Ο
υπερπληθωρισμός των συνθημάτων στους τοίχους της Αθήνας είναι εύκολο να
αποπροσανατολίσει κάθε επίδοξο flâneur. Υπάρχουν όμως δύο λέξεις στους τοίχους της Αθήνας οι
οποίες απέδρασαν οριστικά από την εφήμερη φύση της τέχνης του δρόμου, λέξεις από
σπρέυ που τρύπησαν το παλίμψηστο των τοίχων της πόλης και έγιναν νοήματα χαραγμένα
σε πέτρα. Απουσία Θεού, αντί για τις δέκα εντολές, λάβαμε δύο χρησμούς.
Εν
αρχή ήτο το βασανίζομαι.
Βασανίζομαι
θα πει να βρίσκεσαι στη φυλακή, υψίστης ασφαλείας ή αγροτικής, εξαρτάται από
τις εγκληματικές παραλείψεις του καθενός, εντός του ταλαιπωρημένου σου ψυχισμού
στον πάτο μιας αβύσσου όπου το παιχνίδι της κατασκευής της ταυτότητας (identity politics), μια εξ ορισμού γόνιμη διαδικασία διότι άλλωστε
δοκιμάζει τα όρια μας, εκπληρώνει τα όνειρα μας, αναδεικνύει τις αντοχές μας,
γονιμοποιεί το πάθος μας, ξεδιψά την περιέργεια μας για τον κόσμο γύρω μας και για
την ψυχοσύνθεση μας, το βάθος της ψυχής μας δηλαδή, μεταμορφώνεται στο ακριβώς
αντίθετο ενός παιχνιδιού, γίνεται το επίπονο κυνήγι ενός χαμένου θησαυρού, ένα El Dorado του στρες, μια αέναη ταυτολογία, μετασχηματίζεται σε ένα
ψυχοφθόρο λαβύρινθο κατασκευής ενός παζλ το οποίο άλλωστε δε δύναται να
συμπληρωθεί ποτέ εξ ορισμού· ένα κομμάτι του παζλ πάντοτε θα αγνοείται, σαν
άλλο ιερό δισκοπότηρο, κανείς μας δεν πορεύεται ολόκληρος, κύκλος είναι ο
κόσμος, εμείς αιωρούμαστε εντός του, όσο βαθιά κι αν φτάσουν τα θεμέλια κάθε
λαμπρού οικοδομήματος-πολιτισμού.
Βασανίζομαι
γιατί νοσταλγώ ένα μέλλον που δεν πρόκειται να ‘ρθει, νοσταλγώ αντί να
οραματίζομαι καθώς το όραμα προϋποθέτει τη γνώση πως η ρευστότητα της
ταυτότητας είναι δεδομένη και πως η πίστη είναι η αόρατη συγκολλητική ουσία του
παζλ της ταυτότητας.
Βασανίζομαι
σε ενεστώτα χρόνο, με μικροποσότητες από αόριστο και παρατατικό, αλλά ευτυχώς
για εμάς όταν δεν φτάναμε να κοιτάξουμε τ’ αστέρια, όπως θα το ‘θελε άλλωστε η
ευγενής ψυχή του Oscar Wilde, είχαμε θέα στους τοίχους της Αθήνας,
Πιστέψαμε
λοιπόν πως ο μέλλοντας μπορεί να είναι Lάθως.
Το
Lάθως διαβάζεται
με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος διαγράφει παράλληλη πορεία με το βασανίζομαι.
Λάθος θα πει πως όλα γύρω μας πάνε στραβά. Failed State. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Κι αν τύχει και αλλάξει,
θα ‘ναι προς το χειρότερο. «Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος». «Ο Τσίπρας δε
μιλάει καλά αγγλικά». «Τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας μας άφησε Ανατολίτικα
κουσούρια». «Η Ελλάδα δεν πέρασε Διαφωτισμό». Το παρελθόν ως ενοχή και το παρόν
ως αμαρτία, όσο για το μέλλον, κανείς δε βιάζεται να έρθει.
Ο
δεύτερος τρόπος να προσλάβει κανείς το Lάθως ωστόσο είναι μέσα από την αυτοαναφορικότητα του. Σ’
αυτήν την περίπτωση, το Lάθως, ενώ είναι απολύτως ενήμερο της ανορθογραφίας του,
αποφασίζει πως οφείλει να υπάρχει στον τοίχο ώστε να το φωτογραφίσει ο flâneur ο οποίος άλλωστε, ως γνωστόν, εργάζεται όπως ο καλός επιστήμονας ή φιλόσοφος που ενσυνείδητα προτιμά
να σφάλλει δημιουργικά, παρά να ακριβολογεί με τρόπο άοσμο κι άνοστο.
Just do it, δηλαδή. Ας είναι και Lάθως.
Στον
αντίποδα της στοχαστικής παθητικότητας του βασανίζομαι, στη χώρα του Lάθως επιβάλλεται να δράσεις.
Κοντολογίς,
είμασταν πλέον αρκετά απελπισμένοι ώστε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην
επικράτεια του Lάθως.