16.5.19

Ναι Ρε! ΠΑΟΚ




Το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ στο ποδόσφαιρο είναι ένα καλό νέο. Η Θεσσαλονίκη πανηγύρισε έπειτα από 34 χρόνια, η Λάρισα (1988) ήταν η τελευταία πόλη - εκτός της Αθήνας - η οποία στέφθηκε πρωταθλήτρια. 

Εν τω μεταξύ, ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν η Αθήνα εισέβαλλε στην Θεσσαλονίκη, την τότε πρωτεύουσα του μπάσκετ δηλαδή. Μέσα σε τρία καλοκαίρια, οι Γιάννης Ιωαννίδης, Νίκος Γκάλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας θα εγκατέλειπαν τις ομάδες τους προς χάριν του Παναθηναικού, του Ολυμπιακού ακόμα και του Πανιωνίου! 

Ο συντομότερος δρόμος προς την κορυφή άλλωστε, είτε μιλάμε για αθλητισμό, είτε για business, είναι να απορροφήσεις-ενσωματώσεις τον αντίπαλο σου, αντί να προσπαθήσεις να τον ανταγωνιστείς. 

Μέσα σε λίγα χρόνια, περάσαμε από την Ελλάδα που στηνόταν μπροστά από την τηλεόραση τα βράδια της Πέμπτης ώστε να υποστηρίξει τον Άρη στη μάχη του με τα θηρία της Ευρώπης (Μιλάνο, Βαρκελώνη), στην Ελλάδα που παρακολουθούσε αμήχανα χαρεύτριες με ζαρτιέρες να αντικαθιστούν τους αθλητές στον πέμπτο τελικό της Α1 που θα έκρινε τον πρωταθλητή της σεζόν 1992-’93.

Φαίνεται λοιπόν πως η Ελλάδα (μιλώντας για σπορ, αλλά και όχι μόνο) δεν εισήλθε ενιαία και αδιαίρετη στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης η οποία εγκαινιάστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Ο υδροκεφαλισμός της Αθήνας, όπως αποτυπώθηκε στα ομαδικά σπορ, καταδίκασε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας σε παρακμή. Ήταν μάλιστα τέτοια η υπεροψία των Αθηναίων ώστε στην προσπάθεια να εξηγηθεί η αθλητική καθίζηση και παρακμή μιας πόλης, και του λαοφιλούς ΠΑΟΚ ειδικότερα, γεννήθηκε ο μύθος (προπέτασμα καπνού στην πραγματικότητα) περί του «κόμπλεξ κατωτερότητας» των Θεσσαλονικέων· η «λουζεριά» τους εξηγούσε σε μεγάλο βαθμό τις αποτυχίες τους.

Καθόλου παραδόξως, στην κατηγορία του λούζερ εντασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και η Μπαρτσελόνα, κατηγόρια που απέκρυπτε φυσικά την προνομιακή θέση στην οποία βρισκόταν διαχρονικά το αντίπαλο δέος της Ρεάλ Μαδρίτης[i]

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τη στιγμή που η πρωτεύουσα της Καταλωνίας εισήλθε στον χάρτη του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και κατέστη απολύτως αναγνωρίσιμο τουριστικό brand name (με κομβικό σημείο για την εκτίναξη της πόλης τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992), μέχρις ότου η ποδοσφαιρική ομάδα να αναρριχηθεί στην ελίτ των ποσοσφαιρικών club της Ευρώπης. 

Κάπως έτσι, το παρελθόν διεγράφηκε μεμιάς, τεχνητό κι επίπλαστο γαρ, μιας και δεν υπήρξε ποτέ κόμπλεξ, μονάχα διαφορά στον συσχετισμό δυνάμεων.

Είναι αλήθεια πως ο ΠΑΟΚ έλαβε εξωτερική βοήθεια (Ρωσία) ώστε να καταφέρει να υπερισχύσει των αντιπάλων του, χρησιμοποιώντας μάλιστα τα ίδια μέσα με εκείνους· κοντολογίς, άλλαξε ιδιοκτήτη η «παράγκα» του Ελληνικού ποδοσφαίρου. 

‘Οπως και να ‘χει, αν το Παρίσι χρειάστηκε το Κατάρ (Paris Saint-Germain), το λιμάνι του Λίβερπουλ Αμερικάνικα κεφάλαια (Liverpool), το Λονδίνο έναν Ρώσο ολιγάρχη (Chelsea), η σταχτοπούτα από το Λέστερ το μαγικό άγγιγμα ενός Ταϊλανδού μεγιστάνα (Leicester City), το βιομηχανικό Μάντσεστερ τα πετροδόλλαρα ενός Σεΐχη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Manchester City), ενώ, τέλος, το Μιλάνο ποντάρει στην αναγέννηση του μέσω Κίνας (A.C. Milan), τότε η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. 




