιουργό στο σημείο όπου κανείς αντιπαρατίθεται με την ίδια τη ζωή∙ με ότι μας υπερβαίνει. Το χιόνι είναι απροσπέλαστο εμπόδιο και ο οδηγός το γνωρίζει πολύ καλά. Ο δημιουργός στέκει σιωπηλός στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, παρατηρεί, ακούει, μαθαίνει, δέχεται το κέρασμα - επίθεση φιλίας του ταξιτζή, μια κίνηση η οποία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί την αρχή της δημιουργίας. Είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης του κοινού.

Η επίθεση φιλίας του οδηγού μοιάζει να θέτει το δημιουργό προ των ευθυνών του. Ο δημιουργός που θα πιει από το ίδιο μπουκάλι με τον οδηγό μοιάζει να τα ‘χει λίγο χαμένα, γι’ αυτό άλλωστε και προσπαθεί να τον πικάρει ρωτώντας τον αν φοβάται. Ακινητοποιημένοι στο βουνό κι ακολουθώντας τον οδηγό στα χιονισμένα δύσβατα μέρη τα οποία μόνο αυτός γνωρίζει από πρώτο χέρι, ο δημιουργός δεν μπορεί παρά να έρχεται αντιμέτωπος μς την ίδια την πρόκληση της δημιουργίας. Πρώτα όμως οφείλεις να σιωπήσεις. Εκείνος που σε οδήγησε ως εκεί έχει να πει κάποια πράγματα.

Ο Θανάσης Βέγγος λοιπόν είναι η φωνή του λαού. Έρχεται από το παρελθόν, σχεδόν μεμψιμοιρεί μιλώντας για το τέλος της Ελλάδας σε ένα λόγο λυρικό, συναισθηματικό, αληθή όσο το επιτρέπει η εγκεφαλικότητα του καθενός μας. Από τη στιγμή όμως που το αυτοκίνητο έχει σταματήσει, ηττημένο από το βουνό, ο Βέγγος έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι ακριβώς θέλει. Τη στιγμή εκείνη το συλλογικό θυμικό του λαού παίρνει τον πρώτο λόγο. Ο δημιουργός άλλωστε βρίσκεται σχεδόν εκτός πλάνου. 

Γιατί όμως ειδικά ο Βέγγος στον ρόλο του οδηγού; Εδώ ίσως μας βοηθήσει ο Ευγένιος Αρανίτσης:
...Θα λέγαμε λοιπόν ότι, επιχειρώντας να πηδήξει έξω απ' το πλάνο (εν προκειμένω στη χαράδρα), ο Βέγγος κριτικάρει καθεαυτό το σινεμά ως τοποτηρητή και μάρτυρα της αδυσώπητης εντολής επίσπευσης που επιβάλλεται διεθνώς σε όλα τα νεωτερικά μέτωπα υπό την αιγίδα της τεχνολογικής προόδου (το αυτοκίνητο). Σημειωτέον ότι ο Βέγγος, αρχικά, είναι ο κατ' εξοχήν πρωταγωνιστής που εδώ, στην ελληνική κινηματογραφική περίπτωση, επωμίζεται την ευθύνη της επιτάχυνσης των συμβάντων (αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα ας το κάνει γρήγορα) εφόσον η κάμερα εξακολουθεί να είναι προσηλωμένη στην παράδοση του θεάτρου (η θεατρικότητα στο σινεμά του Αγγελόπουλου). [...] Μόνον που αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας -σαν παλιός ανατολίτης, για να το πούμε λαϊκά- αντιστέκεται επιπλέον, από κεκτημένη ταχύτητα (ή αδράνεια), σε κάτι εντελώς διαφορετικής τάξεως απ' τα λογικά εμπόδια που θέτει η πλοκή της ταινίας, αντιστέκεται στην ίδια την κινηματογραφική ψευδαίσθηση. [...] Με μια φράση, ο Βέγγος δεν κριτικάρει την πραγματικότητα διά του σινεμά αλλά το ίδιο το σινεμά ως πραγματικότητα, το σινεμά ως στρατόπεδο συγκέντρωσης εκείνων που τρέχουν, και απ' αυτή την άποψη είναι, υπογείως, ένας κωμικός του μέλλοντος.

