Αν «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», τότε, είναι προφανές, οι Έλληνες την περίοδο της επανάστασης του 1821 παρήγαγαν πολιτική, η οποία φυσικά δεν άφησε καθόλου ανεπηρέαστους τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και τους ηγέτες τους. Το περιεχόμενο του πολιτικού προτάγματος των Ελλήνων ήταν η εθνική τους χειραφέτηση η οποία έμελλε να ικανοποιηθεί ως αίτημα με τη μορφή του έθνους-κράτους.
Διακόσια
χρόνια πριν, οι Έλληνες, μέσω του αγώνα τους για ελευθερία, (επι)κοινώνησαν
στην Ευρώπη ένα αίτημα, αίτημα οικουμενικό με την σφραγίδα της Γαλλικής
Επανάστασης. Στον αγώνα τους αυτόν είχαν την συμπαράσταση χιλιάδων εθελοντών
από όλον τον κόσμο.
Και η πολιτική
όμως, είναι μια «μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης με άλλα μέσα». Δηλαδή, αυτό που επιχειρεί
η Ελληνική κυβέρνηση σήμερα, αναδεικνύοντας κάθε φορά την ανθρωπιστική πλευρά
του προσφυγικού ζητήματος (έχοντας ταυτόχρονα την συμπαράσταση χιλιάδων
εθελοντών από όλον τον κόσμο), δεν είναι ρητορικός ηθικισμός.
Ούτε είναι
αποκλειστικά μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκρυφτεί η – δεδομένη - ανεπάρκεια
του κράτους στην διαχείριση του μεταναστευτικού. Είναι, επίσης, η συμμετοχή και η συμβολή της στη
μάχη των λεκτικών χαρακωμάτων η οποία διεξάγεται χωρίς σταματημό εδώ και
χρόνια.
Οι λέξεις
οι οποίες φέρουν την σφραγίδα του Συμβουλίου των Αρχηγών της Ευρώπης δεν
αποτελούν πυροτεχνήματα· πολλές φορές ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου, στην
συνθήκη της Γενεύης παραδείγματος χάριν, ίσως δε και στην συνθήκη της Λωζάνης
ακόμα, όταν σε αυτό το Συμβούλιο τυγχάνει να παρίσταται ως επίσημος προσκεκλημένος
ο πρωθυπουργός της Τουρκίας.
Η τωρινή
Ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν εκείνη η οποία βρέθηκε στην αφετηρία των εξελίξεων.
Είναι γνωστό άλλωστε πως ο Σύριζα κεφαλοποίησε τη δυσφορία των Ελλήνων πολιτών
ώστε να ανέλθει (μερικώς) στην εξουσία εκκινώντας από το, μακρινό πια, 2008
όταν, σε παγκόσμια πρώτη προβολή, από τη στιγμή που εξερράγη η χρηματοπιστωτική
βόμβα την άνοιξη της ίδιας χρονιάς στις Η.Π.Α., βόμβα που συντάραξε τα θεμέλια
της τελευταίας έκδοσης του καπιταλισμού στα ανεπτυγμένα κράτη, του μοντέλου της
κατανάλωσης διά του δανεισμού δηλαδή που ένθερμα είχαν υιοθετήσει όλες,
λιγότερο ή περισσότερο, οι ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, τέθηκε το ερώτημα:
«κρίση
είναι, θα περάσει;
Αρκετά
πριν η Ελλάδα δήθεν μεταδόσει την
προσφυγική κρίση στην Ευρώπη διά των διάτρητων θαλάσσιων συνόρων της, λίγο πριν
δήθεν μεταδόσει την οικονομική κρίση
στην Ευρώπη γιατί αρνείται σθεναρά να μεταρρυθμιστεί, η Ελλάδα δήθεν απειλούσε με μετάδοση της
νεολαιίστικης απείθιας και βίας αλά Μάης του ’68 το Δεκέμβρη του 2008, όπως
προειδοποιούσε άλλωστε[1] ο
πρόεδρος Σαρκοζύ[2].
Όχι, δεν
παράγει η Ελλάδα τα γεγονότα.
Κάποια γεγονότα
όμως νοηματοδοτούνται μέσω της Ελλάδας, όπως το έθεσε ο Mazower: for the past 200 years Greece has been at the forefront of Europe’s evolution[3].
Η Αθήνα,
προφανώς, καταλαμβάνει το ρόλο που είχε η Ιερουσαλήμ τον καιρό των
Σταυροφοριών.
*
Στις
δύσκολες στιγμές που περνάμε, αξίζει να θυμόμαστε πως ο Ιμπραήμ, ως εντολοδόχος
του Σουλτάνου, είχε διαφορετική άποψη από εκείνη των επαναστατημένων Ελλήνων
των οποίων το πολιτικό πρόταγμα θα μπορούσε να είχε παραμείνει μια ιστορική
πιθανότητα. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ακόμα και αν δεν έκρινε το αποτέλεσμα του
πολέμου υπέρ των Ελλήνων, δεν παύει να συμβολίζει, αντικατοπτρίζοντας σε κάποιο
βαθμό, την υποστήριξη των Μεγάλεων Δυνάμεων της εποχής προς τους εξεγερμένους.
Έτσι και
σήμερα. Αν δεν επιχειρηθεί η μερική αποδέσμευση της Ελλάδας από τα δεσμά του
χρέους και της συνεχής οικονομικής επιτήρησης, αν δεν επέλθουν αλλαγές στο φρικτό
και απεχθές σενάριο το οποίο ορίζει τον εγκλωβισμό της χώρας, εδώ και έξι
χρόνια άλλωστε, στο σημείο ‘G’, σημείο
το οποίο δε σχετίζεται με κραυγές ηδονής αλλά με κραυγές από τη σφαγή ενός
χοίρου (PIGGS), αν δεν
επιχειρηθεί εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων μια στροφή 180° μοιρών όσον αφορά
την Ελλάδα, ώστε να της δοθεί τουλάχιστον η ευκαιρία να διαχειριστεί το
προφυγικό ζήτημα προτού αυτό πιθανότατα γίνει εκρηκτικό, αν το θελήσουν δηλαδή
εξωγενείς παράγοντες, έκρηξη που θα αφορά μεγάλο μέρος των Βαλκανίων, τότε το μέλλον
της χώρας προδιαγράφεται ζοφερό.
Δε θα
είναι η πρώτη φορά βέβαια όπου ένας λαός καταδικάζεται, με έμμεσο τρόπο, στον
μαρασμό. Ούτε θα είναι πρωτοφανές γεγονός όμως πως σ’ αυτόν το μαρασμό
συνετέλεσε, κατά πολύ, και η παρακμή του ίδιου του θύματος.