Προ ολίγων ημερών η Susan Boyle, το φαινόμενο του reality TV show "Britain’s Got Talent", υπέστη ένα emotional – nervous breakdown. Η ιστορία με την Susan Boyle είναι, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Όχι γιατί η ιστορία αφορά ένα ακόμα ασχημόπαπο που έγινε βασίλισσα, αλλά γιατί απλούστατα, δε συνέβη ποτέ.
Καλωσήρθατε στον Τροπικό Παράδεισο του Μη-Πραγματικού
Η στιγμιαία και «αυθόρμητη» (όσο αυθόρμητη μπορεί να είναι η αντίδραση ενός κριτή ο οποίος έχει ήδη ξεχωρίσει την υποψήφια στις audition, κάμποσο καιρό πριν) αντίδραση των παρευρισκόμενων (κοινό και κριτές), το σάστισμα αμηχανίας που μετατράπηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε θαυμασμό, ήταν μια αναπαράσταση.
Αυτή η αναπαράσταση εξέφρασε μια υπόθεση εργασίας με μαθηματικά βέβαιη την επαλήθευση της, «μαντεύοντας», και υπαγορεύοντας ταυτόχρονα την αντίδραση του τηλεοπτικού κοινού. Ήταν επίσης μια επιτυχημένη παράσταση απ’ αυτές που τα εκατομμύρια των παραγωγών εξασφαλίζουν την επιτυχία τους. Το τηλεοπτικό κοινό είναι (πως αλλιώς?) ενήμερο σχετικά με το ψευδεπίγραφο πραγματικότητας που καταναλώνει.
Λίγο πριν βγει στη σκηνή, οι τηλεθεατές πληροφορούνται (από την ίδια) ότι δεν την έχει φιλήσει ποτέ κανείς. Φυσικά, την είχε φιλήσει κάποιος (η ίδια το... παραδέχτηκε αργότερα).
Εκτός από ανύπαντρο ασχημόπαπο 47 ετών που ζούσε με τη μαμά της ο θάνατος της οποίας την άφησε με μόνη συντροφιά το γάτο της, η Boyle έκανε και άλλα πράγματα: π.χ. κάποτε συμμετείχε ως ηθοποιός στο Fringe Festival του Εδιμβούργου, έπειτα σε μια τηλεοπτική σειρά, ενώ δοκίμασε την τύχη της και στο reality show "My Kind of Music", πίσω στην δεκαετία του ‘90.
Η ίδια, συμμετέχει στο παιχνίδι κατασκευής ενός πλάσματος - βγαλμένου από τις σελίδες ενός πιασάρικου και όχι ιδαιτέρως καλογραμμένου βιβλίου - μα σίγουρα όχι από σάρκα και οστά. Το story άλλωστε, συναντάται στην λογοτεχνία τόσο συχνά, όσο συχνά εμφανίζεται τελευταίως στα κατασκευάσματα του Hollywood ένας super-hero… διαφορετικός από τους άλλους.
Είναι μιαν αλήθειαν ότι ο κόσμος συγκινείται από τέτοιες ιστορίες. “The Beauty that matters is always on the inside”, How a villager became the queen of all media, και λοιπές φανφάρες δε μπορεί παρά να ξυπνούν τα αντανακλαστικά «προς διασημότητα» που διατηρεί κάθε καλά κοιμώμενος (και όχι αναγκαστικά «χωριάτης») τηλεθεατής.
Ποντάροντας στα δοκιμασμένα αντανακλαστικά ενός κομματιού του ανθρώπινου γένους που βρίσκεται υπό μόνιμη καταπίεση ορμών, επιθυμιών, αναγκών και λοιπών -ών, οι παραγωγοί έπεσαν μέσα.
Web 2.0: Speedy Gonzalez
Σε λίγα λεπτά της ώρας, το θαύμα είχε συμβεί. Ύστερα από 10 μόλις λεπτά, μία σελίδα στο You Tube εγκαινιαζόταν: SusanGotTalent. Η ίδια, ούτε που είχε ακούσει ποτέ της για το You Tube (μήτε και για το Twitter). Το επτάλεπτο video έκανε θραύση.
Τα ρεκόρ έδιναν και έπαιρναν, τα εκατομμύρια των views απασχολούσαν ειδικούς, η ταχύτητα της επιτυχίας όμως συζητήθηκε περισσότερο. Πριν από δύο χρόνια, ο Paul Potts, ένας μη-εμφανίσημος ντροπαλός - μεσοαστός της διπλανής πόρτας -, τραγούδησε Puccini στο εν λόγω σόου. Τώρα πωλεί εκατομμύρα δίσκους∙ χρειάστηκε όμως να περιμένει κάποιους μήνες έως ότου να δει φως στο τούνελ.
Σε γενικές γραμμές, ένα πανομοιότυπο έργο γράφτηκε για αυτόν πριν από δύο χρόνια αλλά η ιστορία της Boyle είχε και κάποια άλλα αξιοσημείωτα connotations.