Αν ο Αγγελόπουλος συμφωνεί με τον Αρανίτση είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Πιθανότατα όμως είχε εντοπίσει στον Βέγγο την ποιότητα εκείνη η οποία ήταν δυνατόν να ταιριάξει με το Αγγελοπουλικό πρότυπο της διάρρηξης της κινηματογραφικής φόρμας προς όφελος της ενεργοποίησης της σκέψης του θεατή. Ο Βέγγος κουβαλούσε από  μόνος του άλλωστε, έξω και πριν από την ταινία, εκείνη την ποιότητα που σου επιτρέπει να σπάσεις τον αιώνια άλυτο κινηματογραφικό κώδικα της ηδονοβλεψίας που σέρνει με κόπο μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα ο θεατής. 

Την ιδια ώρα ο δημιουργός εντός (Χάρβει Καιτέλ) και εκτός (Θόδωρος Αγγελόπουλος) οθόνης στέκουν θεατές, μη γνωρίζοντας που πέφτουν τα σύνορα, μην έχοντας ιδέα πότε ακριβώς οφείλεις να ακούσεις το χιόνι.
Η σκηνή κλείνει μεγαλειωδώς με ένα καταπληκτικό αστείο. Μέσα στη παγερή σοβαρότητα της τρίλεπτης αυτής σκηνής, ο Βέγγος μεταμορφώνεται στο Βέγγο που οι πιο πολλοί αγαπήσανε: 
...Ταυτόχρονα, είναι ένας γνήσιος κωμικός του παρελθόντος, κι αυτό συνιστά μιαν ακόμη εκδοχή της αντινομίας που περιγράφω. Είναι αρκετά παλιός ώστε να συγκρούεται, ενστικτωδώς, με το δέος της ανατέλλουσας κυριαρχίας των αλλοτριωτικών προτύπων και των ρήξεων ανάμεσα στην κοινωνική ανηθικότητα και στα πρόσωπα, τα οποία κατ' ουσίαν κηδεύει και πενθεί με το αχαλίνωτο συναισθηματικό ρεπερτόριο των μορφασμών του, μ' εκείνες τις σπαραχτικές γκριμάτσες απελπισίας, αγανάκτησης, παραπόνου ή απαντοχής, γκριμάτσες που σημαδεύουν κατ' ευθείαν την καρδιά ενός δράματος το οποίο φωλιάζει κρυμμένο σε βάθος που αποκλείει τη γλωσσική του διατύπωση. Ο Βέγγος ζωγραφίζει την αντινομία στον καμβά του προσώπου του, προσώπου ανεπανάληπτου, εξαιρετικά όμορφου αν και άσχημου, εν ολίγοις προσώπου τόσο δραστικά σημαδεμένου από τον πυρετό του νοήματος, ώστε να μετατρέπεται, δίχως υπερβολή, σε μια μνημειώδη μάσκα μελαγχολίας, ελέους, κατάπληξης ή υστερικού ενθουσιασμού. Εχοντας αναλάβει αυτεπαγγέλτως να κρούει τον κώδωνα για τη διαφαινόμενη εγκαθίδρυση της πλαστότητας και των προσποιήσεων εκεί που κάποτε βασίλευαν οι δεσμοί της αμοιβαίας φιλοξενίας, είναι τόσο αναχρονιστής και την ίδια στιγμή τόσο καλά ενημερωμένος για όσα επίκεινται, ώστε να μην ταιριάζει πουθενά.

Ο Βέγγος, ο κωμικός από το μέλλον και το παρελθόν ταυτόχρονα, ανταποκρίνεται πλήρως στο Αγγελοπουλικό όραμα. Αυτό δεν είναι άλλο από τη μνήμη και τη λειτουργία της, διαχρονική σταθερά του έργου του Αγγελόπουλου.* Χωρίς παρελθόν, μνήμη δεν υπάρχει. Αλλά και χωρίς μνήμη πώς γίνεται να υπάρξει το μέλλον; 

Ο Βέγγος όντως "κρούει τον κώδωνα"∙ συνομιλώντας με τη φύση, θαρρεί κανείς μωρή λόγω ιδιοσυγκρασίας, αποδέχεται το γεγονός πως είναι μόνος, όπως κι αυτή, όπως άλλωστε και ο δημιουργός που διστακτικά τον ακολουθεί ώστε να σταθεί δίπλα του. Δίπλα του αλλά και μπροστά στο χάος που ρούφηξε το μπισκότο. Ένα μπισκότο που δεν πρόκειται να επιστραφεί ποτέ. 