[i]Alfredo Di Stefano: Did General Franco halt Barcelona transfer? https://www.bbc.com/sport/football/28204560

 

 

 

 


9.5.19

Άνθρωπος, ζώο ή πράγμα; Across the Yorgosian (dystopian) Universe





Εν αρχή είναι ο άνθρωπος, όχι πάντως στον κινηματογραφικό κόσμο του Γιώργου Λάνθιμου, σύμπαν στο οποίο απουσιάζει πλήρως η πνευματικότηταεξού και η έλλειψη αποδοχής του έργου του εκ μέρους του κοινού, σε αντίθεση με την ετυμηγορία των ειδικών.

Τα σπουδαία έργα, είτε πρόκειται για μία ταινία του Béla Tarr ή του Tarkovsky, είτε για ένα λαϊκό άσμα του Τσιτσάνη, του Robert Johnson,  ξεχειλίζουν πνεύμα, δεν αποτελούν καταποκλειστικότητα υλικές κατασκευές - αναπνέουν και φωτοσυντίθεται, εμπνέουν και αποστηθίζονται.


b for Lanthimos


“A B movie is a low-budget commercial movie, but not an arthouse film. Many B movies display a high degree of craft and aesthetic ingenuity”.

Αν εγγράψουμε τις ταινίες του Λάνθιμουρο The Favorite) στον πλανήτη b movies τότε αυτομάτως θα σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε γιατί οι ταινίες του Λάνθιμου διχάζουν το κοινό· η πλειοψηφία δεν είναι εξοικιωμένη με την τεχνοτροπία των b movies (και ούτε σκοπεύει να εντρυφήσει), ενώ ανάμεσα στην κατηγορία των θεατών που ονομάζουμε σινεφίλ οι φαν των b movies επίσης αποτελούν μειοψηφικό ρεύμα.

Γεννάται το ερώτημα: μήπως η αισθητική των b movies αποίκησε το arthouse;

Μάλλον πρόκειται περί παρεξήγησης.

Όταν ο Νίκος Νικολαΐδης (σκηνοθέτης με καριέρα στη διαφήμιση, όπως και ο Λάνθιμος) γύριζε τα αλησμόνητα Κουρέλια, ο Αγγελόπουλος ετοίμαζε τον Μεγαλέξαντρο. Οι διακριτές θέσεις που καταλαμβάνουν στην ιστορία του κινηματογράφου οι δύο σκηνοθέτες είναι προφανείς

Ο πρώτος έκανε συναρπαστικό σινεμά είδους, ο δεύτερος με όχημα τον κινηματογράφο εισέβαλλε στη σκηνή της ιστορίας. Στόχευση, μέθοδος, κινηματογραφικά υλικά, μπάτζετ, ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους,  με την τοποθεσία των γυρισμάτων να αποτελεί σε συμβολικό επίπεδο την αποκρυστάλλωση της διαφοράς των δύο κόσμων:
 
ο Νικολαΐδης διάλεξε τον τόπο κατοικίας του, μια απόμερη βίλα κάπου στην Κηφισιάο Αγγελόπουλος ολόκληρη την Ελλάδα που άφησε απ’ έξω ο Ελύτης.
 
Ο Λάνθιμος καταλαμβάνει τη θέση του Νικολαΐδη στην Ελληνική κινηματογραφίαδύο ταλαντούχοι κινηματογραφιστές με απεύθυνση στους κινηματογραφόφιλους (σινεφίλ) με τη δυνατότητα να παράξουν το δικό τους κοινό λόγω της ικανότητας τους να λανσάρουν το δικό τους κινηματογραφικό στυλ και ύφος κατόρθωμα διόλου ασήμαντο.

Αν το έργο του Λάνθιμου δε διακρίνεται από πνευματικότητα, στον Νικολαΐδη αγνοείται ο στοχασμός. Άγρια ζώα οι άνθρωποι στο σινεμά του Νικολαΐδη, εξημερωμένα και ευνουχισμένα ενίοτε στις ταινίες του Λάνθιμου – ζώα πάντως.

Ο Αγγελόπουλος μάλλον εμπίμπτει στην κατηγορία «Νίκος Γκάλης» - βασιλιάς δίχως διάδοχο δηλαδή καθώς και οι δύο κατάφεραν να σπάσουν τα όρια της επικράτειας που τους περιέβαλλεκινηματογράφος και μπάσκετ αντίστοιχα. Συμβάλλοντας τα μέγιστα στο να αλλάξει η μοίρα ενός ολόκληρου αθλήματος, ο Γκάλης εμπίμπτει δικαιωματικά στην κατηγορία του μύθου. Όσο για τον Αγγελόπουλο, με εργαλείο την «σκεπτόμενη κάμερα», όπως την χαρακτήρισε ο Fredric Jameson, τρύπησε το πανί της μεγάλης οθόνης ώστε να καταφέρει να αγγίξει το νου και τη ψυχή του θεατή