Ο τίτλος άρθρου εφημερίδας που αναφέρθηκε λίγο πιο πάνω, δεν ήταν τυχαίος. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα της επιτυχίας της Susan Boyle ήταν αποτέλεσμα των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο. Η διακίνηση ιδεών, απόψεων, ή με δυο λόγια, «θεαματικοποιημένης πληροφορίας» αποτελεί βασική συνιστώσα της διαδικτυακής πραγματικότητας.
Information είναι η λέξη που θα μας απασχολήσει περισσότερο αυτόν τον αιώνα σε διάφορες πολύχρωμες παραλλαγές: Information War, Informational Utopics, Infotainment, Informatics, Information Work κτλ κτλ.
Διάφορα ενδιαφέροντα θέματα αναπτύχθηκαν σχετικά με το ταξίδι της πληροφορίας. Η διασύνδεση παραδοσιακών μέσων με τα new media, το spreadability των social networking και video sharing websites ή ακόμα και η «καταλληλότητα» του video:
- Some viewers said they were drawn by the one-act-play quality of the video, with a beginning, a middle and an end complete with a heroine (Boyle, obviously) and a familiar villain (Simon Cowell – ο «κακός» εκ των κριτών).[1]
Καλωσήρθατε στην Έρημο του Πραγματικού
Ωραία όλα αυτά, αλλά τι θα απογίνει αυτό το κορίτσι, θα μπορούσε να είναι μια θεμιτή ένσταση. Δεν είναι όμως. Η Susan που «μας γνώρισαν» δεν υπήρξε ποτέ. Τα δάκρυα που έρρευσαν και ύγραναν διάφορες (κατά τα άλλα «στεγνές») υπάρξεις, ίσως, να ήταν παράγωγα των ματαιώσεων της εκάστοτε κατακερματισμένης – και φαντασιόπληκτης – δόλιας ύπαρξης ανά τον πλανήτη.
Η ταύτιση πάντως του κοινού με την πριγκήπισσα του παραμυθιού δεν επιτυγχάνεται στην προκειμένη περίπτωση. Στο Wikipedia ένα κολακευτικό σκίτσο βρίσκεται στην θέση που συνήθως τοποθετείται η φωτογραφία του τιμώμενου πρόσωπου..
Η Boyle, δεν είναι ένας από «εμάς». Ανήκει «σ’ αυτούς» (άσχημους, άσημους, επίλεκτο μέλος του τσίρκου των ελαφροΐσκιωτων των reality show φθήνιας και κακογουστιάς, είναι μία από τους "Les Misérables"). Αν «πετύχει» βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «θαύμα»∙ η βιομηχανία του θεάματος, τηλεόραση, παραγωγοί, το... You Tube έφεραν εις πέρας μια ακόμη δύσκολη αποστολή.
Αν τα θαλασσώσει, τότε απλά δεν άντεξε την επιτυχία. Στην πραγματικότητα αυτό που δεν άντεξε η Boyle ήταν η ανυπαρξία. Την στιγμή που ανέβηκε στην σκηνή επιτελέστηκε η πράξη του θανάτου∙ η κατάρρευση ήταν η νεκρώσιμος ακολουθία.
Σε αντίθεση με την περσόνα που γνωρίσαμε, ο κατακλυσμός που επήλθε στην ζωή της ύστερα από το πολύκροτο γεγονός, δεν ήταν artificial. Ας δώσουμε την δέουσα προσοχή στον Σλαβόι τον Ζίζεκ, το μάστορα αυτόν του εντυπωσιασμού:
- Virtual Reality simply generalizes the procedure of offering a product deprived of its substance: it provides reality itself deprived of its substance, of the resisting hard kernel of the Real - in the same way decaffeinated coffee smells and tastes like the real coffee without being the real one, Virtual Reality is experienced as reality without being one.[2]
Η δύσμοιρη η Boyle με το που πάτησε το πόδι της πάνω στη σκηνή έμελλε να εξαϋλωθεί∙ ήταν πλέον ένα προϊόν (με συντηρητικά). Με τη σειρά τους, οι άμοιροι τηλεθεατές, άρχισαν να χύνουν δάκρυα δήθεν στην θέα ενός «θαύματος της ζωής» - ενός θαύματος αλά Schopenhauer (the Will to Live), αδιαφορώντας για το κάλεσμα του Nietzsche (the Will to Power) -, αλλά στην πραγματικότητα για να εκφράσουν την απελπισία τους - γενικώς και ειδικώς.
Γενικώς: άτιμο πράμα η μιζέρια∙ μπιφτέκι σόγιας ή κανονικό? Real life or Second Life? Ειδικώς: Reality or Virtual Reality? Reality TV or TV σκέτο? Zapping or You Tubing?
Καφές χωρίς καφεΐνη πάντως δεν γίνεται.