29.3.19

Ντο: Lάθως






Ο υπερπληθωρισμός των συνθημάτων στους τοίχους της Αθήνας είναι εύκολο να αποπροσανατολίσει κάθε επίδοξο flâneur. Υπάρχουν όμως δύο λέξεις στους τοίχους της Αθήνας οι οποίες απέδρασαν οριστικά από την εφήμερη φύση της τέχνης του δρόμου, λέξεις από σπρέυ που τρύπησαν το παλίμψηστο των τοίχων της πόλης και έγιναν νοήματα χαραγμένα σε πέτρα. Απουσία Θεού, αντί για τις δέκα εντολές, λάβαμε δύο χρησμούς. 

Εν αρχή ήτο το βασανίζομαι.

Το βασανίζομαι αποδίδει ιδανικά την επίπονη, ψυχοφθόρα και μακρά διαδικασία της κατάβασης μας μέσα στο λαγούμι που ξεκινήσαμε να σκάβουμε οι ίδιοι, κατ’ απαίτηση άλλων, από το 2008 και έπειτα. Λέξη σε παθητική φωνή ώστε να μην αφήνει πολλά περιθώρια στο αυτοβασανιζόμενο υποκείμενο να ονειρεύεται την απόδραση του από την οθόνη, διαφυγή η οποία φαντάζει τόσο αδύνατη όσο να διαγράψεις διά παντός το λογαριασμό σου στο Facebook
 
Βασανίζομαι θα πει να βρίσκεσαι στη φυλακή, υψίστης ασφαλείας ή αγροτικής, εξαρτάται από τις εγκληματικές παραλείψεις του καθενός, εντός του ταλαιπωρημένου σου ψυχισμού στον πάτο μιας αβύσσου όπου το παιχνίδι της κατασκευής της ταυτότητας (identity politics), μια εξ ορισμού γόνιμη διαδικασία διότι άλλωστε δοκιμάζει τα όρια μας, εκπληρώνει τα όνειρα μας, αναδεικνύει τις αντοχές μας, γονιμοποιεί το πάθος μας, ξεδιψά την περιέργεια μας για τον κόσμο γύρω μας και για την ψυχοσύνθεση μας, το βάθος της ψυχής μας δηλαδή, μεταμορφώνεται στο ακριβώς αντίθετο ενός παιχνιδιού, γίνεται το επίπονο κυνήγι ενός χαμένου θησαυρού, ένα El Dorado του στρες, μια αέναη ταυτολογία, μετασχηματίζεται σε ένα ψυχοφθόρο λαβύρινθο κατασκευής ενός παζλ το οποίο άλλωστε δε δύναται να συμπληρωθεί ποτέ εξ ορισμού· ένα κομμάτι του παζλ πάντοτε θα αγνοείται, σαν άλλο ιερό δισκοπότηρο, κανείς μας δεν πορεύεται ολόκληρος, κύκλος είναι ο κόσμος, εμείς αιωρούμαστε εντός του, όσο βαθιά κι αν φτάσουν τα θεμέλια κάθε λαμπρού οικοδομήματος-πολιτισμού.  

Βασανίζομαι γιατί νοσταλγώ ένα μέλλον που δεν πρόκειται να ‘ρθει, νοσταλγώ αντί να οραματίζομαι καθώς το όραμα προϋποθέτει τη γνώση πως η ρευστότητα της ταυτότητας είναι δεδομένη και πως η πίστη είναι η αόρατη συγκολλητική ουσία του παζλ της ταυτότητας. 

Βασανίζομαι σε ενεστώτα χρόνο, με μικροποσότητες από αόριστο και παρατατικό, αλλά ευτυχώς για εμάς όταν δεν φτάναμε να κοιτάξουμε τ’ αστέρια, όπως θα το ‘θελε άλλωστε η ευγενής ψυχή του Oscar Wilde, είχαμε θέα στους τοίχους της Αθήνας, 

Πιστέψαμε λοιπόν πως ο μέλλοντας μπορεί να είναι Lάθως.

Το Lάθως διαβάζεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος διαγράφει παράλληλη πορεία με το βασανίζομαι. Λάθος θα πει πως όλα γύρω μας πάνε στραβά. Failed State. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Κι αν τύχει και αλλάξει, θα ‘ναι προς το χειρότερο. «Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος». «Ο Τσίπρας δε μιλάει καλά αγγλικά». «Τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας μας άφησε Ανατολίτικα κουσούρια». «Η Ελλάδα δεν πέρασε Διαφωτισμό». Το παρελθόν ως ενοχή και το παρόν ως αμαρτία, όσο για το μέλλον, κανείς δε βιάζεται να έρθει.

Ο δεύτερος τρόπος να προσλάβει κανείς το Lάθως ωστόσο είναι μέσα από την αυτοαναφορικότητα του. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το Lάθως, ενώ είναι απολύτως ενήμερο της ανορθογραφίας του, αποφασίζει πως οφείλει να υπάρχει στον τοίχο ώστε να το φωτογραφίσει ο flâneur ο οποίος άλλωστε, ως γνωστόν, εργάζεται όπως ο καλός επιστήμονας ή φιλόσοφος που ενσυνείδητα προτιμά να σφάλλει δημιουργικά, παρά να ακριβολογεί με τρόπο άοσμο κι άνοστο.   

Just do it, δηλαδή. Ας είναι και Lάθως. 

