(μια μέρα πριν τις 28/12 , μεσημεράκι προς απόγευμα)
Casa Poporului
Βγαίνοντας από το Μετρό, λίγα βήματα και μια
ζαμπονοτυρόπιτα των 2,5 ρον (θύμιζε αυτές που έτρωγα στο δημοτικό) πιο πέρα, το
βλέμμα συναντά, δεν αιχμαλωτίζεται, κάθε άλλο, σίγουρα σκοντάφτει όμως λόγω
όγκου, το Casa Poporului. Από το πάρκο μπροστά από την κεντρική είσοδο,
ρίχνω ματιές προς το οικοδομικό τέρας που ισοπέδωσε κάτι παραπάνω από μια
γειτονιά. Ισοπέδωσε την ιστορία την ίδια. Ένα πανέμορφο κορίτσι περνά από δίπλα
μου σε ταχύτητα rollerblade και ίσα που προλαβαίνω να ξεκουράσω το βλέμμα μου
που μέλλει να λογαριαστεί μ' ένα τόσο υπέρβαρο κτήνος για απόψε το απόγευμα.
Πρέπει να περπατήσουμε για κάμποσο γύρω γύρω από
τον ογκόλιθο μέχρι να φθάσουμε στον προορισμό μας στο αριστερό πλευρό του
τέρατος, το Muzeul National de Arta Contemporana. Θα δούμε τα πεπραγμένα
των Fluxus στην Γερμανία μεταξύ των ετών 1962-1994, θέαμα for free όπως αποδείχτηκε.
«Πληρώνετε στην έξοδο, απολαύστε πρώτα» μας λέει
στο ταμείο μια κυρία. Όταν πια τελείωσε η επίσκεψη μας στην έκθεση και
βρεθήκαμε κοντά στην έξοδο του μουσείου, ένα νόημα της μας απέτρεψε από το να την
πλησιάσουμε με σκοπό να πληρώσουμε το χρηματικό αντίτιμο της έκθεσης. Είμασταν
ελεύθεροι να αποχωρήσουμε με γεμάτες τις τσέπες. Την ευχαριστήσαμε σιωπηλά με
ένα χαμόγελο απολαμβάνοντας ιδιαίτερα το γεγονός πως η αυτόματη εχθρότητα
μιας μεσήλικης Ρουμάνας υπαλλήλου προς της μοντέρας τέχνης τα ελευθεριακά και
φαινομενικά ακατανότητα καμώματα λειτουργούν προς όφελος του ανυποψίαστου για
τούτη την άγρια κόντρα καταναλωτή κουλτούρας.
Κατά τα άλλα, ο έλεγχος στην είσοδο ήταν σχετικά
αυστηρός, βρισκόμασταν άλλωστε μια ανάσα από τη Ρουμάνικη Βουλή που
φιλοξενείται σε κάποιο άλλο τμήμα του θηρίου, τόση χλιδή και πολυτέλεια δεν
μπορούσε να πάει χαμένη μετά το τέλος του καθεστώτος Τσαουσέσκου.
Στην έκθεση ο χρόνος κύλησε ευχάριστα. Ανώδυνα,
ίσως. Μια αίθουσα είναι αφιερωμένη στον Joseph Beuys, εκεί ξοδεύουμε τον
περισσότερο χρόνο καθώς πιο όμορφο παιδότοπο δεν έχω ξαναματαβρεί. Φορώ ένα
ζευγάρι ακουστικά που βρίσκω στην άκρη της ψηλοτάβανης αίθουσας, άναρθρες κραυγές
ταράσσουν ευχάριστα τα αυτιά μου. Οι σωριασμένες στο πάτωμα και παρατεταγμένες
σε σχηματισμό Y τηλεοράσεις εκπέμπουν επιμόνως παράσιτα και συντονίζονται με τον
τρόμο που διοχετεύεται στα αυτιά μου.
Στη επόμενη αίθουσα θα συναντήσουμε τον
Alexandru Solomon και τα ντοκυμαντέρ του, Ρουμάνικης θεματολογίας ως επί το
πλείστον (αδέσποτα στο Βουκουρέστι, ο Ion Luca Caragiale, ληστεία σε τράπεζα το
μακρινό κομμουνιστικό 1959, ξέφρενα καπιταλιστικά πάρτυ στα χρόνια μετά το '89.)
Χαζεύουμε για λίγο τις περιπέτειες των αδέσποτων σκύλων αλλά ο ξύλινος πάγκος
δεν βοηθά ιδιαίτερα, ονειρεύομαι μαξιλάρες στο πάτωμα. Ή, ακόμα καλύτερα,
εκείνο το δίχτυ που κρεμόταν στον αέρα και εσύ ξάπλωνες αναπαυτικά (συν
μαξιλάρες) στο μουσείο Museum Boijmans
Van Beuningen στο Ρότερνταμ. Προβάλλονταν βιντεάκια, δύο παιδάκια έπαιξαν
ένα μίνι μαξιλαροπόλεμο.
