Θυμάμαι - εκείνο το κρύο απόγεμα του Δεκέμβρη στο Pompidou - το ωστικό κύμα κατακλυσμικής ενέργειας που με διαπέρασε εμπρός στην θέα ενός έργου του Jackson Pollock. Ίσως να έφταιγε που ήμουν νεότερος, ίσως που μου άρεσαν πολύ τα stories των καταραμένων ποιητών, ζωγράφων, μουσικών της ροκ, ή ακόμα και άσημων Αθηναίων που συναντούσα στα μπαρ. Ήταν πάντως η πρώτη φορά που αντίκρυζα ένα έργο του Pollock ιδίοις όμμασι.
Όταν όμως αποκτάς το δικό σου story (ζώντας το νομίζεις πως βρίσκεσαι μέσα σε ταινία∙ όντας δικό σου story όμως, καθετί έχει ένταση και ζωτική ενέργεια σαν αυτή που σου «κλέβουν» οι ήρωες του Lynch και του Kubrick) τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Η τρομακτική δύναμη που ένοιωσα στη θέα του πίνακα του Pollock δε μπορεί παρά να προήλθε από το καθρέπτισμα της συλλογικής τρέλας. Ποιας τρέλας? Μα φυσικά αυτής που σε μια έξαρση αλλοφροσύνης «ανακήρυξε» τον εν λόγω καλλιτέχνη σε μια μεγάλη μορφή του 20ου αιώνα στο χώρο της τέχνης.
Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Πάει καιρός που η συλλογική ετυμηγορία είχε κάποιο αντίκτυπο στην ανακήρυξη των «μεγάλων» και την κατοπινή τοποθέτηση τους στο πάνθεον της ιστορίας. Το συλλογικό (ας το πούμε και) feedback είναι ενενεργό∙ η συλλογική φωνή χάθηκε στους φρενήρης ρυθμούς κατανάλωσης, στην ατεκμηρίωτη αποδοχή του ασήμαντου ως σημαντικού, στον εκχυδαισμό του «Μου αρέσει – Δεν μου αρέσει» ως ιδανική συνθήκη γόνιμης και authentic έκφρασης του Υποκειμένου.
Το πακέτο του προσωπικού του story (ένας άξεστος μέθυσος ποτισμένος από αρνητική ενέργεια που ούτε κατά διάνοια δεν άγγιξε τα βάθη οποιουδήποτε σκότους βρίσκεται μέσα μας) πακεταρίστηκε και πωλήθηκε σε ευηπόληπτους «πολίτες του κόσμου» με διαθέσεις ανατρεπτικές όταν βρίσκονται εντός των τοιχών ενός διεθνούς φήμης ιδρύματος.
Μέσα σ’ αυτά, εκ του ασφαλούς, ανακαλύπτουν και κατόπιν συνεπαίρνονται από τις άγριες διαθέσεις ενός αγρίου με «πολύ ταλέντο». Στην πραγματικότητα το ταλέντο απουσιάζει, η έμπνευση αγνοείται, οι άγριες διαθέσεις ωστόσο παραμένουν∙ διαθέσεις ενός αγρίου που πάλευε με νύχια και με δόντια να απελευθερώσει ενέργεια ικανή να κινήσει ατσαλένια κτίρια και πύργους βαριάς μεταλλικής κατασκευής. Από τη στιγμή πάντως που το σκερτσόζικο καπρίτσιο πολυεκατομμυρίουχων συλλεκτών-μουσειαρχών, ή αλλιώς των υπευθύνων διανομής της τέχνης του μηδέν ως τέχνης της αιωνιότητας, μετέτρεψε τον Pollock σε σύμβολο θέλησης και αυταπάρνησης και τους πίνακες του τους πιο ακριβοπληρωμένους, είναι γεγονός πως το story κρίνεται επιτυχημένο.