Ένα μοιάζει να ‘ναι σίγουρο∙ ίσως έφτασε η ώρα που αξίζει να αναρωτηθούμε αν θα πρέπει να διεκδικήσουμε σθεναρά το δικαίωμα της παραμονής του μπισκότου εκείνου στα χέρια μας. Γιατί άλλωστε αυτή η απελπισμένη προσφορά σηματοδοτεί την ήττα μπροστά στις δυνάμεις του μυθικού τέρατος γνωστό με τη κωδική ονομασία φύση. 

Η σκέψη για μια βουτιά από ψηλά σε μία άσπρη θάλασσα (ένα υποθετικό συμπέρασμα αν λάβει κανείς υπόψην την απελπισία του ηθοποιού Βέγγου λίγο πριν), είναι επόμενο πως κάνει το φόβο αβάσταχτο, ο ίλιγγος της θέασης της σκηνής μεγαλώνει. Ο κώδωνας που κρούει ο Βέγγος είναι μια ηχηρή υπενθύμιση της ζοφερής πραγματικότητας, σχετίζεται με το μυθικό τέρας που είναι η ανίκητη παμφάγος φύση αλλά και με το φόβο του θανάτου - συμβολικού και μη - του σαστισμένου δημιουργού, αυτού που θέτει σε κίνηση τα πράγματα μπροστά στο τρόμο μιας αιώνιας παγωμάρας - ορίστε η λαμπερή σκηνή της ζωής (σκηνή που απαιτεί θεατρική επιδεξιότητα και πειθαρχία σκέψης).

Και όμως υπάρχει απάντηση, αυτή άλλωστε αναζητεί ο Αγγελόπουλος σ' αυτήν την κινηματογραφική σκηνή που μας χάρισε αλλά και έξω απ’ αυτή, σε μια ζωή προσφοράς έργου: 

Its a terrifying thought. The one certainty in life is that we are all going to die and there is nothing we can do about it. But there is a way of easing this fear. A way of trying to come to terms with our own death. The first uniquely human way of accomplishing this is art. What art does is to take the natural world and to give us some control over it. **

Νομίζω, ίσως είναι περιττό να το πω, ο κινηματογραφικός ήρωας με το μπισκότο είναι η χώρα η ίδια, τη στιγμή αυτή που μιλάμε (όπου μπισκότο βάλε τη λέξη αξιοπρέπεια). Η φύση είναι η πραγματικότητα της εποχής των μνημονίων και ο σιωπηλός δημιουργός ο οποίος αναζητεί ακόμα τις κατάλληλες λέξεις  ώστε να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κάδρο φαίνεται να παραμένει το μεγάλο ερωτηματικό τη στιγμή ακριβώς που τριάντα δύο τολμηροί  διεκδικούν, νομίμως βέβαια, λίγη ακόμη προσοχή.

Μυθικά τέρατα υπήρξαν πολλά∙ τα νικήσαμε άραγες ποτέ μας;










* Από τις ταινίες σας φαίνεται ότι η μνήμη έχει μεγάλη σημασία για σας. ‘’Το υλικό με το οποίο δουλεύει κανείς είναι τα πράγματα που έχει ζήσει και τα πράγματα που έχει διαβάσει, οι προσωπικές του εμπειρίες και οι πνευματικές του εμπειρίες – στον βαθμό που δεν αποτελούν ένα απλό διάβασμα αλλά γίνονται βίωμα. Οι αναφορές σε μύθους όπως εκείνος των Ατρειδών, της Οδύσσειας στις ταινίες μου δεν είναι  φιλολογικές, είναι βιωματικές. Είναι περίεργο αλλά τους αισθάνομαι όχι σαν κάτι που έχει συμβεί παλιά, κάτι απόμακρο, μια πολιτισμική μου αναφορά αλλά σαν μια πνευματική εμπειρία, σχεδόν βιωματική εμπειρία. Με συγκινούν με τον ίδιο τρόπο που με συγκινούν πράγματα σημερινά’’. Συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Κωνσταντίνο Θεµελή, στο Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998.
**How Art Made the World, ep.5 To Death and Back |http://www.pbs.org/howartmadetheworld/


Αποσπάσματα από το άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=05/06/2011&s=parado3a








2 comments:

  1. Αγαπητέ, θυμήθηκα αυτό το όμορφο κείμενό σου, μόλις άκουσα για το θάνατο του Αγγελόπουλου

    ReplyDelete