Προσπάθησε να
καταγράψει τη μυστική ζωή του σώματος. Γνώριζε καλά πως η ζωή εκείνη δεν
καταγράφεται πουθενά αλλού παρά μόνο στις ρυτίδες στο μέτωπο του Αλαίν Ντελόν
και του Αλέκου Αλεξανδράκη· στα δόντια που αυτομόλησαν λίγο πριν τα σαράντα σου
απόρροια μιας τραγικής έλλειψης αισθηματικής αγωγής· σε μια χαρακιά στο μπούτι
της γυναίκας που κρατά μονίμως ανοιχτά τα πόδια της για λόγους επιβίωσης –
πεθαίνοντας σε τρεις συνεχόμενες οκτάωρες βάρδιες· στο κρεμασμένο στήθος της πρώην Μις Ελλάς του
1964, γριάς από καιρό, ήδη πριν τα τριάντα· στα σκονισμένα ρουθούνια που
κατοικούνται από αράχνες και τρέφονται με πρέζα ενός συνήθη ύποπτου του κέντρου
της πόλης, Αθήνα/Σεπτέμβρης του ‘11· στο αραχνιασμένο πέος ενός μεσήλικα που
δεν άγγιξε ποτέ – δίχως να πληρώσει – ένα γυναικείο κορμί την ώρα που αυτό σε ζεματάει
όπως και η λάβα τη θάλασσα· στις διασταλμένες κόρες των ματιών του εφήβου όταν
βρεθεί για πρώτη φορά ενώπιος ενωπίον με μια ξανθιά με μεγάλα βυζιά, ας είναι
και ψεύτικα, ας είναι και Ρουμάνα, ας είναι και σε ένα βρωμερό δωμάτιο που
ζέχνει σπέρμα και αναβλύζει καημό από τις γωνίες του δωματίου ποτισμένες με
δάκρυα του ξημερώματος, την ώρα που η δουλειά αρχίζει να πέφτει· στο σταδιακό,
σχεδόν ελεγχόμενο, μαρασμό του σώματος μιας νεαράς στελέχους διαφημιστικής
εταιρίας η οποία ισοφαρίζει τον, κατά βάση υπαρξιακό, πόνο της δεκάωρης
εργασίας σε γραφείο με ένα, δύο, πολλά ποτήρια κρασί αφότου επιστρέψει σπίτι –
αφήνοντας τα κλειδιά στο τραπέζι αντί για ένα ποτήρι νερό ξεδιψά με κρασί του
Μπουτάρη· στα μάτια της τηλεορασόπληκτης γεροντοκόρης ετών τριάντα δύο που σαν
να αδειάζουν μεμιάς κάθε φορά που την κοιτάς βαθιά μέσα στα δυο της μάτια, μάτια
που σβήνουν σαν τον διακόπτη της τηλεόρασης σαν αντικρύσουν φλόγα.
Οι πληροφορίες αυτές
παραμένουν παντοτινά άγνωστες σε έναν καλόβουλο πνευματικό άνθρωπο. Επίσης, ούτε
το πλήθος μαθαίνει ποτέ του τι ακριβώς συμβαίνει. Φυσικά, το πλήθος απαρτίζεται
από σωματικές μονάδες στις οποίες εγγράφονται κάποιες από τις παραπάνω
πληροφορίες, πεταμένες όμως στην πιο βαθιά θάλασσα καθώς καταλήγουν, δέκα
χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια, θαμμένες κάτω από τόνους από νεκρά
τόρεντς, χάνονται για πάντα. Η απουσία
συνείδησης της διαδικασίας, η έλλειψη βλέμματος που να βλέπει και όχι μόνο να
κοιτά, αποβαίνει μοιραία. Οι μονάδες μέσα στο πλήθος παραμένουν μονάδες και δεν
μετατρέπονται σε μονάδα μέτρησης του σώματος. Αυτός ο πλούτος δηλαδή δε
μεταβιβάζεται σε κανέναν, μένει μονάχα ο προικισμένος θεωρητικός, οπωσδήποτε
παθιασμένος, ίσως και λοξός, να προσπαθήσει να ανακαλύψει τα μυστικά του με όπλο
τη φαντασία που ανήκει στο έλλογο κομμάτι του νου, και ο ποιητής, οπωσδήποτε
παθιασμένος και λοξός, με όπλο του το διαπεραστικό βλέμμα που απελευθερώνει η
φαντασία που ανήκει στο άλλο μισό του νου, το μεταφυσικό. Στο σημείο αυτό ας
αναφέρουμε πως το ένα μισό του νου συνυπάρχει με το άλλο, δεν αποκλείει το ένα το άλλο.
Φθάνοντας έτσι σιγά
σιγά σε εκείνον που παρατηρεί τις αλλαγές πάνω στο σώμα, σ’ εκείνον που έμαθε
να αποκωδικοποιεί ιερογλυφικά πάνω σε ξένα κορμιά, σε έναν παρατηρητή της ιστορίας
που διαγράφεται σε ένα γυμνό κορμί, παρατηρητής που ξεκίνησε την
αποκρυπτογράφηση των μυστικών του κόσμου πρώτα από τον ίδιο του τον εαυτό,
δηλαδή το σώμα του.