Στον αντίποδα της στοχαστικής παθητικότητας του βασανίζομαι, στη χώρα του Lάθως επιβάλλεται να δράσεις. 

Κοντολογίς, είμασταν πλέον αρκετά απελπισμένοι ώστε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην επικράτεια του Lάθως. 




26.3.19

Lάθως




Τέσσερα χρόνια μετά το βασανίζομαι έφθασε η ώρα για το sequel, θα έχει τη μορφή επτά σύντομων σημειωμάτων. Πράγματι λοιπόν, «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά tagιά δεν πρόκειται να πιάσει». Η κατάφαση στην απροσδιοριστία της ευχής μου προ τετραετίας ήρθε ξανά από τους τοίχους της πόλης. 

Πέρασε καιρός να βασανίζομαι, χρόνια που πήγαν όλα Lάθως














22.3.19

Ο Michael Jackson ήταν η ψυχή της pop




Ο Michael Jackson ήταν η παγκοσμιοποίηση (globalization), η ενσάρκωση μιας ουτοπίας. Όταν βέβαια φθάσαμε (νομοτελειακά) στη δυστοπία η παγκοσμιοποίηση εξερράγη μέσα του, εξού και η παραμόρφωση του προσώπου του τα ύστερα χρόνια.

Της έκρηξης είχε προηγηθεί η διακήρυξη ενός νέου κόσμου μέσω του Black or White, ένας pop ύμνος που εξέφρασε το πνεύμα μιας νέας πίστης: σύνορα, χρώμα δέρματος, ήθη και έθιμα, ιστορία και προϊστορία είτε θα καταργούνταν, είτε θα ενοποιούνταν – θα γίνονταν η λάβα του 21ου αιώνα που θα κατάπινε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία στο διάβα της.

Βρισκόμασταν στην ιστορική φάση της μονοπολικότητας, λιγοστοί ήταν εκείνοι που διαμαρτυρήθηκαν. Ένας υπολογίσιμος αντίπαλος βρισκόταν εντός της καρδιάς της Pax Americana, τον αναγνωρίζουμε πλέον στο πρόσωπο του αντιδραστικού (reactionary) Αμερικανού της suburbia και της Αριζόνα, μελλοντικό ψηφοφόρο του Donald trump, σαν τον πατέρα του ξανθού μπόμπιρα (στο video clip του black or white) που το είχε σκάσει από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη, την καρδιά άλλωστε του ντελιριακού καπιταλιστικού globalization, ένας μπόμπιρας που είχε προλάβει να κατακτήσει τις καρδιές ολόκληρης, η σχεδόν ολόκληρης όπως αποδείχτηκε αργότερα, της οικουμένης.

Με άλλα λόγια, η pop, και του MJ ειδικότερα, ήταν η χρυσόσκονη στη διαδικασία ομογενοποίησης της ανθρωπότητας, οικουμενικό όραμα το οποίο άλλωστε κατακρημνίστηκε και εξαιτίας της απληστίας των εμπνευστών του, Δημοκρατικών που κατάντησαν cheerleaders της wall street (εξού και η Hilary clinton δεν ήταν σε θέση να παίζει το beat it στις προεκλογικές της συγκεντρώσεις), των στελεχών της sony, και της βιομηχανίας της μουσικής γενικότερα, έπειτα φυσικά άνοιξε και η όρεξη του ίδιου του βασιλιά της pop όταν το επιχειρηματικό του δαιμόνιο τον οδήγησε να αγοράσει τα δικαιώματα του καταλόγου των The Beatles μέσα από τα χέρια της coca cola και της virgin.

Προηγουμένως, ο Michael Jackson, με την εξωγήινη χάρη στην κίνηση του σώματος, την ασύγκριτη ικανότητα στο να δημιουργεί συγκινησιακή φόρτιση στον ακροατή-θεατή, παράγωγο σκληρής δουλειάς αλλά και σπάνιας χαρισματικότητας, υπήρξε αναμφισβήτητα η ψυχή της pop.

Δολοφονώντας τον χαρακτήρα του (character assassination), η μουσική βιομηχανία στόχευε να σκοτώσει άπαξ και διά παντός την όποια πιθανότητα το προϊόν της να μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό από αντικείμενο προς πώληση.

Εν προκειμένω, όταν το έγχρωμο παιδί το οποίο στα πέντε του χρόνια έβγαζε το ψωμί του βαρώντας τύμπανα, επιχείρησε να ανατρέψει τους όρους του παιχνιδιού διεκδικώντας για τον εαυτό του όχι μονάχα την ευθύνη του αισθητικού αποτελέσματος της δουλειάς του αλλά ακόμα και τον ίδιο τον ρόλο του παραγωγού με την αξία του στο χρηματιστήριο της μουσικής να ξεπερνά τους Beatles αλλά και τον προηγούμενο Βασιλιά, τον Elvis, είχε φθάσει πλέον η ώρα της μάχης των χαρακωμάτων.

Η ουτοπία της liberal παγκοσμιοποίησης, world theory που παρήγαγε μια φουρνιά από απάτριδες νομάδες με έφεση στην κατανάλωση pop culture και την δικτύωση σε παγκόσμια κλίμακα, ντύθηκε κάποια στιγμή με τα ρούχα της neo-liberal δυστοπίας·

ο Michael Jackson, με δεδομένη την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, είχε προλάβει να μεταμορφωθεί από Άγιο του globalization σε έκπτωτο άγγελο της showbiz.