Το
πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ στο ποδόσφαιρο είναι ένα καλό νέο. Η Θεσσαλονίκη πανηγύρισε
έπειτα από 34 χρόνια, η Λάρισα (1988) ήταν η τελευταία πόλη - εκτός της Αθήνας -
η οποία στέφθηκε πρωταθλήτρια.
Εν
τω μεταξύ, ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν η Αθήνα εισέβαλλε στην
Θεσσαλονίκη, την τότε πρωτεύουσα του μπάσκετ δηλαδή. Μέσα σε τρία καλοκαίρια,
οι Γιάννης Ιωαννίδης, Νίκος Γκάλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας
θα εγκατέλειπαν τις ομάδες τους προς χάριν του Παναθηναικού, του Ολυμπιακού
ακόμα και του Πανιωνίου!
Ο
συντομότερος δρόμος προς την κορυφή άλλωστε, είτε μιλάμε για αθλητισμό, είτε
για business, είναι να απορροφήσεις-ενσωματώσεις τον αντίπαλο σου, αντί να προσπαθήσεις
να τον ανταγωνιστείς.
Μέσα
σε λίγα χρόνια, περάσαμε από την Ελλάδα που στηνόταν μπροστά από την τηλεόραση
τα βράδια της Πέμπτης ώστε να υποστηρίξει τον Άρη στη μάχη του με τα θηρία της
Ευρώπης (Μιλάνο, Βαρκελώνη), στην Ελλάδα που παρακολουθούσε αμήχανα χαρεύτριες
με ζαρτιέρες να αντικαθιστούν τους αθλητές στον πέμπτο τελικό της Α1 που θα
έκρινε τον πρωταθλητή της σεζόν 1992-’93.
Φαίνεται
λοιπόν πως η Ελλάδα (μιλώντας για σπορ, αλλά και όχι μόνο) δεν εισήλθε ενιαία
και αδιαίρετη στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης η οποία εγκαινιάστηκε με την
υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Ο υδροκεφαλισμός
της Αθήνας, όπως αποτυπώθηκε στα ομαδικά σπορ, καταδίκασε τη δεύτερη μεγαλύτερη
πόλη της Ελλάδας σε παρακμή. Ήταν μάλιστα τέτοια η υπεροψία των Αθηναίων ώστε
στην προσπάθεια να εξηγηθεί η αθλητική καθίζηση και παρακμή μιας πόλης, και του
λαοφιλούς ΠΑΟΚ ειδικότερα, γεννήθηκε ο μύθος (προπέτασμα καπνού στην
πραγματικότητα) περί του «κόμπλεξ κατωτερότητας» των Θεσσαλονικέων· η «λουζεριά»
τους εξηγούσε σε μεγάλο βαθμό τις αποτυχίες τους.
Καθόλου
παραδόξως, στην κατηγορία του λούζερ εντασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και
η Μπαρτσελόνα, κατηγόρια που απέκρυπτε φυσικά την προνομιακή θέση στην οποία
βρισκόταν διαχρονικά το αντίπαλο δέος της Ρεάλ Μαδρίτης[i]
Δεν
πέρασαν πολλά χρόνια από τη στιγμή που η πρωτεύουσα της Καταλωνίας εισήλθε στον
χάρτη του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και κατέστη απολύτως αναγνωρίσιμο τουριστικό
brand name (με κομβικό σημείο για
την εκτίναξη της πόλης τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992), μέχρις ότου η
ποδοσφαιρική ομάδα να αναρριχηθεί στην ελίτ των ποσοσφαιρικών club της Ευρώπης.
Κάπως
έτσι, το παρελθόν διεγράφηκε μεμιάς, τεχνητό κι επίπλαστο γαρ, μιας και δεν
υπήρξε ποτέ κόμπλεξ, μονάχα διαφορά στον συσχετισμό δυνάμεων.
Είναι
αλήθεια πως ο ΠΑΟΚ έλαβε εξωτερική βοήθεια (Ρωσία) ώστε να καταφέρει να υπερισχύσει
των αντιπάλων του, χρησιμοποιώντας μάλιστα τα ίδια μέσα με εκείνους· κοντολογίς,
άλλαξε ιδιοκτήτη η «παράγκα» του Ελληνικού ποδοσφαίρου.
‘Οπως
και να ‘χει, αν το Παρίσι χρειάστηκε το Κατάρ (Paris Saint-Germain), το λιμάνι του Λίβερπουλ Αμερικάνικα κεφάλαια (Liverpool), το Λονδίνο έναν Ρώσο ολιγάρχη (Chelsea), η σταχτοπούτα από το Λέστερ το μαγικό άγγιγμα ενός Ταϊλανδού
μεγιστάνα (Leicester City), το βιομηχανικό Μάντσεστερ τα πετροδόλλαρα ενός Σεΐχη από
τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Manchester City), ενώ, τέλος, το Μιλάνο ποντάρει στην αναγέννηση του
μέσω Κίνας (A.C. Milan), τότε η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να αποτελεί
εξαίρεση.