Τη στιγμή απάνω που
θέλησε μηχανικά να δοκιμάσει τον ίδιο, το σώμα του, σε δοκιμασίες που
υπόσχονταν αποκαλύψεις μαγικές και ανεπανάληπτες, τη στιγμή εκείνη ακριβώς, ο
φιλόδοξος νέος, ή μάλλον όχι και τόσο φιλόδοξος, πεισματάρης ίσως, εισήλθε στον
καθόλου μυστικό, μα αντιθέτως εντελώς διάφανο κόσμο στον οποίο κατοικεί το
σύνολο, περί τα 80%, της ανθρωπότητας. Στον κόσμο μιας διεστραμμένης απαίτησης
για εμπειρίες που σε τίποτα δεν έχουν
να κάνουν με κάποιον μυστικό κόσμο ή με μια ζώσα ζωή. Εμπειρίες που αν δεν
προορίζονται προς πώληση (εξαγοράζοντας σεβασμό και αποδοχή) τότε σίγουρα ταξιδεύουν
με υπερηχηρητική ταχύτητα ώστε να καρφώσουν με πάταγο τα καρφιά του φερέτρου
που κείτεται η αδιαμεσολάβητη από νεκροθάφτες ριζοσπαστική επιθυμία του
υποκειμένου, όπου νεκροθάφτες βάλε κόλακες φίλους και εχθρούς που σε
ανταγωνίζονται χωρίς εσύ να το θες.
Η αυτο-καταστροφική
πράξη εκείνη ήταν μια πράξη εν μέρει κατανοητή, θα έλεγε κανείς. Είχε άλλωστε
ανταλλάξει την ουτοπία με τον σκληρό ρεαλισμό του συνθήματος μια ζωή την έχουμε. Δεν είχε κατανοήσει,
ο καϋμένος! ότι η ουτοπία διατρέχει το εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα της
μίας και μοναδικής ζωής στο βαθμό που αυτή και μόνο μετατρέπει το βίωμα σε βίο
όπως τέμνει άλλωστε και το ίδιο του το ανόητο μότο. Ζωή δίχως ουτοπία δεν
υπάρχει. Κτίζουμε μονίμως κάστρα πάνω σε άμμο διατηρώντας φρούδες ελπίδες πως
δεν κτίζουμε σε άμμο παρά σε τσιμέντο που φθάνει έως τον πυρήνα της Γης. Ετούτη
η βαθιά ουτοπική σκέψη εξασφαλίζει την ομαλή διαβίωση ενός ανθρώπινου όντος για
το σύντομο χρονικό διάστημα μιας ζωής 75-80 ετών.
Θέλει νεωτερική
αυθάδεια, μετα-νεωτερική αφέλεια, μοντέρνα ασχετοσύνη (παίζοντας με τις λέξεις
- γελώντας με τις έννοιες) ώστε να ισχυριστεί κάποιος πως του ανήκει η ζωή, μία
ζωή. Στα χέρια βλοσυρών Θεών για εκατονταετίες, για πολλές εκατονταετίες, στο
νυστέρι του νευροεπιστήμονα αλλά και θυσία στο βωμό των πολύτιμων και απολύτως
απαραίτητων (αν επιθυμείς να τα καταφέρεις με κάποιον τρόπο στο παζάρι της
Αγοράς που ονομάζουμε ζωή) νευρώσεων μας as we speak, σε δήθεν έσχατους
καιρούς (δεν προλαβαίνει να ξαποστάσει η εσχατιά από την αυγή του χρόνου,
αιωνίως επίσημη καλεσμένη των πεφωτισμένων και των φοβικών).
Γνωστά σε όλους αυτά,
ξέχωρα από τους σκληρούς ρεαλιστές, λάτρεις του σκληρού νομίσματος. Η σκληρή
πούτσα προοριζόταν για τους υπόλοιπους, τους λάτρεις της - οπωσδήποτε
μυοχαλαρωτικής - ιεροτελεστίας της λατρείας, ή και πίστης, ανεξαρτήτως
ποιοτικών διαβαθμίσεων και καινοφανών επιλογών.
Τα σλόγκαν έφταιγαν
για όλα, δεν βρέθηκε να του πει κανείς.
Ίσως να έφταιγε που
όταν ήταν ακόμα στην εφηβεία του έβρισκε ένα περιοδικό να τον περιμένει δίπλα
από τη χέστρα, περιοδικό που ποτέ δεν έτυχε να μην έχει ένα τρισέλιδο θέμα
σχετικά με όλα όσα οφείλει να έχει κάνει ένας άντρας πριν τα τριάντα. Ίσως.
Πάντως δεν τα διάβαζε με λαχτάρα αλλά μάλλον με μια εσωτερική διαμαρτυρία που
περέμενε πάντως μαχαίρι δίχως λάμα. Κι αν είχε λάμα το μαχαίρι τότε σίγουρα ήταν
στραμμένη προς τη μεριά του· τον πλήγιαζε αργά και βασανιστικά. Όπως και να
‘χει, όλες οι θυσίες του πήγαν χαμένες. Δεν έμαθε τίποτα απο τη μυστική ζωή του
σώματος παρόλες τις δοκιμασίες που υπέβαλλε τον ταλαίπωρο εαυτό του. Το μυστικό
δεν ήταν πια μυστικό αλλά μυστήριο.
Το μυστήριο του πως ξεχνά κανείς να ζει.