Στο τέλος μας περιμένει το καφέ στον τελευταίο
όροφο. Μπόνους στην απόλαυση ενός φθηνού καφέ φίλτρου, πάντα σκέτου, είναι η
θέα από το μεγάλο μπαλκόνι. Ήταν η ώρα της δύσης του ηλίου. Παρατηρώ καλύτερα
τις χοντροκομμένες λεπτομέρειες-στολίδια στις μαρμάρινες κολώνες, θυμάμαι την
είσοδο του μουσείου (έμοιαζε εντελώς ξεκάρφωτη από το υπόλοιπο κτίριο),
αντικρύζω τα γειτονικά κτίρια που στέκουν ολόγυρα από το παλάτι, κτίρια
προορισμένα για τους υπασπιστές του καθεστώτος, κτίρια που οριοθετούσαν τη νέα
γειτονιά σκεπάζοντας οτιδήποτε έστεκε από πίσω τους. Βρίσκομαι μέσα σε ερείπια
του μέλλοντος που δε θα κλαφτούν κι από πολλούς, ερείπια που έπρεπε να
δημιουργήσουν άλλα ερείπια ώστε να κερδίσουν τα εκατόν πενήντα χρόνια της
δημοσιότητας τους.
(Οι σωροί των ερειπίων διαδέχονται ο ένας τον
άλλον στο ρου της ιστορίας. Τα ερείπια αποτελούν μια πένθιμη αντικειμενική
πραγματικότητα. Είναι μονάχα η χρονική απόσταση που δύναται να μετριάσει τη
θλίψη ώστε να τη μετατρέψει σε περιέργεια για το πεπερασμένο.)
Όσο το κοιτάω καλύτερα, το παλάτι του
Τσαουσέσκου αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια μου γι' αυτό ακριβώς που είναι:
βαθιά πληγή, παλιά πληγή, πάνω στο Ρουμάνικο σώμα. Το γεγονός ότι αποτελεί
τουριστικό προορισμό (και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;) ρίχνει λίγο λίγο το
αλάτι πάνω στην πληγή, οπωσδήποτε ανοιχτή. Αντιλαμβάνομαι πως πολλοί, ή έστω κάποιοι,
επισκέπτες είναι ενήμεροι για το κακόγουστο θέαμα και κρατούν για τον εαυτό
τους μια απόσταση ασφαλείας από το κτήνος. Κι όμως, η μεταμοντέρνα θηριωδία της
αποδοχής του γκροτέσκου μετά «κατανόησης» και χαλαρής διάθεσης, ανεπαίσθητης
ειρωνίας και ωφελιμιστικής οικειοποίησης, δεν σε βοηθά να αποφύγεις το μοιραίο:
το σοκ των αισθήσεων.
Συνεχίζω να ατενίζω τη θέα. Ένα μεγάλο εργοτάξιο
βρίσκεται στην ουρά του τέρατος του Τσαουσέσκου, αναρωτιέμαι προς τι όλο αυτό
το σκάψιμο και οι γερανοί. Τα νέα καταφθάνουν γρήγορα στα αυτιά μου αφού πάρω
τη βοήθεια του προσωπικού στο καφέ. Ένα νέο ΤΕΡΑΣ ετοιμάζεται να υψωθεί δίπλα
ακριβώς από τη μεγάλη πληγή της πόλης, το παλάτι του Τσαουσέκσου όπου
βρισκόμαστε δηλαδή, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ο καρκίνος έχει κάνει
μετάσταση. Μια νέα πληγή θα ανοίξει στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας με την
κατασκευή του Romanian
People’s Salvation Cathedral, το
μεγαλόπρεπο νέο καθεδρικό της πόλης δηλαδή. Ο νέος Καθεδρικός ναός του
Βουκουρεστίου αναμένεται να ξεπεράσει σε ύψος το Casa Poporului ενώ ο προαύλιος χώρος του θα είναι μια
αντιγραφή της πλατείας του Άγιου Πέτρου στο Βατικανό. Ο μεγαλύτερος ορθόδοξος
ναός του κόσμου αναμένεται να στοιχίσει πολύ ακριβά σε όλους εκείνους που
ονειρεύονται μεγαλύτερη σύγκλιση με την Ευρώπη και τις δικές της...
πολεοδομικές προτεραιότητες.
Έχει δύσει πια ο ήλιος, και συνεχίζω να γυρνώ σε
μια πόλη που όσο την διασχίζω με τα πόδια, τόσο εξασθενεί η ανάμνηση της εικόνας
“picturesque Amsterdam”. After
all, Amsterdam is not that beautiful, it's just tidy.