Εν κατακλείδι: η τρικυμία εν κρανίω του Pollock η οποία αντικατοπτρίζεται στους πίνακες του δε μπορεί να προέρχεται από την διαπίστωση του ιδίου πως είναι ένα ακόμα τίποτα της ιστορίας. Η συλλογική λατρεία-θαυμασμός ως προς το έργο του δε μπορεί παρά να προέρχεται από τη συλλογική νέκρωση των αισθητήριων οργάνων του ανθρώπινου γένους. Η απόλυτη διαγραφή του Υποκειμένου καθιστά το είδος μας σε έναν παθητικό (open-minded) θεατή πάντοτε έτοιμο προς κατανάλωση.
Το story του Pollock φυσικά και δεν είναι η εξαίρεση. Οι Η.Π.Α. τα πρώτα χρόνια μετά τον World War II ρίχτηκαν μετά μανίας στην δημιουργία τους δικού τους story. Χρηματοδότησαν την εξαγωγή της πολιτιστικής παραγωγής τους τόσο, όσο χρειαζόταν ώστε να δημιουργήσουν τις ιδανικές συνθήκες προς την καθιέρωση τους ως τον απόλυτο κυρίαρχο του pop culture προαγωγού. Η Ευρώπη συντετριμμένη και απαισιόδοξη, καταβρόχθισε και κατόπιν παρήγαγε τον ίδιο χυλό άμορφης μάζας πολιτιστικών προϊόντων.
Τοξικομανείς οργανοπαίχτες της jazz στα 1950’s, αλλοπαρμένοι μουσικοί της ροκ βουτηγμένοι στις ουσίες στα τελειώματα των 1960’s όταν και γραφόταν ο επικήδειος της μεγαλύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, συγγραφείς χαμένοι κάπου στην επίμονη άρνηση τους να ζήσουν το American dream, ανυψώθηκαν στο βάθρο, εν αγνοία, και πολλές φορές, εν την απουσία τους. Οι Chet Baker, Jim Morrison, Billie Holiday, Charles Bukowski, Allen Ginsberg, όλοι τους σύμβολα αντίστασης ενάντια στο Αμερικάνικο όνειρο, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά την νομιμοποίηση τούτου του ονείρου. Τι κι αν για τους Ρεπουμπλικάνους αποτελούν μια θύμηση του «εφιάλτη» που έζησε η χώρα τους με την ανελέητη επίθεση που δέχτηκε το middle class American way of life εκείνα τα χρόνια, η ουσία δεν αλλάζει.
Ο Θάνατος συσκευάσθηκε σε συλλεκτικές εκδόσεις με πολύχρωμα εξώφυλλα και έτσι η ποίηση του Morrison (το αδιέξοδο έκφρασης που προσφέρει απλόχερα το επίμονο φλερτάρισμα με τεχνητούς παραισθησιογόνους παραδείσους) η φωνή της Holiday (ένα μοιρολόι απελπισίας δίχως ίχνος κάθαρσης) η κιθάρα του Hendrix (ο επικήδειος ρόγχος, η τελική πράξη του θανάτου που αποτυπώθηκε στο μέγιστο βαθμό στο χάος των κιθαριστικών όχι τόσο αναζητήσεων, μα πιο πολύ εκφάνσεων της σκληρής πραγματικότητας που τον ήθελε ένα κινούμενο ράκος), με accelerating speed από το συνεχές flow of information-communication, πήραν τη θέση τους στην ιστορία.
Οι Beatles πάντως δεν εμπίμπτουν στην ίδια κατηγορία. Κάτι λίγο η επαγγελματικότητα του McCartney, σίγουρα η δόση υψηλής κουλτούρας που προσέφερε ο George Martin, κάτι ο αέρας working class hero του Lennon, ίσως και τα ξόρκια της μάγισσας από τα Middle Ages Yoko Ono (καθόλου πάντως το γεγονός ότι βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθότι pop culture και η αφεντιά τους), τους βγάζουν από τη λίστα.
Ίσως η ιστορία να κάνει τα στραβά μάτια στην περίπτωση τους, φόρος τιμής to the longest decade of the 20th century...