15.2.19

La beaute est dans la soul




Δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι γλυκύτερο από δύο σκηνοθέτες από το Νότο της Ιταλίας να υμνούν την ομορφιά, αντίδοτο στη νοσηρότητα της εποχής του Ματέο Σαλβίνι, πολιτικού που λίγα χρόνια πριν παρουσιαστεί ως δήθεν σωτήρας της χώρας του tweetαρε την επιθυμία του για απόσχιση του Βορρά της Ιταλίας ώστε να γλυτώσουν από «την τεμπελιά και τον παρασιτισμό του Νότου». 

Γενικά μιλώντας, ότι προσέφεραν οι Ιταλοί (ή και οι Γάλλοι) στον παγκόσμιο κινηματογράφο στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα είναι αισθητά λιγότερα απ ‘οτι κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Κατά συνέπεια, τα masterpieces του παρόντος φέρουν πάνω τους την σφραγίδα  ενός μοναχικού κινηματογραφικού βίου. 

Πρώτο κατέφθασε στις οθόνες μας το La Grande Bellezza όπου, παρά τα φαινόμενα, ο Ναπολιτάνος Paolo Sorrentino δεν επιδιώκει πρωτίστως να κριτικάρει την μπουρζουαζία αλά Μπουνιουέλ (ο άκαμπτος Ισπανός την εκδικήθηκε με πάμπολλους τρόπους, κάποτε την καταδίκασε κιόλας στην ασφυξία ενός και μόνο δωματίου). Με τα λόγια του maestro (εξηγώντας τον τίτλο της ταινίας του): 

“Life can be tiring but in the end of the game its beauty”. 

O Sorrentino, αν και προφανώς αναφέρεται στην επιδερμικότητα των κοινωνικών σχέσεων των κινηματογραφικών του ηρώων, δεν παραλείπει να μας ξεναγήσει στην edgy, dirty, sexy, vulgar εκδοχή της ομορφιάς και του ηδονισμού ως self consuming καταναγκασμού αλλά και πρόσκαιρης, μα τόσο αναγκαίας, προσωπικής λύτρωσης («τα τρενάκια των parties είναι τα πιο αγαπημένα μου σε όλη την πόλη επειδή δεν οδηγούν πουθενά»), βερσιόν της ομορφιάς η οποία αποτιμάται ως ταξίδι στην παρακμή απ’ όσους δεν ταξίδεψαν ποτέ στα βάθη της νύχτας, στα δυσθεώρητα ύψη μιας βραδιάς πάθους, εκεί όπου η έκσταση, το ξάναμμα, η επιθυμία, αποκτούν χαρακτηριστικά κατεπείγοντος – κάθε άγγιγμα και ένα κρακ εντός του ψυχικού σου κόσμου μα η καρδιά, μονίμως άκαρδη μπροστά στο ανθρώπινο δράμα, forever hungry.    

Η γλυκιά μελαγχολία διαρκώς ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του Toni Servillo, ηθοποιού φετίχ του Ιταλού σκηνοθέτη, δεν προδίδει ούτε στιγμή τη ζωή που έζησε, την περιγράφει απλά εις τα εξ ων συνετέθη – σάρκα, επιθυμία, πόθος, ηδονή, κάλλος, και έπειτα, λίγο πριν το τέλος, «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». 

Make no mistake; ο Jep Gambardella δε μετανιώνει για τίποτα.


Στο Call Me By Your Name του Ιταλοαλγερινού από την Σικελία Luca Guadagnino ταξιδεύουμε σε έναν κόσμο εξιδανικευμένης, ουτοπικής, αιθέριας, γλυκιάς, λατρευτικής, κλασικότροπης ομορφιάς, σε ένα φιλμ που παρουσιάζει τον έρωτα δύο αντρών χωρίς να κατηγοριοποιείται ως gay movie. Δεν υπάρχει τίποτα ιλουστρασιόν στο Call Me By Your Name, το εκτυφλωτικό φως του Μεσογειακού θέρους κυβερνά τα πάντα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα δηλαδή για όσους παραμένουν  δεκτικοί στα δώρα της Φύσης. 

Στην ταινία η βραδύτητα είναι απελευθερωτική («από την Αναγέννηση και μετά οι πάντες βιάζονται» σύμφωνα με τον Αρανίτση, αφορισμός που επέχει θέση προσευχής προς λησμονημένους Θεούς) και μας αποκαλύπτει τους νόμους, τη γεωμετρία καλύτερα, της αβασάνιστης ευφορίας ενός καλοκαιρινού έρωτα, ειδύλλιου δηλαδή με σύντομη ημερομηνία λήξης – αν η ίδια η ύπαρξη διέπεται από τους νόμους του εφήμερου, ο έρωτας δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια καταιγίδα από intoxicated πεφταστέρια. Λάμπουν εκτυφλωτικά για μια στιγμή πριν να εξαφανιστούν αστραπιαία στο απύθμενο σκότος έχοντας προλάβει να γδάρουν διά πάντος το δέρμα σου  – όσες πιο πολλές οι πληγές, τόσο το καλύτερο βέβαια για όσους επιζητούν αποκλειστικά επί Γης τον παράδεισο.  

Το Call Me By Your Name είναι ένα σύγχρονο Ρωμαϊκό αντίγραφο μιας εξιδανικευμένης οικουμενικής αρχαιότητας και μας καλωσορίζει ευθαρσώς στο επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας της τέχνης:

classic will be back.




7.2.19

Better late than never




Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια αλλά επιτέλους η Ελλάδα κατάφερε να χωνέψει τόση ποπ κουλτούρα ώστε να παράξει Οσκαρικό σκηνοθέτη [Λάνθιμος] και top of the pops ροκ περφόρμερ [Bazooka].