***

Αρχικά, στον «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος μας έδειξε το ταλέντο του ως κινηματογραφιστής. Λειτούργησε επίσης ευεγερτικά το (θετικό) σοκ της έκπληξης. Ακολούθησε το μετέωρο, αλλά αξιοπρεπές, βήμα προς τις «Άλπεις». Yorgosian ύφος και κινηματογραφική γλώσσα παρόντα. Από εκείνο το σημείο πλέον το ταξίδι ήταν μια σοβαρή πιθανότητα και το Λονδίνο έμοιαζε μια χαρά προορισμός. Το «Lobster» είναι ένα κατεξοχήν dystopian sci fi b movie που ντρέπεται να το παραδεχτεί, το ίδιο ντροπαλοί αποδείχθηκαν και οι κριτικοί να αναδείξουν το γεγονός πως επρόκειτο για μια καθόλου φιλόδοξη ταινία. Μεταβατική περίοδος γαρ, nothing fancy. Το παίξιμο του Κόλιν Φάρελ μάλιστα αγγίζει τα όρια της φάρσας. Ο σταρ του Χόλυγουντ αφήνεται να υποδυθεί έναν ήρωα τον οποίο για τον οποίο δεν γνωρίζει τίποτα. “If you want to annoy Yorgos ask him what the character thinks” μαθαίνουμε από τον Farrell. Το ζητούμενο στον Λάνθιμο λοιπόν δεν είναι να μπεις στο πετσί του ρόλου αλλά να σκίσεις το ανθρώπινο δέρμα ώστε να βγεις έξω απ’ αυτόν λίγο πριν μεταμορφωθείς στο ζώο της προτίμησης σου. Το The Killing of A Sacred Deer ανασαίνει κινηματογραφικά από την συμβατικότητα της σταρ Nicole Kidman και την αιχμηρότητα ενός αληθοφανούς freak στο πρόσωπο του έφηβου πρωταγωνιστή. Η ταινία δεν ντρέπεται καθόλου να είναι ένα horror φιλμ για σινεφίλ γούστα και τούτο λειτουργεί στα υπέρ της


O for Lanthimos


Πιθανόν συμφωνούν αρκετοί πως οι χαρακτήρες του Λάνθιμου προσομοιάζουν σε καρικατούρες. Άνθρωποι μεν, καθόλου ολόκληροι δε, όσο ολοκληρωμένοι μπορούν να καταστούν οι σπουδαιότεροι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αρκετά δηλαδή αν αυτό είναι το ζητούμενο

Με άλλα λόγια, ως το The Favourite ο Λάνθιμος κινηματογραφεί ομιλούντα σώματα. Ο Yorgosian αντιανθρωπισμός του παραπέμπει ανάμεσα σε άλλους, στον Lars von Trier. Προβοκάτορας και αυθάδης ο ταλαντούχος Δανός καλλιτέχνης, δίχως όμως το κοινωνιολογικό ξυράφι του Ulrich Seidl,  το οποίο δε διαθέτει ούτε και ο ντροπαλός, κομματάκι υποχθόνιος, Έλληνας ο οποίος αν και εμπνέεται επίσης από το σινεμά του Michael Haneke αδυνατεί (ή αδιαφορεί) να δανειστεί τα διανοητικά εργαλεία του έτερου, και σπουδαιότερου, Αυστριακού διανοούμενου του σύγχρονου Ευρωπαϊκού κινηματογράφου.  

Έπρεπε λοιπόν να φθάσουμε στο The Favourite ώστε να υπάρξουν ενδιαφέροντες κινηματογραφικοί χαρακτήρες (αντί για καταστάσεις και σεναριακά ευρήματα) σε ταινία του Λάνθιμου. Εγκαταλείποντας το yorgosian σύμπαν (το οποίο συνδιαμορφώθηκε από τον Ευθύμη Φιλίππου) ώστε να να μετοικήσει στη βιομηχανία του σινεμά, ο Γιώργος Λάνθιμος αποχαιρετά εν μέρει (θέλοντας και μη) τις μονομανίες του. Ακριβώς τη στιγμή που έχανε τον πλήρη έλεγχο της δημιουργικής διαδικασίας, ο Λάνθιμος παρέδιδε την, κατά γενική ομολογία, καλύτερη ταινία του. 

Με άλλα λόγια, αν το Hollywood δύναται να καταπνίξει την δημιουργικότητα μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας όπως ο David Lynch (βλέπε Dune), ταυτόχρονα κατορθώνει να βάλει σε τροχιά επιτυχίας εκείνους τους σκηνοθέτες οι οποίοι δεν θα δίσταζαν να πάρουν τη βοήθεια του κοινού[1].  



[1] Μέσα σε μια αίθουσα, η ταινία μπορεί πολύ εύκολα να περάσει απ’ τη μια ατμόσφαιρα στην άλλη. Ακόμη κι εγώ επηρεάζομαι από τη συλλογική ενέργεια του κοινού: μου έχει τύχει να βλέπω αυτό που έχω φτιάξει και να μοιάζει ότι διαρκεί 8 ώρες και άλλοτε να φαντάζει ως το πιο ανάλαφρο πράγμα του κόσμου. https://www.lifo.gr/mag/columns/4330