Samuel Aranda |
Η ζωή στην Αθήνα μοιάζει σχετικά ανέμελη όταν κινείσαι νωχελικά στα πέριξ της Διονυσίου Αεροπαγίτου. Κόσμος πάει κι έρχεται· παιδιά, σκυλιά, νταντάδες. Αυτές τις τελευταίες βέβαια, ίσως και να τις έπλασα με τη φαντασία μου. Μάλλον πρόκεται για μαμάδες που απλά νοιώθουν ξένες, ως προς τον κόσμο γενικά αλλά και ως προς τον εαυτό τους· κατά συνέπεια, και ως προς το παιδί τους.
Η κρίση αποξενώνει· όσο μικραίνει το βάθος της τσέπης μας
τόσο η πιθανότητα επιθυμίας εξερεύνησης του υπαρξιακού μας πλούτου ξεμακραίνει,
σαν το καΐκι που χάνεται από το βλέμμα μας μέσα στην απέραντη θάλασσα.
Χρόνος υπάρχει· διάθεση για εσωτερική αναζήτηση δεν μας βρίσκεται
κάπου πρόχειρη λόγω μιας μερικώς εσφαλμένης παραδοχής, ό,τι δηλαδή το μεγάλο
ψάρι τρώει το μικρό. Ό,τι το τρώει, το τρώει· είναι μονάχα που το μικρό ψάρι
έχει προλάβει να κολυμπήσει σε θάλασσες βαθιές, ταραχώδεις ή και απόλυτα
ήρεμες, προηγουμένως.
Μαθαίνει κανείς να κολυμπά μόνος του.
Μαθαίνει να εκτιμά μαζί με τους φίλους του.
Στην γκρίζα (καμιά φορά και πολύχρωμη όμως) μοναξιά των
Αθηναϊκών διαμερισμάτων, δεν εκτιμάς τίποτα· μονάχα λογαριάζεις εχθρούς. Ειδικά
κάθε φορά που μετράς με βαριά καρδιά τα κέρματα ένα ένα ώστε να πάρεις το
Μετρό.
Εχθροί υπάρχουν· λεφτά δεν υπάρχουν· τέλος, η ζωή συνεχίζεται.
Συνεχίζεται έτσι ακριβώς όπως άρχισε, πριν το διαφημιστικό
(μιας και γέννησε ψευδαισθήσεις) διάλειμμα (καθότι όντως σύντομο) της χρονικής περιόδου
κατά την οποία ενηλικιώθηκε η γενιά μου: αγώνας μέχρι το θάνατο, χαρά, αγωνία
μέχρι το θάνατο, ευτυχία, ίσως, και έπειτα πια, θάνατος.
Στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, με θέα το νησί του
Παρθενώνα, το tagging εξαπλώνεται με τους
φρενήρεις ρυθμούς ενός τάγματος σαρκοφάγων μυρμηγκιών σε τροπικό δάσος. Ένας
μαγαζάτορας εξακολουθεί να εμπορεύεται καφέδες μετά συνοδεία αράγματος. Ακριβώς
δίπλα του, δεκάδες υπογραφές-μουτζούρες στην τζαμαρία του κλειστού εδώ και
καιρό ρουχάδικου, δηλώνουν την επιθυμία τόσων πολλών πλέον νέων να αφήσουν τα
ίχνη τους κάπου μιας και δεν έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ποτίσουν με τον
ιδρώτα τους τις καρέκλες του σκηνοθέτη λίγα μέτρα πιο πέρα· που άλλωστε λεφτά
για μπουρμπουάρ στην σερβιτόρα.
Εν τω μεταξύ, οι όμορφες σερβιτόρες θα πρέπει να μάθουν
με λιγότερα ενόσω οι καφέδες θα ρέουν ολένα και συχνότερα μέσα σε θερμούς.
Θα ‘ναι μέσα σ’ ένα θερμό, κάτω από τον Ελληνικό ήλιο και
μια ανάσα από τα νερά της Μεσογείου, που ο πικρός καφές της παρηγοριάς θα
θελήσει να ξεχυθεί έξω από την αδιατάραχτης θερμοκρασίας φυλακή του ώστε να
γίνει ένα με τη θάλασσα. Θα ξεδιψάσει ψάρια· θα μπερδέψει γλυκά ανυποψίαστους
κολυμβητές.
Η αλμύρα της
θάλασσας, ως γνωστόν, γλύφει τις πληγές μας.