22.12.18

Ο Σταύρος Τσιώλης έπλασε ήρωες έτοιμους να αγαπηθούν




Η τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη είναι η πιο αδύναμη από την οικογένεια των ταινιών που τον έκανε αγαπητό στο κοινό τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, αφότου πήδηξε δηλαδή, με σκανδαλώδη ευκολία, από ένα γκρίζο νουάρ σύννεφο στον ξάστερο ουρανό της κωμωδίας.

Στο «Γυναίκες Που Περάσατε Από Εδώ» ο Τζούμας εμφανίζεται κομματάκι ξεψυχισμένος να παλεύει κατά βάση με την άρθρωση του καθώς οι στάλες της παππουδίστικης πλέον σοφίας του Τσιώλη ποτίζουν το έργο, στάλες που ακόμα κι αν χαθούν στην καταιγίδα μιας εποχής που δεν έχει υπομονή για τη βραδύτητα στην κίνηση των ηρώων του Τσιώλη, δεν μπορεί παρά να ποτίζουν μυστικά και υπογείως τον Αθηναϊκό βράχο που αντικρύζουν καθόλη τη διάρκεια της ταινίας οι ήρωες του, μαζί τους και εμείς.

Όπως και να ‘χει, ο Τσιώλης έχει μια σειρά από αξιοσημείωτες ταινίες στη φιλμογραφία του, το μεγάλο του κατόρθωμα βέβαια είναι το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» καθώς με την συγκεκριμένη ταινία ο Τσιώλης ανέβηκε στο θρόνο-πλαστική λευκή καρέκλα του σημαντικότερου λαογράφου του σινεμά της εποχής του. 

Το Ας περιμένουν οι Γυναίκες δεν είχε την πνευματικότητα που συναντάμε στο «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε», ευγενική συνεισφορά του Γαλλοτραφή Χρήστου Βακαλόπουλου το εκλεκτικό πνεύμα του οποίου αποτυπώνεται στην ταινία, αν και εν μέρει παραμερίζεται συνειδητά προς όφελος της επιθυμούμενης από τον ίδιο αληθινής πραγματικότητας. Δεν είχε επίσης τη σινεφίλ φινέτσα του road movie «Έρωτας στη Χουρμαδιά». Δεν ξενάγησε τον θεατή στο θέατρο του Παραλόγου όσο η εξαίρετη κωμωδία καταστάσεων «Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά». Τέλος, δεν είχε την κινηματογραφική αρτιότητα των δραματικών φιλμ με τα οποία ξεκίνησε ο Τσιώλης την καριέρα του. 

Γενικά μιλώντας, το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες σνόμπαρε συνειδητά την ιστορία του κινηματογράφου όπως αυτή ξεδιπλώνεται με χρονολογική πειθαρχία σε ένα ακαδημαϊκό βιβλίο, αγνόησε τους Έλληνες σινεκριτικούς επιλέγοντας το τηλεοπτικό ζεύγος Ζουγανέλη-Μπουλά (η τηλεορασίλα των οποίων ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου από την... τηλεόραση του Ant1 εν έτει 1998), έβγαλε τη γλώσσα στο Χόλυγουντ, οι ήρωες του οποίου μας μιλούν με μεταλλικές φωνές σαν να ‘ταν όλοι τους νόθα παιδιά του Μόργκαν Φρίμαν, αντιπαραθέτοντας την ιδιοσυγκρασιακή φωνή του Μπακιρτζή· όσο για τους θεατές, εκείνοι ετοιμάζονταν να σπάσουν τα κοντέρ για χάρη του Safe Sex το οποίο κάποια χρόνια αργότερα μνημονεύεται σχεδόν αποκλειστικά από τις λίστες με τα ρεκόρ εισιτηρίων κινηματογραφικών σάιτ με χαμηλή επισκεψιμότητα ενώ η ταινία του Τσιώλη έχει πλέον αναδειχτεί ως η κωμική πλευρά της συλλογικής υπόστασης των Ελλήνων μιας συγκεκριμένης εποχής από... τους ίδιους!

Ο Τσιώλης μέσα σε ενενήντα λεπτά συμπύκνωσε τη πολύχρονη περιήγηση του ως πλασιέ ειδών λαικής τέχνης στα έγκατα του τόπου στον οποίο έζησε και τον οποίο αγάπησε, πρωταγωνιστής ο ίδιος δηλαδή σε μια λαϊκή περιπέτεια το πνεύμα και η ψυχή της οποίας έμελλε να λάμψουν στα πρόσωπα των κινηματογραφικών ηρώων του Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Η ταινία του Τσιώλη με τα χρόνια έπαψε να είναι μια κινηματογραφική κατασκευή, μικρόφωνα, κάμερα και μακιγιάζ έγιναν φωνή, πρόσωπο και γέλια αλησμόνητων κινηματογραφικών χαρακτήρων και εδώ ασφαλώς βρίσκεται το κλειδί του θριάμβου του φιλμ:

ο Τσιώλης έπλασε ήρωες γεννημένους για να αγαπηθούν.






No comments:

Post a Comment